ΚΑΥΣΗ ΑΠΟΡΡΙΜΜΑΤΩΝ
Σοβαρές επιπτώσεις για την υγεία και το περιβάλλον
Σε εκδήλωση της ΤΟ Β/Δ Συνοικιών Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ μίλησαν ο υποψήφιος περιφερειάρχης Κ. Μακεδονίας, Γ. Ζιώγας, και ο υποψήφιος δήμαρχος Π. Μελά, Γ. Βούρτσας
Οι επιπτώσεις από την καύση απορριμμάτων στην υγεία του λαού και το περιβάλλον, αλλά και η πρόταση του ΚΚΕ για φιλοπεριβαλλοντική - φιλολαϊκή διαχείριση των απορριμμάτων, βρέθηκε στο επίκεντρο της εκδήλωσης που διοργάνωσε το βράδυ της Πέμπτης, στην Ευκαρπία, η ΤΟ Βορειοδυτικών Συνοικιών Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ. Αφορμή για την εκδήλωση αποτέλεσε η απόφαση της κυβέρνησης να δώσει άδεια καύσης απορριμμάτων και «εναλλακτικών καυσίμων», στην τσιμεντοβιομηχανία ΤΙΤΑΝ, οι εγκαταστάσεις της οποίας βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής από τον οικισμό της Ευκαρπίας.
Στην εκδήλωση μίλησαν τα στελέχη του ΚΚΕ,Γιάννης Ζιώγας, καθηγητής Χημείας του ΑΠΘ και υποψήφιος περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας και Γιώργος Βούρτσας, δασολόγος και υποψήφιος δήμαρχος Παύλου Μελά.
Κατήγγειλαν και οι δύο ότι με την προώθηση της καύσης ουσιαστικά μπαίνει ταφόπλακα στην ανακύκλωση, καθώς υλικά που ανακτώνται στα Κέντρα Διαλογής Ανακυλώσιμων Υλικών (ΚΔΑΥ), με βασικότερα το «Χαρτί - Χαρτόνι» και τα «Πλαστικά», αντί να αξιοποιηθούν ως πρώτη ύλη για την κατασκευή άλλων υλικών, οδηγούνται σε ενεργειακή καύση. Επιπλέον, από την καύση των αποβλήτων με τα οποία προβλέπεται να τροφοδοτείται η μονάδα (RDF και SRF) θα εκλύονται στην ατμόσφαιρα τόσο ποσότητες πτητικών βαρέων μετάλλων, υδραργύρου, μολύβδου, καδμίου, όσο και επικίνδυνων οργανικών διοξινών.
Επίσης σημείωσαν ότι η «αναβάθμιση», από την ΕΕ και την κυβέρνηση, της καύσης αποβλήτων από μέθοδο διάθεσης σε μέθοδο ενεργειακής αξιοποίησης, σε συνδυασμό με τη διαχείριση μέσω ΣΔΙΤ των σύμμεικτων αποβλήτων, θα έχει ως συνέπεια οι εργαζόμενοι να υποχρεωθούν να πληρώνουν πολλαπλάσια ανταποδοτικά τέλη καθαριότητας, αλλά και να υποστούν τις βαριές συνέπειες από την επιβάρυνση του περιβάλλοντος και της υγείας τους.
Σοβαρή η ευθύνη της Τοπικής Διοίκησης
Ο Γιώργος Βούρτσας αναφέρθηκε στην ευθύνη Περιφέρειας και Δήμων που όχι απλά αποδέχτηκαν αλλά και στήριξαν ενεργητικά την πολιτική κυβέρνησης και ΕΕ που έχει μετατρέψει τη διαχείριση των απορριμμάτων σε πεδίο υψηλής κερδοφορίας για το κεφάλαιο που καλείται να πληρώσει ο λαός και μέσα από τα ανταποδοτικά τέλη. Επιπλέον, στήριξαν και στηρίζουν την περιβαλλοντοκτόνα μέθοδο της καύσης, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που θα έχει στην υγεία των λαϊκών οικογενειών.
Σημείωσε πως αυτό που καθορίζει το σε όφελος ποιου σχεδιάζεται και υλοποιείται η πολιτική διαχείρισης των απορριμμάτων συνδέεται με το ποιος έχει στα χέρια του τα κλειδιά της οικονομίας. Για να ξεκαθαρίσει ότι είτε με καύση, είτε με φιλοπεριβαλλοντική διαχείριση, αν κουμάντο κάνουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι, τα μονοπώλια, το μάρμαρο θα το πληρώνει ο λαός με την υγεία του, τους μισθούς πείνας, τα αυξημένα ανταποδοτικά τέλη.
Τέλος, τόνισε την αντίθεση του ΚΚΕ στην καύση των απορριμμάτων και παρουσίασε την πρόταση του Κόμματος για κεντρικό εθνικό σχεδιασμό διαχείρισης των απορριμμάτων που προβλέπει ανάκτηση των προϊόντων, διαλογή, ανακύκλωση, κομποστοποίηση των οργανικών υπολειμμάτων και υγειονομική ταφή των υπολειμμάτων που θα απομένουν.
Ο Γιάννης Ζιώγας παρουσίασε αναλυτικά τι προβλέπεται να καταναλώνεται ως καύσιμη ύλη στη μονάδα (ελαστικά στο τέλος κύκλου ζωής τους, αποξηραμένη λάσπη βιολογικού καθαρισμού αστικών λυμάτων, προαναμεμειγμένα απόβλητα που περιέχουν τουλάχιστον ένα επικίνδυνο απόβλητο, απόβλητα και μείγματα υλικών που περιέχουν επικίνδυνες ουσίες). Επιπλέον, ανέφερε ότι η ποσότητα που μπορεί να κάψει η εταιρεία είναι 300.000 μέχρι 500.000 τόνοι το χρόνο.
Σημείωσε ότι η «Πράσινη Βίβλος» της ΕΕ ομολογεί ότι η «συμβολή των αποτεφρωτών (απορριμμάτων) στις συνολικές εκπομπές διοξινών στην Κοινότητα αυξήθηκε κατά 40% περίπου, κατά την τριετία 1993 - 95» και την ίδια ώρα πανηγυρίζει για το ενδεχόμενο να καίγεται το σύνολο των απορριμάτων που οδηγείται σήμερα στους ΧΥΤΑ.
Παρουσιάζοντας τους κινδύνους για την υγεία σημείωσε ότι «από την καύση RDF σε κλιβάνους τσιμεντοβιομηχανίας είναι δυνατόν να απελευθερωθούν στην ατμόσφαιρα ποικίλοι ρύποι, όπως αιωρούμενα σωματίδια, πτητικές οργανικές ενώσεις, βαρέα μέταλλα». Πρόσθεσε ότι «από τις πτητικές οργανικές ενώσεις που εκπέμπονται κατά την καύση εναλλακτικών καυσίμων, το σημαντικότερο πρόβλημα συνιστούν οι διοξίνες, οι οποίες είναι από τις πλέον επικίνδυνες ενώσεις και για τις οποίες δεν έχουν προσδιοριστεί κατώτερα όρια, κάτω από τα οποία διασφαλίζεται ότι δεν υπάρχουν αρνητικές συνέπειες». Και τόνισε ότι «η υφιστάμενη τεχνολογία δεν παρέχει τη δυνατότητα συνεχούς και αδιάλειπτης παρακολούθησης των συγκεντρώσεων διοξινών στην καμινάδα εξόδου των απαερίων στην ατμόσφαιρα, όπως εφαρμόζεται για άλλους ρύπους».