ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΥΓΕΙΑ
Συρρικνωμένα δικαιώματα για τις γυναίκες - Μεγάλα κέρδη για τις επιχειρήσεις
Η αναπαραγωγική υγεία των γυναικών, οι υπηρεσίες και οι υποδομές που απαιτούνται για την προστασία και την προαγωγή της, αποτελούν το πεδίο εκείνο στο οποίο γίνονται κατεξοχήν εμφανείς οι πρόσθετες και εξειδικευμένες ανάγκες τους για υπηρεσίες Υγείας και Πρόληψης. Ομως, στις συνθήκες στις οποίες η Υγεία αποτελεί ακριβοπληρωμένο εμπόρευμα και έδαφος για τις επενδύσεις και την κερδοφορία των μονοπωλιακών ομίλων, οι αυξημένες και ιδιαίτερες ανάγκες των γυναικών αποτελούν μια «ευκαιρία» για επιπλέον κέρδη. Σε αυτό συμβάλλει η αντιλαϊκή πολιτική, με τις συνεχείς περικοπές στις όποιες παροχές Υγείας παραμένουν όρθιες, με τη συρρίκνωση του δημόσιου συστήματος Υγείας, προς όφελος της επιχειρηματικής δράσης και σε βάρος βεβαίως των γυναικών των λαϊκών στρωμάτων. Ετσι, οι υπηρεσίες που σχετίζονται με την αναπαραγωγική υγεία, τις προληπτικές εξετάσεις, την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία, τον προγεννητικό έλεγχο, την εγκυμοσύνη και τον τοκετό, την άμβλωση και την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, μετατρέπονται σε υπερκερδοφόρα επιχείρηση για τα τμήματα του κεφαλαίου που δραστηριοποιούνται στον τομέα της Υγείας.
Συρρικνωμένες παροχές
Είναι ενδεικτική της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση στη χώρα μας, υλοποιώντας και τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ, η υποβάθμιση του τομέα της πρόληψης. Οι περικοπές και οι περιορισμοί στις προληπτικές εξετάσεις των γυναικών διαδέχονται το ένα το άλλο. Με μια σειρά περιοριστικά πλαφόν προληπτικές εξετάσεις, όπως για παράδειγμα οι μαστογραφίες, ξεκινούν από όλο και μεγαλύτερη ηλικία για τις ασφαλισμένες, ο αριθμός τους περιορίζεται ενώ το ελάχιστο χρονικό διάστημα που απαιτείται για την επανάληψή τους αυξάνεται. Το αποτέλεσμα είναι οι γυναίκες είτε να αναγκάζονται να στραφούν στον ιδιωτικό τομέα, τουλάχιστον όσες έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν, είτε υποχρεωτικά να προσαρμόζουν τις ανάγκες τους για προληπτικές εξετάσεις στις συρρικνωμένες παροχές του δημόσιου συστήματος Υγείας. Αντίστοιχα, όσον αφορά τον προγεννητικό έλεγχο, πλήθος εξετάσεων δεν καλύπτεται από τα ασφαλιστικά ταμεία και το κόστος τους επιβαρύνει τους υποψήφιους γονείς, ενώ ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα και μαιευτήρια γεμίζουν τα ταμεία τους αντλώντας από τις τσέπες τους. «Φιλέτο» για τους επιχειρηματικούς ομίλους αποτελεί ο τομέας της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής, με τον ετήσιο «τζίρο» να υπολογίζεται σε περίπου 50 εκατομμύρια ευρώ, ενώ οι περίπου 70 μονάδες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής που λειτουργούν στη χώρα, δεν περιορίζονται στην «πελατεία» εντός των συνόρων αλλά επιδιώκουν να τη διευρύνουν και έξω από αυτά στα πλαίσια της ανάπτυξης του ιατρικού τουρισμού. Δραματικές είναι οι επιπτώσεις για τις χιλιάδες ανασφάλιστες, που εκ των πραγμάτων στερούνται ακόμα και τις στοιχειώδεις προληπτικές εξετάσεις, ενώ δύσκολα μπορούν να ανταποκριθούν στο μεγάλο κόστος όχι μόνο του προγεννητικού ελέγχου αλλά και του ίδιου του τοκετού. Το ίδιο και οι μετανάστριες που καλούνται να πληρώσουν διπλάσια νοσήλια. Την ίδια στιγμή, ακόμα και οι κουτσουρεμένες παροχές για τις ασφαλισμένες μετατρέπονται σε «Δούρειο ίππο» ενάντια στην αναπαραγωγική τους υγεία. Σε αυτό το πλαίσιο, το επίδομα τοκετού καταβάλλεται πλέον μόνο στις μητέρες που γεννούν στο σπίτι, δε λειτουργεί δηλαδή ως παροχή σε όφελος των γυναικών αλλά ως «δόλωμα» για να γεννήσουν μακριά από τις υπηρεσίες των δημόσιων μαιευτηρίων, με τους κινδύνους που αυτό συνεπάγεται για τις ίδιες και τα νεογέννητα.
Παρόμοια κατάσταση αναφορικά με την αναπαραγωγική υγεία και τα σχετικά δικαιώματα των γυναικών παρατηρείται στο σύνολο της ΕΕ. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται σε ένα βαθμό και στο κείμενο Εκθεσης «σχετικά με τη σεξουαλική και αναπαραγωγική υγεία και τα συναφή δικαιώματα» της Επιτροπής Δικαιωμάτων των Γυναικών και Ισότητας των Φύλων του Ευρωκοινοβουλίου. Ανάμεσα σε όσα διαπιστώνει, περιλαμβάνονται η μείωση από τα κράτη μέλη της ΕΕ των παροχών που σχετίζονται με την «πρόσβαση των γυναικών σε ετήσιο γυναικολογικό έλεγχο και εξετάσεις μαστογραφίας». Ακόμα, σημειώνει πως σχεδόν στο ένα τρίτο των κρατών - μελών, τα αντισυλληπτικά δεν καλύπτονται από τη δημόσια ασφάλιση Υγείας, πράγμα που εμποδίζει ιδιαίτερα στις γυναίκες με χαμηλό εισόδημα να κάνουν χρήση τους. Επιπλέον, σε τρία κράτη - μέλη, στην Πολωνία, στην Ιρλανδία και στη Μάλτα, δεν επιτρέπεται η έκτρωση, εκτός από πολύ περιορισμένες περιπτώσεις. Η απαγόρευση αυτή είναι βέβαια εύκολο να αρθεί για τις γυναίκες που διαθέτουν χρήματα. Η ίδια η Εκθεση υπογραμμίζει πως στις περιπτώσεις των χωρών αυτών «δημιουργούνται καταστάσεις ανισότητας και διακρίσεων, δεδομένου ότι, όταν πρόκειται για εθελούσια διακοπή της κύησης, υπάρχουν δύο κατηγορίες γυναικών: αφ' ενός, οι γυναίκες που είναι σε θέση να καλύψουν τα έξοδα της έκτρωσης και του ταξιδιού προς οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης όπου η έκτρωση είναι προσιτή και νόμιμη, ώστε να μπορέσουν να υποβληθούν στην επέμβαση ελεύθερα και νόμιμα με όλες τις υγειονομικές εγγυήσεις και, αφ' ετέρου, οι γυναίκες που δε διαθέτουν τους απαραίτητους οικονομικούς πόρους και υποχρεούνται να καταφύγουν στην πρακτική της παράνομης έκτρωσης, σαν να ήταν εγκληματίες, θέτοντας την υγεία και τη ζωή τους σε σοβαρό κίνδυνο».
«Προσιτές» υπηρεσίες και «βιώσιμη ανάπτυξη»
Δίπλα στις διαπιστώσεις η Επιτροπή, στην οποία πλειοψηφούν οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού, αξιοποιεί την ευκαιρία για να αντιπαρατεθεί με τις φιλελεύθερες και πλειοψηφούσες δυνάμεις στο Ευρωκοινοβούλιο. Ετσι, κάνει λόγο για τα «μέτρα λιτότητας τα οποία επιβάλλονται στα κράτη μέλη από τα θεσμικά όργανα της ΕΕ» και για το «καταστροφικό αντίκτυπο» που έχουν για τις γυναίκες και τα αναπαραγωγικά τους δικαιώματα. Στην ουσία, όμως, και η δική της πρόταση κινείται στις ίδιες ράγες. Συμπεραίνει, για παράδειγμα, την «ανάγκη για παροχή οικονομικά προσιτών, ευπρόσιτων, αποδεκτών και ποιοτικών υπηρεσιών». Στο σύνολό τους οι δυνάμεις που αποδέχονται την ΕΕ και τη στρατηγική της, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφορές και τις αντιπαραθέσεις τους, έχουν εξοβελίσει από τα κείμενα και τις αποφάσεις τους, και πολύ περισσότερο από την πολιτική που αποφασίζουν και τα μέτρα που εφαρμόζουν, την έννοια της δωρεάν Υγείας. Στην καλύτερη περίπτωση, οι υπηρεσίες Υγείας μπορεί να είναι «προσιτές», δηλαδή φθηνές, αλλά σε κάθε περίπτωση δεν παύουν να αποτελούν εμπόρευμα και πεδίο κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Ακόμα, η Επιτροπή μέσα από την Εκθεσή της υπενθυμίζει στα κράτη - μέλη ότι «οι επενδύσεις στην αναπαραγωγική υγεία και τον οικογενειακό προγραμματισμό είναι ένας από τους πλέον αποδοτικούς από άποψη κόστους και ανάπτυξης και από τους πιο ουσιαστικούς τρόπους προώθησης της βιώσιμης ανάπτυξης μιας χώρας». Με άλλα λόγια, η αναπαραγωγική υγεία είναι ένα πεδίο επενδύσεων, το οποίο μάλιστα «συμφέρει» τα κράτη μέλη. Δεν είναι δικαίωμα που πρέπει να διασφαλίζεται για όλες τις γυναίκες χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με δωρεάν υπηρεσίες στην αποκλειστική ευθύνη του κράτους αλλά παροχές και υπηρεσίες που υπολογίζονται και παζαρεύονται στη λογική κόστους - οφέλους, με κριτήριο την ανάπτυξη σε όφελος των μονοπωλίων και όχι του λαού.
Σε προγράμματα όμως διαχείρισης της φτώχειας και καθιέρωσης ενός «ελάχιστου πακέτου παροχών» για τους χιλιάδες ανασφάλιστους, προχωρούν χωρίς διάκριση σοσιαλδημοκρατικές και φιλελεύθερες κυβερνήσεις. Μια γεύση για τις «προσιτές» υπηρεσίες Υγείας και το «δίχτυ ασφαλείας» για τα οποία κάνει λόγο η ΕΕ, δίνει και το πρόγραμμα που εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση για ανασφάλιστες και ανασφάλιστους. Το λεγόμενο «Εισιτήριο Ελεύθερης Πρόσβασης για τους ανασφάλιστους σε Υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας» αφορά ένα μικρό μέρος, περίπου 230.000, από το σύνολο των ανασφάλιστων που καθημερινά αυξάνονται. Το περιεχόμενό του εξαντλείται σε ένα περιορισμένο πακέτο διαγνωστικών εξετάσεων και σε 3 επισκέψεις σε γιατρούς. Οσον αφορά τις εγκύους, προβλέπει 7 ιατρικές επισκέψεις για τους 9 μήνες της κύησης ενώ δεν καλύπτει ούτε τα έξοδα του τοκετού. Με απλά λόγια, πρόκειται για ελάχιστες, υποβαθμισμένες και αποσπασματικές υπηρεσίες Υγείας κι αυτές με ημερομηνία λήξης.
Τέτοιες «παροχές» υπόσχονται στις εργαζόμενες και τις άνεργες όλες οι δυνάμεις, φιλελεύθερες και «αριστερές», που αποδέχονται την επιχειρηματική δράση στον τομέα της Υγείας. Και όσο και αν διασταυρώνουν τα ξίφη τους για το μείγμα με το οποίο θα έρθει η «ανάπτυξη», το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: Ο δρόμος που ακολουθούν καταλήγει σε μεγαλύτερα κέρδη για τους επιχειρηματικούς ομίλους και ακριβοπληρωμένες υπηρεσίες για την αναπαραγωγική υγεία των γυναικών. Οδηγεί σε ατελείωτες περικοπές στις παροχές Υγείας αλλά και σε νέα επίθεση συνολικά στην κοινωνική ασφάλιση. Σε αντιλαϊκό κατήφορο που μπορεί να σταματήσει μόνο η οργάνωση και η πάλη εργαζομένων και ανέργων, με επόμενο σταθμό την πανεργατική απεργία στις 6 Νοέμβρη.