Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

ΠΡΟΝΟΙΑ
Παγιώνονται η ιδιωτική πρωτοβουλία και τα τροφεία
Ο «Ριζοσπάστης» παρουσιάζει το σχέδιο Οργανισμού του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής
Στο Κέντρο Προστασίας Παιδιού «Η Μητέρα» φιλοξενούνται σήμερα γύρω στα 90 παιδιά, από 130 - 140 πριν από μια δεκαετία. Οι εργαζόμενοι, από 250 έχουν μειωθεί στους 150 περίπου και οι εισαγωγές παιδιών γίνονται «με το σταγονόμετρο»
Περικοπές, συρρίκνωση, εθελοντισμός, επιχειρηματική «φιλανθρωπία» και πληρωμές από τους φιλοξενούμενους. Αυτό είναι το παρόν και το μέλλον των ελάχιστων, υποβαθμισμένων δομών Πρόνοιας που έχουν απομείνει. Με απόφαση του υπουργείου Εργασίας, στο οποίο υπάγονται, οι δομές Πρόνοιας της Αττικής συνενώνονται σε έναν ενιαίο φορέα, στο Κέντρο Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής (ΚΚΠΠΑ), οι υπηρεσίες τους συγχωνεύονται και οι εργαζόμενοι πηγαινοέρχονται από τη μια δομή στην άλλη για να καλύψουν κενά.
Οι δομές που θα ανήκουν στο ΚΚΠΠΑ είναι: Ατόμων με Αναπηρία Ανατολικής Αθήνας (Γλυφάδα), Δυτικής Αθήνας (Αγία Βαρβάρα), Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Παιδιών με Αναπηρία Βούλας, Θεραπευτήριο Χρόνιων Παθήσεων Σκαραμαγκά (σ.σ. για παιδιά και ενήλικες), Προστασίας Παιδιού «Η Μητέρα», Αναρρωτήριο Πεντέλης, Παιδόπολη «Αγία Βαρβάρα», Παιδόπολη «Αγιος Αντρέας» και το Παιδικό Αναπτυξιακό Κέντρου Αττικής - «Μιχαλήνειο» (σ.σ. Ειδικό σχολείο και εξωτερικές υπηρεσίες λογοθεραπείας, εργοθεραπείας κ.ά.).
Οπως αναφέρεται σε έγγραφο του ΚΚΠΠΑ, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2014 «θα πρέπει το σύνολο των δαπανών - συμπεριλαμβανομένων των απλήρωτων υποχρεώσεων προς τρίτους - να είναι μειωμένο κατά 64% σε σύγκριση με τις αντίστοιχες του 2013» και «οι δαπάνες σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να είναι συγκρατημένες και να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή». Προαναγγέλλονται, δηλαδή, νέες βαριές περικοπές στους ήδη πετσοκομμένους προϋπολογισμούς των δομών Πρόνοιας.
Ταυτόχρονα, με το σχέδιο Οργανισμού του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας (ΚΚΠ) θεσμοθετείται ο εθελοντισμός, η Εταιρική Κοινωνική Ευθύνη, οι «κοινωνικοί συνεταιρισμοί». Πιο συγκεκριμένα στο άρθρο 2, ως σκοπός του Κέντρου αναφέρεται ανάμεσα σε άλλα:
  • «Εφαρμογή προγραμμάτων εθελοντισμού για τα άτομα με αναπηρίες και τις οικογένειές τους σε συνεργασία με φορείς του δημοσίου, του ιδιωτικού και του εθελοντικού τομέα».
  • «Δράσεις που έχουν σχέση με τα προστατευμένα παραγωγικά εργαστήρια και τους κοινωνικούς συνεταιρισμούς».
  • «Συνεργασία με φορείς και υπηρεσίες για την αποκατάσταση παιδιών και εφήβων τα οποία χρήζουν ιδιαίτερης φροντίδας (όπως παιδιά με αναπηρία) την οποία δεν δύναται να παρέχει το Κέντρο».
  • «Ανάπτυξη προγραμμάτων Εταιρικής Κοινωνικής Ευθύνης με βασικό στόχο τη στήριξη της εκπαιδευτικής διαδικασίας, της επαγγελματικής κατάρτισης και της προώθησης στην αγορά εργασίας».
Μάλιστα, για την εξυπηρέτηση των ατόμων που είναι αποδέκτες των υπηρεσιών του Κέντρου και για τη διαμόρφωση ειδικών χώρων για φιλοξενία και θεραπεία, προβλέπεται η «συνεργασία με εξειδικευμένους φορείς του δημόσιου, ιδιωτικού ή εθελοντικού τομέα για την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων αποκατάστασης».
Τέλος, διατηρούνται οι πληρωμές των περιθαλπόμενων στα ιδρύματα χρονίως πασχόντων, οι οποίοι «συμμετέχουν στη δαπάνη περίθαλψης ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνατότητες» και συγκεκριμένα με παρακράτηση της σύνταξης από 40% έως και 80%! Οσοι εισάγονται στο ΚΚΠ με απόφαση που βεβαιώνει την οικονομική τους αδυναμία, «απαλλάσσονται από την καταβολή τροφείων, εκτός εάν από την ίδια απόφαση προβλέπεται συμμετοχή».
Χωρίς γιατρούς και άλλο προσωπικό
Οπως προκύπτει και από το σχέδιο του Οργανισμού, οι συγχωνεύσεις υπό έναν ενιαίο φορέα δεν είναι απλά ένα διοικητικό μέτρο, για τη βελτίωση τάχα των υπηρεσιών. Οι επιμέρους συνενώσεις που έχουν προηγηθεί, δείχνουν πως πρόκειται για διαχείριση της «εξαθλίωσης» με συρρίκνωση δομών και υπηρεσιών.
Για παράδειγμα, στο Παράρτημα Αποθεραπείας και Αποκατάστασης Παιδιών με Αναπηρία Βούλας - όπου φιλοξενούνται περίπου 100 παιδιά με νοητικές και κινητικές αναπηρίες - τουλάχιστον από το 2008 δεν υπάρχουν μόνιμοι γιατροί που να στελεχώνουν τις δομές του.
Ενας παθολόγος από το Κέντρο Υγείας Βάρης επισκέπτεται το κέντρο μια φορά τη βδομάδα για συνταγογράφηση και ένας εξωτερικός παιδίατρος που εργάζεται με μπλοκάκι παροχής υπηρεσιών επισκέπτεται τόσο τις δομές της Βούλας, όσο και το Θεραπευτήριο Χρόνιων Παθήσεων Σκαραμαγκά (σ.σ. έχουν συγχωνευθεί τα τελευταία χρόνια) όπου φιλοξενούνται άλλα 40 άτομα περίπου. Αντίστοιχα, ψυχολόγοι πηγαινοέρχονται στο Κέντρο Προστασίας Παιδιού «Μητέρα» και στο Αναρρωτήριο Πεντέλης που επίσης έχουν συνενωθεί διοικητικά.
Επίσης, το νοσηλευτικό προσωπικό, που είναι ο κορμός του ιδρύματος και φροντίζει από μωρά μέχρι ενήλικες με πολλαπλές αναπηρίες, είναι ελάχιστο και επιφορτισμένο με βαριές δουλειές. Τα πρωινά και τα απογεύματα, στη Βούλα είναι 2 νοσηλεύτριες ανά τμήμα για περίπου 20 παιδιά, ενώ το βράδυ μένει μια μόνη της. Αν συμβεί κάτι έκτακτο, π.χ. μια διακομιδή παιδιού σε νοσοκομείο, τότε το τμήμα μένει χωρίς νοσηλεύτρια.
Η υπερεντατικοποίηση της εργασίας αποτυπώνεται και στα δεκάδες οφειλόμενα ρεπό στο νοσηλευτικό προσωπικό, ενώ οι βάρδιες δεν θα «έβγαιναν» αν δεν είχαν πάει δυο νοσηλευτές με 5μηνα προγράμματα. Αντίστοιχα, υπάρχει μόλις ένας τραυματιοφορέας, ένας λογοθεραπευτής για 80 παιδιά, δεν υπάρχει φυσίατρος. Γενικά, όπως τονίζουν εργαζόμενοι του Κέντρου «απαιτείται πρόσληψη μόνιμου προσωπικού όλων των ειδικοτήτων. Θα έπρεπε να υπάρχει τουλάχιστον ένας μόνιμος γιατρός σε κάθε δομή γιατί έχουμε παιδιά με σοβαρά προβλήματα υγείας».
Μαραζώνουν υποδομές και υπηρεσίες
Σε όλα τα προνοιακά ιδρύματα, δεν αναπτύσσονται οι υποδομές και οι υπηρεσίες τους. Η δραματική συρρίκνωση του μόνιμου προσωπικού την τελευταία 10ετία, έχει σαν αποτέλεσμα κτίρια να παραμένουν κλειστά κι αναξιοποίητα την ώρα που δεκάδες ή και εκατοντάδες παιδιά με προβλήματα υγείας ή οικογενειακά προβλήματα «λιμνάζουν» στα παιδιατρικά νοσοκομεία και τα μαιευτήρια.
Στη Βούλα, λειτουργούν μόλις 4 θάλαμοι για τη φιλοξενία των παιδιών, ενώ πολλά κτίρια στη μεγάλη και όμορφη έκταση του κέντρου είναι ερειπωμένα. Αν ανακαινίζονταν και στελεχώνονταν με μόνιμο προσωπικό, θα μπορούσαν να φιλοξενούνται πολλαπλάσια παιδιά και να παρέχονται σύγχρονες υψηλού επιπέδου υπηρεσίες.
Επίσης, το κέντρο διαθέτει και προστατευόμενα διαμερίσματα αποϊδρυματισμού σε διάφορες περιοχές της Αττικής, ένα ιδιαίτερα σημαντικό κομμάτι φροντίδας των ατόμων με αναπηρία που μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν, ώστε να μη μένουν σε όλη τους τη ζωή σε ιδρύματα. Αυτά τα διαμερίσματα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν, κοινωνικοί λειτουργοί και άλλοι επιστήμονες, να παρακολουθούν τους φιλοξενούμενους, το κράτος να φρόντιζε για την επαγγελματική αποκατάσταση των ικανών προς εργασία ατόμων.
Στο Κέντρο Προστασίας Παιδιού «Η Μητέρα» φιλοξενούνται σήμερα γύρω στα 90 παιδιά, από 130 - 140 πριν από μια δεκαετία. Οι εργαζόμενοι, από 250 έχουν μειωθεί στους 150 περίπου και οι εισαγωγές παιδιών γίνονται «με το σταγονόμετρο», ενώ δυο πτέρυγες έκλεισαν. Μάλιστα, οι εκπρόσωποι του ΠΑΜΕ ήταν οι μόνοι στο ΔΣ του Συλλόγου Εργαζομένων στο «Μητέρα» που διεκδικούσαν προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, όταν η διοίκηση του ιδρύματος και η πλειοψηφία του σωματείου ζητούσαν να σταματήσουν οι εισαγωγές παιδιών λόγω έλλειψης προσωπικού.
Στο Αναρρωτήριο Πεντέλης φιλοξενούνται 40 παιδιά από βρέφη έως 6 χρόνων. Το υπάρχον προσωπικό οριακά «τα φέρνει βόλτα». Δύο ξενώνες δε λειτουργούν. Εκκρεμεί η ανακαίνισή τους και εφόσον υπάρξει αντίστοιχο προσωπικό, θα μπορούν να φιλοξενηθούν άλλα 20 - 25 παιδιά.
Η φιλανθρωπία και ο εθελοντισμός, ανεξάρτητα από προθέσεις, δεν εξασφαλίζουν αναβαθμισμένες υπηρεσίες. Δεν μπορούν και δε θέλουν να καλύψουν τις πραγματικές και σύγχρονες ανάγκες. Η λειτουργία των δημόσιων δομών Πρόνοιας δεν μπορεί να στηρίζεται στην «καλή θέληση» καθενός. Για παράδειγμα, στη Βούλα κάποιες χρονιές δεν υπήρχε πετρέλαιο θέρμανσης, ενώ φέτος δόθηκε δωρεά. Ωστόσο, με δυσκολία εξασφαλίζονται καύσιμα για τα αυτοκίνητα του κέντρου που μεταφέρουν παιδιά και υλικά.
Αντίστοιχα, ορισμένες επιχειρήσεις και «ευεργετικά» ιδρύματα αναλαμβάνουν την ανακαίνιση κτιρίων προνοιακών ιδρυμάτων. Ανεξάρτητα από τους λόγους που το κάνουν, προκύπτει το ερώτημα: Με τι εργαζόμενους θα λειτουργήσουν, αφού το κράτος καμιά πρόθεση δεν έχει να προσλάβει όλο το απαραίτητο, μόνιμο προσωπικό; Πολύ περισσότερο, η συνεργασία με τον ιδιωτικό και τον εθελοντικό τομέα εγκυμονεί κινδύνους ιδιαίτερα όσον αφορά ευαίσθητα θέματα Πρόνοιας, όπως υιοθεσίες, αναδοχές, φροντίδα παιδιών με αναπηρίες κ.ά.
Υπάρχει προοπτική
Το ΚΚΕ έχει αναδείξει το ζήτημα των εγκαταλειμμένων παιδιών, των οικογενειών που χρειάζονται στήριξη, των ατόμων με αναπηρίες με πολλές παρεμβάσεις στη Βουλή και στις διοικήσεις των ιδρυμάτων Πρόνοιας. Ταυτόχρονα, καλεί τους εργαζόμενους στην Πρόνοια, τα άτομα με αναπηρία και τις οικογένειές τους να μη συμβιβαστούν με τη δραματική κατάσταση, αλλά να διεκδικήσουν με βάση τις ανάγκες που σήμερα μπορεί να καλύψει η επιστήμη και η τεχνολογία:
Να γίνουν μαζικές προσλήψεις προσωπικού όλων των ειδικοτήτων. Να ανακαινιστούν άμεσα και ν' ανοίξουν όλες οι κλειστές πτέρυγες των ιδρυμάτων.
Να γίνουν μαζικές προσλήψεις στις υπηρεσίες Πρόνοιας, για να μπορούν να στηρίζουν την οικογένεια που υποφέρει, την ανύπαντρη μητέρα, τη μονογονεϊκή οικογένεια. Να είναι μέσα σε κάθε γειτονιά, στους καταυλισμούς των Ρομά, με προγράμματα ενημέρωσης, οικογενειακού προγραμματισμού, πρόληψης και δημόσιας υγείας, να μπορούν να παρεμβαίνουν με τον ενδεδειγμένο τρόπο στους μετανάστες, στις μειονότητες και στους Ρομά, με σεβασμό στις παραδόσεις και στην κουλτούρα τους.
Το ΚΚΕ τάσσεται υπέρ ενός δημόσιου πανελλαδικού φορέα για την προστασία του εγκαταλελειμμένου ή κακοποιημένου παιδιού, του παιδιού με επικίνδυνο οικογενειακό περιβάλλον, του παιδιού χωρίς οικογένεια, των ατόμων με αναπηρίες ή χρόνιες παθήσεις. Αυτός ο δημόσιος φορέας, στελεχωμένος με ειδικούς επιστήμονες και με όλο το απαραίτητο προσωπικό, θα έχει στην αποκλειστική του ευθύνη την υιοθεσία και την αναδοχή.
Θα πρέπει να καταργηθεί η με οποιονδήποτε τρόπο ανάμειξη ιδιωτών - με ή χωρίς ΜΚΟ - και η επιχειρηματική δραστηριότητα σε Υγεία - Πρόνοια. Αυτός ο δημόσιος φορέας θα πάρει τις υποδομές που σήμερα ανήκουν σε ιδιώτες, εφόσον τηρούν τις σύγχρονες προδιαγραφές, και θα εντάξει στη δύναμή του όλους τους εργαζόμενους που δουλεύουν στους ιδιωτικούς φορείς.