Η Κομισιόν και τα πλεονάσματα της Γερμανίας
Τα υψηλά πλεονάσματα της Γερμανίας φρενάρουν την ανάκαμψη στο Νότο και την Ευρωζώνη, εκτιμά η Κομισιόν σύμφωνα με τις προβλέψεις της για την οικονομία της ΕΕ και της Ευρωζώνης την επόμενη διετία.
Τα αίτια για τη χαμηλή ανάπτυξη της Ευρωζώνης είναι, σύμφωνα με την Κομισιόν, η αρκετά μειωμένη ιδιωτική ζήτηση και οι περιορισμένες επενδύσεις. Η διαφορά που υπάρχει στην οικονομία ανάμεσα στις βόρειες και τις νότιες χώρες της Ευρωζώνης θα συνεχίσει να υπάρχει και τον επόμενο χρόνο, καθώς Γερμανία, Αυστρία, Εσθονία και Ιρλανδία προβλέπεται ότι θα έχουν πολύ μεγαλύτερη ανάπτυξη από τις Γαλλία, Ισπανία, Ιταλία, Ελλάδα, Πορτογαλία. Η διαφορά γίνεται τεράστια στο ζήτημα της ανεργίας, η οποία το 2014 αναμένεται να φτάσει το 26% στην Ισπανία, το 12,2% στην Ιταλία, ενώ θα μειωθεί στο 5,4% στη Γερμανία και θα φτάσει το 5,1% στην Αυστρία.
Η Κομισιόν αναθεώρησε την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη το 2014. Προβλέπει ανάπτυξη της οικονομίας της Ευρωζώνης κατά 1,1% του ΑΕΠ, από 1,2% που προέβλεπε τον περασμένο Μάη, ενώ συνολικά για την ΕΕ προβλέπει 1,4%. Στο ΑΕΠ των κρατών της Ευρωζώνης για το 2013 αναμένεται με πτώση 0,4%. Συνολικά στην ΕΕ, το βλέπουν να παραμένει στάσιμο στα επίπεδα του 2012. Η Γερμανία προβλέπεται ότι θα έχει την ισχυρότερη ανάπτυξη, 1,7% του ΑΕΠ, από τις 18 χώρες της Ευρωζώνης το 2014. «Η Γερμανία θα πρέπει να δημιουργήσει τις συνθήκες για βιώσιμη αύξηση μισθών, ιδιαίτερα για τους χαμηλόμισθους», είπε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν Ολι Ρεν, ο οποίος είπε επίσης: «Η δημοσιονομική εξυγίανση και οι διαρθρωτικές αλλαγές που εφαρμόζονται στην Ευρώπη έχουν δημιουργήσει τη βάση της ανάκαμψης».
Τα στοιχεία δείχνουν ότι η καπιταλιστική οικονομική κρίση συνεχίζεται στην Ευρωζώνη και το 2013, αφού προβλέπεται μείωση του ΑΕΠ. Αλλά και η πρόβλεψη για το 2014 φανερώνει αναιμική ανάκαμψη σε όλη την Ευρωζώνη, με αύξηση του ΑΕΠ κατά 1,1%. Και αν συνυπολογιστεί ότι το ΑΕΠ της Γερμανίας προβλέπεται στο 1,7%, το μεγαλύτερο όλων των κρατών όπως εκτιμούν και που είναι επίσης αναιμικό, σημαίνει ότι κάποιες καπιταλιστικές οικονομίες της Ευρωζώνης θα συνεχίζουν στη δίνη της κρίσης.
Επίσης, στις εκτιμήσεις της Κομισιόν καταγράφονται οι συνεχιζόμενες δυσκολίες στη διαχείριση της κρίσης σε όφελος του κεφαλαίου, οι οξύτατοι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα κράτη της Ευρωζώνης, ενώ αποκαλύπτονται οι αξεπέραστες αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ως προς αυτό το τελευταίο, είναι χαρακτηριστικές οι εκτιμήσεις της Κομισιόν ότι «η αρκετά μειωμένη ιδιωτική ζήτηση και οι περιορισμένες επενδύσεις» (στη ζήτηση πρέπει να συμπεριλαμβάνουμε και μέσα παραγωγής και καταναλωτικά προϊόντα), δυσκολεύουν την ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Ουσιαστικά λένε ότι οι χαμηλοί μισθοί δεν αυξάνουν τη ζήτηση και δε γίνονται επενδύσεις, (δεν υπάρχει ζήτηση ούτε σε μέσα παραγωγής). Από την άλλη, όμως, εκτιμούν ότι η δημοσιονομική εξυγίανση και οι διαρθρωτικές αλλαγές που εφαρμόζονται στην Ευρώπη «έχουν δημιουργήσει τη βάση της ανάκαμψης», δηλαδή η φορολογική αφαίμαξη των λαών σε συνδυασμό με τις περικοπές στις λεγόμενες κοινωνικές δαπάνες μαζί με τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης συμβάλλουν στις επενδύσεις. Η μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης αυξάνει την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, ενώ η αύξηση της φορολογίας και οι περικοπές αυξάνουν το κρατικό χρήμα που μπορεί να δοθεί για καπιταλιστικές επενδύσεις. Δηλαδή αυτό που λένε ότι θα «φέρει επενδύσεις», είναι αυτό που ταυτόχρονα εκτιμούν ότι «δυσκολεύει τις επενδύσεις». Ετσι όμως λειτουργεί ο καπιταλισμός. Τέτοιου είδους αντιφάσεις δεν μπορεί να τις ξεπεράσει όσο και αν ψάχνει μόνιμες και σταθερές ισορροπίες.
Οι ανταγωνισμοί οξύνονται
Το ζήτημα των πλεονασμάτων της Γερμανίας, ζήτημα το οποίο αποτελεί πεδίο οξύτατων ανταγωνισμών μεταξύ Γερμανίας και ΗΠΑ, αλλά και ανάμεσα στη Γερμανία, και στα λεγόμενα κράτη του Νότου, έχει τη βάση του στην εξασφάλιση μεγαλύτερης ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου στη Γερμανία. Που οφείλεται στη μεγάλη παραγωγικότητα της εργασίας στο μέγεθος του κεφαλαίου, δηλαδή στο ότι είναι μεγάλη, ισχυρή καπιταλιστική οικονομία, ενώ έχει συμβάλει και το χτύπημα της εργατικής δύναμης και των «κοινωνικών παροχών» που επήλθε με την Ατζέντα 2010, το πλαίσιο των αντεργατικών, αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων που πέρασε η κυβέρνηση των σοσιαλδημοκρατών υπό τον Σρέντερ το 2004. Ολοι αυτοί οι παράγοντες δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για αύξηση των εξαγωγών της, αφού μειώνουν συγκριτικά με άλλες οικονομίες το κόστος παραγωγής, προσφέροντας πλεονέκτημα στη διεθνή αγορά με ανταγωνιστικές τιμές.
Λένε στη Γερμανία να αυξήσει τους μισθούς, να τονώσει την εσωτερική της ζήτηση, προσδοκώντας σε αύξηση των εισαγωγών από τα κράτη του Νότου, πιστεύοντας ότι αυτό θα συμβάλει σε επενδύσεις σε αυτά τα κράτη. Ομως έτσι η Γερμανία κινδυνεύει χάσει μέρος του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος. Να ένας ακόμη παράγοντας που οξύνει τους μεταξύ τους ανταγωνισμούς. Και επιβεβαιώνει ότι η πολυδιαφημιζόμενη αλληλεγγύη της ΕΕ, δηλαδή η αλληλεγγύη στο μοίρασμα κερδών μεταξύ καπιταλιστών είναι απάτη. Να μια απόδειξη που δείχνει ότι το έδαφος της διαπραγμάτευσης της ελληνικής κυβέρνησης (το ίδιο λέει και ο ΣΥΡΙΖΑ, διαπραγμάτευση και αλληλεγγύη), η προσμονή για οικονομική βοήθεια χωρίς μέτρα όπως έχουν υποσχεθεί οι «εταίροι» της στην Ευρωζώνη, είναι ανεδαφική. Πολύ περισσότερο που γίνεται με όρους μεγάλης ανισομετρίας.
Βεβαίως, κάποτε γίνονται και συμβιβασμοί μεταξύ τους, συμμαχίες κόντρα σε άλλα κράτη, μέσα στην ΕΕ σε συνδυασμό με συμμαχίες με κράτη εκτός ΕΕ, αλλά είναι προσωρινοί και αλλάζουν, αφού οι ανταγωνισμοί δεν καταργούνται. Κάθε κράτος ενδιαφέρεται για την ισχυροποίηση των δικών του επιχειρηματικών ομίλων, δηλαδή για την αύξηση της κερδοφορίας τους. Ο λαός μας πρέπει να κλείνει τ' αυτιά του, ιδιαίτερα στην προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ, περί δυνατότητας εφαρμογής πολιτικής αλληλεγγύης στην καπιταλιστική Ευρωζώνη και ΕΕ. Αλληλεγγύη υπάρχει μόνο στην επιβολή αντεργατικής, αντιλαϊκής πολιτικής.
Με επίκεντρο το πλεόνασμα της Γερμανίας, οξύνονται οι ανταγωνισμοί με τις ΗΠΑ, που επιδιώκουν προσεταιρισμό κρατών του Νότου κόντρα στη Γερμανία. Τονίζουμε, όμως, για άλλη μια φορά ότι έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός και ότι όλ' αυτά αποβαίνουν σε βάρος της εργατικής τάξης (το πλεόνασμα της Γερμανίας το πληρώνουν οι εργαζόμενοί της με τους τσακισμένους μισθούς), των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Που δεν έχουν τίποτα να προσδοκούν, ακόμη και αν μπορέσει επέλθει η «ισορροπία» που αναζητά η Κομισιόν ανάμεσα σε Γερμανία και κράτη του Νότου.
Συμπερασματικά: Η εργατική τάξη, ο λαός, να συνειδητοποιήσουν ότι τα ζόρια των καπιταλιστών στη διαχείριση της κρίσης σε όφελός τους, πρέπει να τα οξύνει με την αντιμονοπωλιακή - αντικαπιταλιστική πάλη. Να μη συνταχτούν με την αστική τάξη της χώρας τους κόντρα στην ανταγωνίστρια ή ανταγωνίστριες αστικές τάξεις άλλων χωρών. Να συνειδητοποιήσουν επίσης ότι ο καπιταλισμός και με κρίση και με ανάπτυξη τσακίζει τα εργασιακά δικαιώματα, ωθεί σε φτώχεια και απόλυτη ή σχετική εξαθλίωση τους εργαζόμενους, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα. Τα μέτρα που πάρθηκαν για τη διαχείριση της κρίσης είναι μόνιμα. Στόχος της πάλης πρέπει να είναι η ανατροπή των αστών από την εξουσία και η αποδέσμευση από την ΕΕ, η αντικατάσταση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας με την κοινωνική ιδιοκτησία, που σημαίνει εργατική - λαϊκή εξουσία.