Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολιτισμός. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Ποιος είναι ο βούρκος; Σχετικά με τις καταγγελίες στο χώρο του θεάτρου

 

Μίλησε, κλαις;

Οχι δε λες.

Μήπως πεινάς;

Και τι να φας!

(«Ο ηθοποιός», Μάνος Χατζιδάκις)

Η αποκάλυψη από την Σοφία Μπεκατώρου της σεξουαλικής κακοποίησής της προκάλεσε ένα ντόμινο καταγγελιών στο χώρο του θεάτρου, που ανεξάρτητα από τον όποιο προβληματισμό για το βαθμό στοιχειοθέτησής τους ή τον τρόπο και το χρόνο δημοσιοποίησής τους, μπορούν να λειτουργήσουν θετικά. Μπορούν δηλαδή να συμβάλουν στο να καταπολεμηθούν συντηρητικά, πουριτανικά, ρατσιστικά αντανακλαστικά, που ενοχοποιούν τη γυναίκα για τη σωματική, σεξουαλική, ψυχολογική κακοποίησή της, στο να περιοριστεί ίσως σε κάποιο βαθμό η αναπαραγωγή τέτοιων αντιδραστικών και επικίνδυνων φαινομένων. Θα είναι μάλιστα ευχής έργο να βοηθήσουν το πλήθος των εργαζομένων στο θέατρο, και σε κάθε κλάδο και εργασιακό χώρο, όλους αυτούς που δεν έχουν την ευκολία και τα προνόμια των διασημοτήτων του θεάματος, να βρουν τη δύναμη και την τόλμη για να προσπεράσουν τους εκβιασμούς και τον εκφοβισμό της εργοδοσίας και να αντιπαλέψουν αγωνιστικά και συλλογικά, μέσα από τους μαζικούς φορείς τους, κάθε μορφή βίας και καταναγκασμού, που γεννά αναπόφευκτα η εκμεταλλευτική κοινωνία.

Γιατί, χωρίς αμφιβολία, το έδαφος για την ανάπτυξη και την ανοχή φαινομένων κακοποιητικής συμπεριφοράς το λιπαίνει ο φόβος μπροστά στην ανεργία, στην εργασιακή και οικονομική ανασφάλεια, στον κίνδυνο για αποκλεισμό από την εργασία, στην ανέχεια, στην πείνα, ο οποίος ενισχύεται από την απουσία εργασιακών δικαιωμάτων, μετατρέποντας τους εργαζόμενους σε εύκολα θύματα. Για μια κατηγορία εργαζομένων βέβαια η πηγή παρόμοιων προβλημάτων βρίσκεται στο κυνήγι της καριέρας, της κοινωνικής ανέλιξης, στον αριβισμό και στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, σε μια κοινωνία που τον καλλιεργεί και τον αποθεώνει, γιατί ο ανταγωνισμός αποτελεί την πεμπτουσία της.

Η ρευστότητα στην έννοια της κακοποίησης

Διευρύνοντας τον προβληματισμό για τα γεγονότα των ημερών στο χώρο του θεάτρου, δεν μπορεί κανείς να μη σταθεί στην εύλογη ανησυχία που προκαλείται, μήπως όλη αυτή η καταγγελτική καταιγίδα οδηγήσει σε νέα δεινά. Μήπως δηλαδή νομιμοποιήσει τη δίκη προθέσεων και ενεργοποιήσει καταστάσεις όπου η αυστηρότητα και η απαιτητικότητα στην εργασία θα μπορεί να εκληφθούν και να καταγγελθούν ως κακοποιητικές. Σε τελευταία ανάλυση, ποια είναι τα όρια στην έννοια της κακοποίησης;

Το θέατρο για παράδειγμα είναι ένας χώρος όπου - όπως τούτες τις μέρες έγινε ευρύτερα γνωστό από τις δηλώσεις καταξιωμένων ανθρώπων του - ο έντονα επικριτικός λόγος, το βλοσυρό και με νόημα βλέμμα, ο εξαναγκασμός σε σκληρή λεκτική και σωματική άσκηση αποτελούν καθιερωμένα μέσα διαπαιδαγώγησης και αποδεκτή γενικά προϋπόθεση για την απελευθέρωση των σωματικών, ψυχικών και διανοητικών δυνατοτήτων του ηθοποιού. Μπορούν αυτές οι μέθοδοι διδασκαλίας να θεωρηθούν καταχρηστικές; Και ακόμα, επιτρέπεται να ταυτίζονται με τη σεξουαλική παρενόχληση και βία προς γυναίκες και άντρες οι καταστάσεις που ανακύπτουν μέσα στην ένταση μιας ιδιαίτερα απαιτητικής και σκληρής δουλειάς, όπως του ηθοποιού; Είναι το ίδιο η ασέλγεια κατά του κοινωνικά και οικονομικά αδύναμου εργαζόμενου με το θυμό, τις λογομαχίες ή την απότομη, τη σκαιή αν θέλετε συμπεριφορά, που μπορεί να οφείλεται και σε ιδιορρυθμίες χαρακτήρων αναμενόμενες σε ανθρώπους της τέχνης, που μαζί με το ταλέντο και τις ικανότητές τους φέρουν μια ιδιαίτερη ψυχοσύνθεση;

Το πρώτο ερώτημα χρειάζεται συζήτηση. Για τα επόμενα όμως η απάντηση είναι κατηγορηματική. Η εξομοίωση της δυστροπίας και της ανάρμοστης συμπεριφοράς με τη σεξουαλική παρενόχληση, το βιασμό, την παιδοφιλία, είναι απαράδεκτη. Αντικειμενικά οδηγεί στο να συγκαλυφθούν βαριά, κολάσιμα αδικήματα, μαζί και η κοινωνική - ταξική πηγή τους. Μια συγκάλυψη που ήδη συντελείται, τουλάχιστον μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.

Ανεξάρτητα πάντως από την κατεύθυνση που δίνεται στην όλη υπόθεση, φαίνεται πως για τις νεότερες γενιές των ηθοποιών, όχι μόνο η σεξουαλική βία και παρενόχληση, αλλά και οι παιδαγωγικές μέθοδοι που εφαρμόστηκαν στις προηγούμενες γενιές είναι καταδικαστέες. Και είναι γεγονός ότι τα όρια στην έννοια της κακοποίησης μεταβάλλονται στο χρόνο, ακολουθώντας την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Με λίγα λόγια, οι καιροί αλλάζουν και όπως η παλιά παιδαγωγική της βέργας στο σχολείο δικαιολογημένα θεωρείται στις μέρες μας αποτροπιαστική, κάτι παρόμοιο ισχύει και για την τραχιά παιδαγωγική του θεάτρου. Αλλωστε η νέα γενιά των ηθοποιών, διαθέτοντας ένα καλύτερο μορφωτικό επίπεδο και την αυτοπεποίθηση που του αναλογεί, δύσκολα μπορεί να ανεχτεί αυταρχικές, εξουσιαστικές συμπεριφορές.

Η ιμπεριαλιστική εκστρατεία κατά της βίας!

Το αντιφατικό στοιχείο της υπόθεσης είναι ότι μια τόσο πλατιά μετατόπιση στην κοινωνική συνείδηση δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν δεν ξεκινούσε από το ίδιο το αστικό κράτος, αν δεν καλλιεργούνταν συστηματικά μέσα από το σχολείο, τα πανεπιστήμια και τους άλλους ιδεολογικούς μηχανισμούς, πάνω απ' όλα αν δεν ήταν αναγκαία για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας και τη συνολική αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Γι' αυτόν το λόγο, αυτοί που πρωτοστατούν και καθοδηγούν την αλλαγή στην κοινωνική συνείδηση, αυτοί που πρώτοι κόπτονται για «την ισότητα ανδρών και γυναικών, τον πλουραλισμό, την απαγόρευση των διακρίσεων, την ανοχή στη διαφορετικότητα, τα δικαιώματα των ατόμων με αναπηρία, των μειονοτήτων κ.λπ.» είναι τα ισχυρά κέντρα του καπιταλισμού, όπως οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ενωση με τα κράτη - μέλη της, μαζί και την Ελλάδα!

Οι «πολέμιοι» δηλαδή της κοινωνικής αδικίας και «υπερασπιστές» των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι οι ίδιοι που προωθούν νόμους για την ολοένα και πιο στυγνή εκμετάλλευση των εργαζομένων, καταργούν το 8ωρο και συντρίβουν κάθε δικαίωμα στην εργασία. Οι υποτιθέμενοι «εχθροί της βίας» κατά των γυναικών, των ατόμων με ιδιαιτερότητες, είναι αυτοί που χρησιμοποιούν την πιο άγρια βία και καταστολή για να θωρακίσουν την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των επιχειρηματικών ομίλων, που φέρνουν τα ΜΑΤ στο πανεπιστήμιο, στέλνουν στρατό χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την Ελλάδα και έχουν μετατρέψει τη χώρα σε πολεμικό ορμητήριο ενάντια στους λαούς της περιοχής.

Η εξήγηση αυτής της φαινομενικής αντίφασης έχει δύο πλευρές. Η πρώτη είναι ιδεολογική. Η μετατόπιση της προσοχής από την ταξική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, αξιοποιώντας π.χ. άλλου είδους, υπαρκτές αντιθέσεις (φύλου, χρώματος, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, εθνικότητας κ.λπ.), αποτελεί έναν πρόσφορο τρόπο για να απομακρύνεται ο όποιος προβληματισμός από την κατανόηση των κοινών ταξικών συμφερόντων όλων των μισθωτών ανεξαρτήτως φύλου, έθνους ή σεξουαλικού προσανατολισμού, ενώ ταυτόχρονα προωθεί τη διαμόρφωση «ταυτότητας» αποκλειστικά και μόνο με βάση επιμέρους αλλά κοινά χαρακτηριστικά. Είναι μια τακτική που διασφαλίζει την «κοινωνική συνοχή», την ταξική συμφιλίωση.

Η δεύτερη πλευρά είναι η οικονομική. Η ενσωμάτωση της αποκαλούμενης «διαφορετικότητας» στην οικονομική δραστηριότητα «φέρνει κέρδος», «δημιουργεί μακροπρόθεσμα προστιθέμενη αξία», «αποτελεί αναπτυξιακό εργαλείο», όπως δηλώνεται από τα αστικά οικονομικά επιτελεία. Οι όμιλοι - αλλά και κάθε οργανισμός, όπως και οι κυβερνήσεις - διαφημίζοντας τον πλουραλισμό τους εμφανίζουν ένα «πολιτισμένο», «δημοκρατικό» και γι' αυτό ελκυστικό προφίλ, διευρύνουν την πελατεία ή την απήχησή τους σε νέες ομάδες του πληθυσμού, ενώ η ποικιλομορφία στα κέντρα διοίκησης συμβάλλει στην εισαγωγή νέου πνεύματος και καινοτόμων ιδεών για την ανάπτυξη της αποδοτικότητας και της κερδοφορίας τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στη χώρα μας εξελέγη γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας και στην κυβέρνηση συμμετέχουν άτομα με ανοιχτά δηλωμένο τον διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό τους. Μάλιστα η σύμβαση 190 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας για την εξάλειψη της βίας και παρενόχλησης στους χώρους εργασίας, που η κυβέρνηση προωθεί στη Βουλή, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «η βία και η παρενόχληση είναι ασυμβίβαστη με την προώθηση των βιώσιμων επιχειρήσεων και επηρεάζει αρνητικά την οργάνωση της εργασίας, τις εργασιακές σχέσεις, την αφοσίωση των εργαζομένων, τη φήμη των επιχειρήσεων και την παραγωγικότητα».

Αυτό που τους ενδιαφέρει δηλαδή είναι να χρησιμοποιήσουν τις γυναίκες και τα ευάλωτα κοινωνικά άτομα ως βιτρίνα του συστήματος και μία ακόμα προϋπόθεση για τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, και όχι η αναγκαία υπεράσπισή τους από κάθε μορφή κοινωνικής αποξένωσης, βίας, ρατσισμού.

Για να καθαρίσει η ατμόσφαιρα

Το μόνο βέβαιο είναι ότι όσα μέτρα κι αν ληφθούν για την αντιμετώπιση του προβλήματος, όπως ο κώδικας δεοντολογίας που η κυβέρνηση εισηγείται για τα θέατρα, δεν θα το εξαλείψουν. Το πιθανότερο μάλιστα είναι ότι θα αξιοποιηθούν ως ένα ακόμα εργαλείο χειραγώγησης και ελέγχου των εργαζομένων. Με ή χωρίς κώδικα δεοντολογίας, το σύστημα θέτει ορισμένα άτομα στο απυρόβλητο, έχει τους τρόπους να προστατεύει όσους του είναι χρήσιμοι, ακόμα κι αν διαπράττουν εγκλήματα. Το έχουμε ζήσει σε πολλές περιπτώσεις. Πρόκειται μάλιστα για υπέρτατη υποκρισία να εισάγονται στα θέατρα κώδικες προστασίας των εργαζομένων από τη βία, και την ίδια στιγμή η αστυνομία και οι δυνάμεις της κρατικής καταστολής να οργιάζουν σε βιαιοπραγίες. Αλλωστε στις ΗΠΑ, όπου εφαρμόζονται εδώ και χρόνια κώδικες και συστήματα εξάλειψης της βίας, οι κακοποιητικές συμπεριφορές πολλαπλασιάζονται αντί να μειώνονται.

Βούρκος με άλλα λόγια δεν είναι το θέατρο. Πίσω από τις φωταψίες και τα υποβλητικά σκηνικά του κρύβεται η κοπιαστική δουλειά των ηθοποιών - όποτε και αν υπάρχει - που τους υποχρεώνει να βρίσκονται στη σκηνή χωρίς να λογαριάζει αν πονούν, αν υποφέρουν, αν είναι άρρωστοι, αν χρειάζονται ανάπαυση, και που το μεγαλύτερο μέρος της είναι για τους περισσότερους απ' αυτούς απλήρωτο. «Ηθοποιός, ό,τι κι αν πεις, είναι καημός πολύ πικρός», όπως το τραγουδούσε ο Χορν, και γι' αυτό δίκαια οι ηθοποιοί και γενικότερα οι καλλιτέχνες και οι εργαζόμενοι στον Πολιτισμό κέρδισαν με τους αγώνες τους το προηγούμενο διάστημα τη συμπάθεια και τη συμπαράσταση του λαϊκού κόσμου, για το συντριπτικό πλήγμα που δέχονται αυτήν την περίοδο. Και δίκαια θα πρέπει να συνεχίσουν να την έχουν.

Γιατί ο πραγματικός βούρκος είναι το καπιταλιστικό σύστημα, που απλώνει με ολοένα μεγαλύτερους κύκλους τα μολυσμένα νερά του σε όλους τους τομείς, σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Ας μη γελιόμαστε λοιπόν. Το πρόβλημα δεν θα λυθεί με το να πάψει κανείς να πατάει το πόδι του στο θέατρο, ούτε πολύ περισσότερο με το φόβο των κωδίκων, των διεθνών συμβάσεων και των κανονισμών. Το κακό θα εκλείψει όταν θα στερέψει η πηγή του, η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.

Αυτό που μπορεί να ξεκινήσει άμεσα είναι να ενεργοποιηθούν τα σωματεία των εργαζομένων για να καταπολεμήσουν με τις εσωτερικές συλλογικές διαδικασίες τους το πρόβλημα, προλαβαίνοντας με έγκαιρη συναδελφική κριτική και υποδείξεις την επανάληψη ή τη διόγκωσή του. Οι ποινές και η δημόσια καταγγελία είναι η ύστατη ενέργεια. Στο κάτω - κάτω, για ποινικά κολάσιμα αδικήματα υπάρχουν τα δικαστήρια. Καθήκον δηλαδή των συλλογικών φορέων δεν είναι να καλλιεργούν το φόβο των ανθρώπων για τις συνέπειες των πράξεών τους, αλλά τη συνείδηση της ανθρωπιάς τους. Κι αυτό στη βαθύτερη ουσία του σημαίνει τη συνείδηση ότι μπορούν, έχουν τη συλλογική δύναμη να πετάξουν τα βρωμόνερα της εκμετάλλευσης και να απαλλάξουν οριστικά τη ζωή από τη δυσωδία.

Της

Ελένης ΜΗΛΙΑΡΟΝΙΚΟΛΑΚΗ*

*Η Ελένη Μηλιαρονικολάκη είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ

Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Το Πάσχα στην ελληνική ποίηση

«Λαμπρή», αιώνες κι αιώνες πριν, ονόμασε ο λαός μας το Πάσχα. Πανάρχαιη η λέξη, μετέφερε το πανάρχαιο αισιόδοξο μήνυμα του αέναου κινούμενου κύκλου της ανθρώπινης ζωής και της φύσης, της νίκης της ζωής επί του θανάτου, του ερχομού του «Ανώτατου Αγαθού», δηλαδή της γεμάτης λαμπρό φως άνοιξης. Πανάρχαιη και η καταγωγή των χριστιανικών μύθων και περί των παθών του θεανθρώπου και της εκ νεκρών «ανάστασής» του, «έθρεψε» και την ποιητική μούσα του λαού μας, δημώδη και έντεχνη. 

ΒΑΡΝΑΛΗΣ Κ.: «Οι πόνοι της Παναγιάς»

«Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις

Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

---

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν' ακώ, πουλάκι μου ζεστό

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κ' υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

---

Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ' αλήθεια, φως της αστραπής,

χτυπήσει ο Κύρης τ' ουρανού, παιδάκι μου να μη την πεις!

Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν!

Δεν είν' αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν!»

***

ΒΑΡΝΑΛΗ Κ.: «Η Μάνα του Χριστού»

«Πώς οι δρόμοι ευωδάνε με βάγια στρωμένοι,

ηλιοπάτητοι δρόμοι και γύρω μπαξέδες!

Η χαρά της γιορτής όλο πιότερο αξαίνει

και μακριάθε βογκάει και μακριάθε ανεβαίνει.

---

Τη χαρά σου, Λαοθάλασσα, κύμα το κύμα,

των αλλώνε τα μίση καιρό τήνε θρέφαν,

κι αν η μαύρη σου κάκητα δίψαε το κρίμα,

να που βρήκε το θύμα της, άκακο θύμα!

---

Φεύγεις πάνω στην άνοιξη, γιε μου καλέ μου.

Ανοιξή μου γλυκιά, γυρισμό που δεν έχεις.

Η ομορφιά σου βασίλεψε κίτρινη, γιε μου,

δε μιλάς, δεν κοιτάς πώς μαδιέμαι, γλυκέ μου!

---

Κει στο πλάγι δαγκάναν οι οχτροί σου τα χείλη...

Δολερά ξεσηκώσανε τ' άγνωμα πλήθη,

κι όσο ο γήλιος να πέση και νά 'ρθη το δείλι,

το σταυρό σου καρφώσαν κι' οχτροί σου και φίλοι.

---

Μα γιατί να σταθής να σε πιάσουν! Κι ακόμα,

σα ρωτήσανε: "Ποιος ο Χριστός;" τί 'πες "Νά 'με"!

Αχ! δεν ξέρει τι λέει το πικρό μου το στόμα!

Τριάντα χρόνια παιδί μου δε σ' έμαθ' ακόμα!».



ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ: «Εαρινή Συμφωνία»

«Ακου τα σήμαντρα

των εξοχικών εκκλησιών.

Φτάνουν από πολύ μακριά

από πολύ βαθιά.

Απ' τα χείλη των παιδιών

απ' την άγνοια των χελιδονιών

απ' τις άσπρες αυλές της Κυριακής

απ' τ' αγιοκλήματα και τους περιστεριώνες

των ταπεινών σπιτιών.

---

Ακου τα σήμαντρα

των εαρινών εκκλησιών.

Είναι οι εκκλησίες

που δε γνώρισαν τη σταύρωση

και την ανάσταση.

---

Γνώρισαν μόνο τις εικόνες

του Δωδεκαετούς

που 'χε μια μάνα τρυφερή

που τον περίμενε τα βράδια στο κατώφλι

έναν πατέρα ειρηνικό που ευώδιαζε χωράφι

που 'χε στα μάτια του το μήνυμα

της επερχόμενης Μαγδαληνής.

---

Χριστέ μου

τι θα 'τανε η πορεία σου

δίχως τη σμύρνα και το νάρδο

στα σκονισμένα πόδια σου;».

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Θάνος Μικρούτσικος: Ο άνθρωπός μας, «του απείρου εραστής»



Ο άνθρωπος που «χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία» και έμαθε και όλους εμάς, δεν μένει πια εδώ... Με τη ζωή και το έργο του, την παλικαρίσια στάση του απέναντι στην ασθένεια που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία χρόνια μας έμαθε πολλά... με κυριότερο: «Mη σταματήσεις να ονειρεύεσαι, να σπρώχνεις τα όριά σου, να κατακτήσεις το αδύνατο».   για περισσότερα .

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2018

Πάμε θέατρο "Καληνύχτα Μαργαρίτα"

Το έργο του Γεράσιμου Σταύρου «Καληνύχτα Μαργαρίτα» είναι μια θεατρική μεταφορά του διηγήματος του Δημήτρη Χατζή, «Μαργαρίτα Περδικάρη», από τη συλλογή διηγημάτων του συγγραφέα «Το τέλος της μικρής μας πόλης» και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1967 από το Ελληνικό Λαϊκό θέατρο του Μάνου Κατράκη. Η ιστορία του έργου είναι τοποθετημένη στα χρόνια της κατοχής, σε μια μικρή επαρχιακή πόλη. Η οικογένεια Περδικάρη είναι μια τυπική εικόνα της μεγαλοαστικής επαρχίας. Ο συντηρητισμός , η απληστία, η απάτη, η συνενοχή, η αμοιβαιότητα στην κοινωνική πρόσοψη και η δυσπιστία στο «εσωτερικό», τη χαρακτηρίζουν.΄Εχει διαβρωθεί από τα ίδια τα λάθη της, την αυτοϋπονόμευση της.
Αυτό το σπίτι-θεσμός θα καταρρεύσει χτυπημένο από μέσα. Η νεαρή δασκάλα, το στερνοπαίδι της οικογένειας, η Μαργαρίτα, θα πυροδοτήσει τα εκρηκτικά... Όταν η Μαργαρίτα μυείται στην αντίσταση κατά των Γερμανών, είναι ώριμη να δεχτεί την έξοδο, τη διαφυγή από το περιβάλλον της. Τα επιχειρήματά της τα βρίσκει μέσα στο ίδιο της το σπίτι."
Ο θάνατός της, είναι η νίκη της ζωής πάνω στη σήψη και το θάνατο της κοινωνίας που τη γέννησε και η οποία συνειδητά την πρόδωσε. Το βιολογικό της τέλος σηματοδοτεί την αρχή του νέου κόσμου που θ’ αντικαταστήσει τον κόσμο του παρελθόντος. Η τελευταία σκέψη της Μαργαρίτας εκφράζει τον πόθο της και την ελπί­δα ότι ο καλύτερος κόσμος για τον οποίο πεθαίνει είναι εφικτός… ή μήπως όχι;... 
από  το ΚΘΒΕ

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Θέατρο «ΝΤΑ» του Χιου Λέοναρντ

Ένας γιος επιστρέφει στην πόλη που γεννήθηκε για την κηδεία του πατέρα του και βιώνει ξανά όλη την προηγούμενη ζωή του. Ένα έργο με πολύ χιούμορ και βαθιά συγκίνηση που ξεδιπλώνει τις σχέσεις γιου – πατέρα και μάνας μέσα από αλλεπάλληλα πηδήματα μέσα στον χρόνο. Ο χρόνος είναι στην ουσία ο πρωταγωνιστής στο έργο. Ο υποκειμενικός και αντικειμενικός χρόνος καθώς και η υποκειμενική κρίση που αλλάζει μέσα σε αυτόν. Ο Ντα (υποκοριστικό από το Daddy) μεταμορφώνεται στα μάτια του γιου του πότε σε μία τρυφερή και στοργική φιγούρα και πότε σε έναν πραγματικό τύραννο.


Ένα έργο που παρουσιάζει με πολύ μοντέρνο τρόπο το μικροαστικό κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον του εικοστού αιώνα στην Ιρλανδία μέσα στο οποίο μεγάλωσε ένα παιδί που τώρα ως ενήλικας το ζει σχεδόν ψυχαναλυτικά και λυτρωτικά από την αρχή.

Το έργο έγινε γνωστό στη χώρα μας τη δεκαετία του ΄80 από το θίασο του Μάνου Κατράκη.

Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2017

«Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι…»


από  Κατιούσα

Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωΐα –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου έκλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ‘σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ

Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

«Μη χάνεις το θάρρος σου εμείς πάντα το ξέραμε πως δε χωράει μέσα στους τέσσερις τοίχους το μεγάλο μας όνειρο…»

από www.katiousa.g
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο ακριβός μας, ο αγαπημένος μας ποιητής, έφυγε από τη ζωή στις 30 του Οκτώβρη 1988, αθόρυβα όπως έζησε ταξιδεύοντας «πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων». Μα δεν έφυγε ποτέ απ’ το νου κι απ’ τις καρδιές αυτών που «θέλουν να λέγονται άνθρωποι»…



«Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν/ για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα από τον άμμο./ Γράφω να διαβάζουν αυτοί που μαζεύουνε τα χαρτιά απ’ τους δρόμους…»
Τ. Λειβαδίτης
Αυτούς υπηρέτησε με την ποίηση και με τον δρόμο που διάλεξε να βαδίσει στη ζωή: τον δύσβατο δρόμο του αγώνα για μια κοινωνία δίκαιη, λεύτερη, απαλλαγμένη απ’ τα δεσμά της εκμετάλλευσης.
Ο Τάσος Λειβαδίτης ενέπνευσε με το έργο του αγωνιστικά τους απλούς καθημερινούς ανθρώπους, που κοινώνησαν την ποίησή του διαβάζοντας είτε τραγουδώντας τους στίχους του, να μην το βάζουν κάτω, να μην ανέχονται το άδικο, να παλεύουν με όλες τις δυσκολίες και τα εμπόδια και να μην χάνουν τον στόχο τους: την εξύψωση του ανθρώπου.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, ο ακριβός μας, ο αγαπημένος μας ποιητής, έφυγε από τη ζωή στις 30 του Οκτώβρη 1988, αθόρυβα όπως έζησε ταξιδεύοντας «πλάι στα ονόματα των άστρων και τα καθήκοντα των συντρόφων».
Μα δεν έφυγε ποτέ απ’ το νου κι απ’ τις καρδιές αυτών που «θέλουν να λέγονται άνθρωποι» και που δεν σταματούν να ονειρεύονται, να ελπίζουν και να αγωνίζονται για τα ιδανικά που κι ο ίδιος ο ποιητής αγωνίστηκε και υπηρέτησε.
Ερωτικό γράμμα (Μη χάνεις το θάρρος σου)
Μη χάνεις το θάρρος σου
εμείς πάντα το ξέραμε
πως δε χωράει
μέσα στους τέσσερις τοίχους
το μεγάλο μας όνειρο.
Εμάς τα σπίτια μας είναι όλοι οι δρόμοι
που στα σπλάχνα τους κοιμούνται
τόσοι σκοτωμένοι.
Θα θυμάμαι πάντοτε τα φιλιά σου
που κελαηδούσαν σαν πουλιά
θα θυμάμαι τα μάτια σου
φλογερά και μεγάλα
σαν δυο νύχτες έρωτα
μέσα στον άγριο πόλεμο.

Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

"Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ"

«Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ»
Το έργο του αποτελεί ραψωδία αναστάσιμη των ανθρώπων που αγωνίζονται για ν' αλλάξει ο κόσμος. Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Ο Μενέλαος Λουντέμης ανήκει στους λογοτέχνες που στράφηκαν προς τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Οπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη για την τέχνη, αλλά η κατάδειξη της εκμεταλλευτικής κοινωνικής και της ανάγκης να καταργηθεί η ταξική ανισότητα... «Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά»; Ο Μενέλαος Λουντέμης αγωνίστηκε για το ιδανικό της κοινωνικής απελευθέρωσης, που διαποτίζει όλη τη συγγραφική δημιουργία του. Τα έργα του «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν και φέτος» και το μπεστ σέλερ «Ενα παιδί μετράει τ' άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του '50, του '60 και του '70. Εχει όμως προσφέρει και πλήθος άλλα λογοτεχνικά «διαμάντια» λιγότερο γνωστά, αλλά εξίσου σημαντικά, που το καθένα διατηρεί μια διαχρονική λάμψη. Ολα αυτά τα βιβλία - θησαυροί (45 συνολικά) που το αναγνωστικό κοινό αξίζει να ανακαλύψει, έχουν επανεκδοθεί.
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι»
Ανάμεσα σε αυτά τα ξεχωριστά, αλλά λιγότερο γνωστά βιβλία του Μενέλαου Λουντέμη είναι «Το Ρολόι Του Κόσμου Χτυπάει Μεσάνυχτα», ένα πολυπρόσωπο μυθιστόρημα που συνιστά μια τοιχογραφία του παγκόσμιου σκηνικού τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, εναρμονισμένο με τις αγωνίες του καιρού του, τις οποίες όμως επεκτείνει σε διαχρονικούς προβληματισμούς οικουμενικών διαστάσεων.
Ενα από τα πιο βιωματικά του έργα, που χαρακτηρίζει και περιγράφει τη ζωή και τη στάση του ενήλικα και κομμουνιστή Μενέλαου Λουντέμη σαν πολιτικό εξόριστο στη Μακρόνησο είναι το «Οδός Αβύσσου Αριθμός 0». Κάτοικοι της οδού Αβύσσου, στον αριθμό μηδέν και κεντρικά πρόσωπα αυτής της φρίκης ο Γιώργης και ο Παναής. Αγρια θεριά, αμετανόητοι κομμουνιστές, που δε θα υπογράψουν δήλωση και δε θα χάσουν την ελπίδα τους για ζωή. Στο έργο αυτό ο Λουντέμης γράφει για τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, τις οποίες και ο ίδιος έχει ζήσει ως πολιτικός κρατούμενος στη Μακρόνησο. Γράφει, για να καταγγείλει, για να αναδείξει από τη μια μεριά το αίσχος της Μακρονήσου, την ωμότητα και βιαιότητα των βασανιστηρίων - «όταν ο θάνατος γίνεται εύκολος, η ζωή γίνεται δύσκολη» - και από την άλλη να αναδείξει τον ηρωισμό και την αυτοθυσία των κομμουνιστών. Η Μακρόνησος, στο έργο του Λουντέμη, δεν είναι απλά ένα κολαστήρι. Είναι γέννημα - θρέμμα του σάπιου εκμεταλλευτικού συστήματος, που προκειμένου να διασφαλίσει τη διαιώνισή του δεν διστάζει να στήνει Μακρονήσια.
«... Και σαν ξημέρωσε η οχτώ του Δεκέμβρη σύρτηκε απ' τη μιαν άκρη του νησιού ως την άλλη η πελώρια σκιά του τρόμου. Δήμιοι, νεκροί, πληγωμένοι... κείτουνταν χάμω, μέσα σ' έναν πέτρινο αγρό σπαρμένον με ανθρώπινα κορμιά. Εκείνο το πρωί τα κοκόρια του Λαυρίου - για πρώτη φορά - δε λάλησαν. Μόνο τα σκυλιά της πόλης ανέβηκαν στο καρβουνόχωμα και κλαίανε όλη τη νύχτα. Οσο για τους ανθρώπους, όλες αυτές τις νύχτες, παρακολουθούσαν τη ζωή απ' τις χαραμάδες... Σάστιζαν πως, αυτό που γινόταν αντίκρυ, δεν το είχε γράψει ακόμα η Αποκάλυψη...».
Μα για ποιους έπρεπε να γράψω;
Οι «Βουρκωμένες μέρες» είναι μια συλλογή κειμένων, που διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο ιστορικό πλαίσιο, αυτό του δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και του Εμφύλιου που ακολούθησε. Τα 14 διηγήματα, με ήρωες ανθρώπους του μόχθου, της πάλης για κοινωνική απελευθέρωση, ανθρώπους καθημερινούς, κυνηγημένους από το παρακράτος, θύματα μιας αχαλίνωτης μισαλλοδοξίας, στέκονται εκεί αντίκρυ μας με μάτια απορημένα σ' ένα ατέλειωτο «γιατί». Με αδρό, πλούσιο, παραστατικό λόγο καταγράφει τις ταλαιπωρίες ενός λαού που υφίσταται τη βία μέσα στις φυλακές και τις εξορίες, ενός λαού όμως αλύγιστου, περήφανου, που ψάχνει για φως και ελπίδα. Το βιβλίο όμως εκρίθη από την Ασφάλεια «αντεθνικό και επαναστατικό». Στη δίκη που έγινε την Τρίτη, 13 Μαρτίου του 1956, με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509/47, η Εισαγγελία είχε προσάψει στον Μενέλαο Λουντέμη την κατηγορία ότι είναι έργο υπονομευτικό και αντεθνικό και ότι η δημοσίευσή του αποτελεί προπαρασκευαστική πράξη εσχάτης προδοσίας. Ο Λουντέμης μαζί με τους τρεις συγκατηγορούμενούς του (Ν. Αμπατιέλο, Γ. Χριστοδουλάκη, Ι. Γαμβιέλο) είχαν μεταχθεί στην Αθήνα από τον Αη-Στράτη, όπου βρίσκονταν εκτοπισμένοι, για να δικαστούν.
Αφού διαβάστηκε το κατηγορητήριο ερωτώμενος από τον πρόεδρο περί της ενοχής του απαντά: «Ναι, είμαι ένοχος. Οχι όμως γι' αυτά που έγραψα, αλλά γι' αυτά που δεν έγραψα και ακριβώς γιατί δεν τα έγραψα. Κατηγορούμαι ότι έγραψα για τους απλούς ανθρώπους, για τους ανθρώπους του μόχθου, για τους φτωχούς. Μα για ποιους έπρεπε να γράψω; Εγώ αυτούς γνώρισα, αυτούς αγάπησα, μαζί τους μοιράστηκα και τις χαρές και τις πίκρες μου. Δίπλα τους γεύτηκα κι εγώ την πίκρα της εκμετάλλευσης και της κοινωνικής αδικίας και ήταν οι μόνοι που μου συμπαραστάθηκαν. Γι' αυτό και αισθάνομαι φταίχτης που δεν έγραψα όσα έπρεπε να γράψω γι' αυτούς».
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν (Αγις Θέρος, Γιώργος Θεοτοκάς, Κώστας Βάρναλης, Στρατής Δούκας, Ασημάκης Πανσέληνος, Κώστας Κοτζιάς), υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον». Απολογούμενος, ο Λουντέμης δέχτηκε παρέμβαση του προέδρου, ο οποίος του είπε πως «αν πράγματι νιώθεις στοργή για το παιδί και τη γυναίκα σου, θα 'πρεπε να 'χεις κάνει δήλωση αποκήρυξης του ΚΚΕ». Και η απάντηση του Λουντέμη: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάνω πάλι τέσσερα εγώ».
Η πορεία του
Γεννήθηκε το 1912. Πρόσφυγας από τη Γιάλοβα στον Μεγάλο Ξεριζωμό, ο Λουντέμης εγκαθίσταται με την οικογένειά του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Εδεσσα και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη. Εζησε για λίγο στο κρατικό οικοτροφείο της Εδεσσας. Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος σε χωριά της Αλμωπίας, ακόμη και ως επιστάτης στα υπό κατασκευή την εποχή εκείνη έργα του Γαλλικού ποταμού. Η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ τού στοίχισε την αποβολή του απ' όλα τα Γυμνάσια της χώρας. Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, από την Εδεσσα σε ένα οικοτροφείο της Κοζάνης κι από εκεί στο Βόλο, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει τελικά στην Αθήνα και συνδέεται στενά με τους Κώστα Βάρναλη, Αγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Την ίδια εποχή, η φιλία του με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Νικόλαο Βέη, θα τον βοηθήσει να παρακολουθήσει ως ακροατής μαθήματα στη Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών. Θα ακολουθήσουν αρκετές συγγραφικές επιτυχίες και θα γίνει μέλος της Eταιρίας Eλλήνων Λογοτεχνών, με πρόεδρο τότε τον Nίκο Kαζαντζάκη.
Στην Κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση ενταγμένος στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον Εμφύλιο συλλαμβάνεται, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο - ποινή που δεν εκτελέστηκε. Αντ' αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Αη Στράτη. Μετά τη δίκη του 1956 για τις «Βουρκωμένες μέρες», φεύγει στο Βουκουρέστι και το 1967 χάνει την ελληνική ιθαγένεια από τη δικτατορία του Παπαδόπουλου. Το 1956 εξελέγη μέλος του Παγκοσμίου Συμβουλίου της Ειρήνης. Στη Ρουμανία συνεχίζει το συγγραφικό του έργο, έως και λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Το 1976 επανακτά την ελληνική του ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα. Ενα χρόνο αργότερα, στις 22 Ιανουαρίου 1977, πεθαίνει από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα.