Η σαπίλα είναι όλη δική τους
Με αφορμή τη δημοσιοποίηση των «πόθεν έσχες» των πολιτικών και τα μεγάλα ποσά που δήλωσαν στους λογαριασμούς τους πρώην στελέχη του συνδικαλιστικού κινήματος, εντάθηκε στα αστικά ΜΜΕ η προσπάθεια να παρουσιαστεί ο συνδικαλισμός σαν προσοδοφόρα ενασχόληση, να χαρακτηριστούν «προνομιούχοι» όλοι οι συνδικαλιστές και να παρουσιαστούν συλλήβδην οι συνδικαλιστικές δυνάμεις σαν «θερμοκήπια» που εξασφαλίζουν προσωπικό βόλεμα και πλουτισμό. Η πραγματικότητα είναι ότι αυτό αφορά ένα σημαντικό τμήμα της συνδικαλιστικής ηγεσίας, που έχει ευθύνη για τη σημερινή κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Σε ποιο έδαφος όμως «φύτρωσαν» τέτοια μπουμπούκια; Ποιος τους θρέφει και ποιος τους αξιοποιεί;
Αν πιάσει κανείς το νήμα προς τα πίσω, θα δει ότι οι συνδικαλιστές που σήμερα λοιδορεί το σύστημα, είναι οι ίδιοι που εδώ και χρόνια εξασφάλιζαν προνόμια από το κράτος και την εργοδοσία, όμοια με αυτά που απολάμβανε ο κρατικός μηχανισμός ή τα στελέχη των μεγάλων επιχειρήσεων, στους κλάδους που συνδικαλίζονταν. Αυτοί οι συνδικαλιστές, που τις δεκαετίες του '80 και του '90 στελέχωναν την ηγεσία του συνδικαλιστικού κινήματος σε όλες του τις βαθμίδες, προέρχονταν κατά κανόνα από ένα ανώτερο τμήμα εργαζομένων (εργαζόμενοι σε πρώην ΔΕΚΟ και τράπεζες), με το οποίο οι αστοί και το κράτος τους εξασφάλιζαν συμμαχία. Ανήκαν δηλαδή στην εργατική αριστοκρατία. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, υπήρξαν στελέχη των κομμάτων που εναλλάσσονταν στην κυβέρνηση (ΠΑΣΟΚ - ΝΔ). Η δράση τους καμιά σχέση δεν είχε, ούτε έχει με τα εργατικά συμφέροντα.
Οι συνδικαλιστικές αυτές δυνάμεις, φορείς της γραμμής που υπηρετεί τα συμφέροντα κυβέρνησης και εργοδοσίας, αξιοποιήθηκαν διαχρονικά σαν πέμπτη φάλαγγα στο εργατικό κίνημα. Εχουν τεράστια ευθύνη για το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι βρέθηκαν απροετοίμαστοι σε συνθήκες κρίσης να αντιμετωπίσουν την επίθεση του κεφαλαίου, που ξεκίνησε πολύ πριν την περίοδο της κρίσης. Οι δυνάμεις αυτές στρογγυλοκάθονταν στα τραπέζια του «κοινωνικού διαλόγου», αναγνωρίζονταν σαν «κοινωνικοί εταίροι» από την ΕΕ των μονοπωλίων και καλλιεργούσαν αυταπάτες για το ρόλο της, καθησύχαζαν τους εργαζόμενους ότι μια επόμενη κυβέρνηση θα έλυνε τα προβλήματά τους, σε συνεννόηση με την εργοδοσία, τροφοδοτούνταν με χρήμα από το κράτος και τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Υπήρξαν οι ίδιοι μέρος ενός πολυπλόκαμου μηχανισμού εξαγοράς και διαφθοράς συνειδήσεων, που καθήλωσε και τράβηξε πίσω το εργατικό κίνημα, την περίοδο που η αστική τάξη είχε ανάγκη έναν τέτοιο μηχανισμό, για να σταθεροποιήσει την εξουσία της και να αντιστρέψει τις όποιες τάσεις χειραφέτησης έδειχνε το κίνημα. Αυτοί οι συνδικαλιστές και η γραμμή που εκπροσωπούσαν στο κίνημα, καμιά σχέση δεν είχε με τα συμφέροντα των εργαζομένων. Καμιά σχέση δεν είχαν και δεν έχουν με τις αξίες, τις αγωνιστικές παραδόσεις της εργατικής τάξης, τους ταξικούς αγώνες με τους οποίους κέρδισε στο παρελθόν καλύτερους όρους δουλειάς και ζωής.
Πρόκειται για αυτήν τη συνδικαλιστική ηγεσία με την οποία συγκρούστηκαν και συγκρούονται οι ταξικά προσανατολισμένες δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα, οι δυνάμεις που συσπειρώνονται στο ΠΑΜΕ. Για αυτή τους την επιλογή έχουν άλλωστε επανειλημμένα κατηγορηθεί για «απομονωτισμό», «διάσπαση» κ.λπ. Το γεγονός ότι ένα τέτοιο τμήμα συνδικαλιστών, προερχόμενο κυρίως από το ΠΑΣΟΚ στεγάζεται στον ΣΥΡΙΖΑ, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση, με δεδομένο ότι ο τελευταίος διεκδικεί το ρόλο διαχειριστή της αστικής εξουσίας. Θα πρέπει όμως να προβληματίζει κάθε καλοπροαίρετο εργαζόμενο.
Σήμερα, που η αστική τάξη σπάει τις συμμαχίες της με ανώτερα στρώματα των εργαζομένων και θέλει να προσαρμόσει τον εργοδοτικό κυβερνητικό συνδικαλισμό στις σύγχρονες ανάγκες της, το σύστημα «βγάζει στη σέντρα» τους συνδικαλιστές που το υπηρέτησαν. Το ζητούμενο είναι οι εργαζόμενοι να εγκαταλείψουν μαζικά αυτούς τους συνδικαλιστές και τους επίδοξους επιγόνους τους. Να βάλουν πλάτη στην ανασύνταξη του κινήματος, για την οποία παλεύει το ταξικό κίνημα, που βρίσκονταν πάντα απέναντι στη σαπίλα του εργοδοτικού κυβερνητικού συνδικαλισμού.