Πέντε περίπου χρόνια
έχουν περάσει από τη 18η Δεκεμβρίου του 2010, που θεωρήθηκε ημερομηνία
εκκίνησης της «αραβικής άνοιξης». Ο τόπος ήταν η Τυνησία και το γεγονός που
πυροδότησε τις εξελίξεις ήταν η αυτοπυρπόληση του Μοχάμετ Μπουαζίζι, ενός
πλανόδιου πωλητή στον οποίο φέρθηκε υπερβολικά αυστηρά η δημοτική αστυνομία. Οι
ταραχές που ακολούθησαν έδωσαν φαινομενικά ορατό πολιτικό αποτέλεσμα. Με τίμημα
περίπου τετρακόσιους νεκρούς και με πολλούς ενδιάμεσους σταθμούς και
πισωγυρίσματα, τα αιτήματα των διαδηλωτών θεωρητικά ικανοποιήθηκαν.
Χρησιμοποιούμε τον όρο «θεωρητικά» γιατί τα αιτήματα αυτά ήταν εξαιρετικά
αόριστα και σχεδόν φιλοσοφικά στις διαστάσεις τους. Το αίτημα για «ανθρώπινα
δικαιώματα», για «ελευθερία» ή «ελευθερία του λόγου», για «πάταξη της
αυθαιρεσίας και της διαφθοράς» των κυβερνώντων δεν συνοδευόταν από οποιοδήποτε
συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμα και έθιγε μόνο επιφανειακά την ίδια την
κοινωνική ανισότητα και την εκμετάλλευση της εργασίας, που ήταν ακριβώς οι
πηγές και οι αιτίες της γενικευμένης δυσπραγίας που διέτρεχε τη χώρα.
Γενικά, η πρώτη αυτή γενική δοκιμή της «αραβικής άνοιξης» αποδείχθηκε
επιτυχημένη. Τον Οκτώβρη του 2011 η χώρα απέκτησε ένα πολυφωνικό Κοινοβούλιο
και στις αρχές του 2014 ένα «δυτικό» Σύνταγμα, όπου κατοχυρώνονταν η «ανοικτή
διακυβέρνηση» (open government), τα «ανθρώπινα δικαιώματα», η «ισότητα των
φύλων», ενώ η καταστολή ονομάστηκε «προστασία του πολίτη». Αν ψάχνετε για κάτι
ισοδύναμο και πιο κατανοητό στα καθ' ημάς, η όλη εξέλιξη ήταν κάτι σαν την
άνοδο του Γιωργάκη Παπανδρέου στην εξουσία. Παρ' όλα αυτά, η επιρροή των
ισλαμιστών φάνηκε - εκλογικά τουλάχιστον - να περιορίζεται και «δυτικότροπες»
πολιτικές δυνάμεις ανέλαβαν τη διακυβέρνηση της χώρας. Η επιτυχία θεωρήθηκε
δεδομένη, γεγονός που αποτυπώθηκε με την απονομή του βραβείου Νόμπελ για την
Ειρήνη του 2015, στο «Κουαρτέτο για τον Εθνικό Διάλογο» της χώρας, θεσμός που
οδήγησε - κατά το σκεπτικό της απονομής - στη δημιουργία μιας πλουραλιστικής
δημοκρατίας στην Τυνησία.
Το βραβείο Νόμπελ
έσπευσε να ενθαρρύνει τις δυνάμεις εκείνες που οδήγησαν στη φαινομενική
επιτυχία τη μόνη πετυχημένη εφαρμογή της «αραβικής άνοιξης». Λέμε να ενθαρρύνει
καθότι οι εξελίξεις του 2014 - 2015 αποκάλυψαν δυσλειτουργίες, στίγματα και
κινδύνους. Η κοινωνική δυσπραγία παρέμεινε έντονη και οι αρχικές πολύνεκρες
επιθέσεις ισλαμιστών σε τόπους τουριστικής δραστηριότητας (αρχαιολογικό
μουσείο, ξενοδοχεία) κλιμακώθηκαν με την πρόσφατη επίθεση στην εκλεκτή
προεδρική φρουρά της χώρας. Είναι προφανές ότι η χώρα - πρότυπο των φιλοδυτικών
«ανοίξεων» δεν βρίσκεται στην καλύτερή της κατάσταση.
Η εφαρμογή της συνταγής
Συγκριτικά, όμως, θα μπορούσε να είναι και χειρότερα. Η συνταγή της
«αραβικής άνοιξης» εφαρμόστηκε στη συνέχεια στην Αίγυπτο, στη Λιβύη, στην Υεμένη
και τη Συρία. Στο πρώτο από αυτά τα κράτη οι μαζικές κινητοποιήσεις στην
πλατεία Ταχρίρ ή στην Αλεξάνδρεια, παρά τη βιαιότητα των συγκρούσεων (περίπου
900 θύματα), έδειξαν να οδηγούν σε ανάλογο με την Τυνησία αποτέλεσμα. Το
Φλεβάρη του 2011 η κυβέρνηση του Χόσνι Μουμπάρακ ανατράπηκε, αργότερα έγιναν
εκλογές, οι εκλογές δεν έβγαλαν αυτό που ο δυτικός κόσμος επιθυμούσε (τις
κέρδισε το κίνημα των «Αδελφών Μουσουλμάνων»), οπότε οι νικητές των εκλογών
αποπέμφθηκαν από την κυβερνητική εξουσία με μέριμνα και έξοδα του στρατού και ο
επικεφαλής των «Αδελφών», ο Μόρσι, βρέθηκε υπόδικος. Σήμερα, καθώς
πολλαπλασιάζονται οι επιθέσεις των ισλαμιστών στο Σινά, αλλά και στα
αυστηρότατα φρουρούμενα προάστια του Καΐρου, η ανησυχία για το τι θα μπορούσε
να σημαίνει μια γενικευμένη αποσταθεροποίηση της Αιγύπτου, μάλλον πρέπει να
προκαλεί ρίγη σε όλους - ίσως σε εμάς πρώτους καθότι είμαστε γείτονες της
ιστορικής αυτής χώρας.
Ως προς την «επιτυχία»
της «αραβικής άνοιξης» στη Λιβύη, ή στην Υεμένη, είναι μάλλον περιττό να
επιμείνουμε. Οι χώρες αυτές πολυδιασπάστηκαν και βυθίστηκαν στη δίνη διαρκών
εσωτερικών συγκρούσεων και απόλυτης ανασφάλειας και αναρχίας. Θα ήταν απίθανο
να εξέλθουν από αυτήν την κατάσταση σύντομα. Ο άγριος θάνατος του Καντάφι
παρουσιάστηκε στα δυτικά μέσα ενημέρωσης ως «θεία δίκη», προσθέτοντας ερωτήματα
για τις προοπτικές της επίμονης ιμπεριαλιστικής επέμβασης της Δύσης (των
ισχυρών καπιταλιστικών μητροπόλεων της Ευρώπης και των ΗΠΑ, για να
προσδιορίζουμε τις έννοιες) στην περιοχή.
Χονδρικά, εάν θέλουμε να καταδείξουμε τις παλιές και νέες εστίες πολέμου
που προκάλεσε το πνεύμα της «αραβικής άνοιξης», όπως και οι προγενέστερες
ιμπεριαλιστικές εκστρατείες στον αραβικό - μουσουλμανικό κόσμο, μπορούμε πλέον
να δημιουργήσουμε έναν εντυπωσιακό κατάλογο: Με επίκεντρο την πολύπαθη Συρία,
όπου ο πόλεμος παίρνει νέες διαστάσεις με την επέμβαση της Ρωσίας, και με
εστίες ανοιχτές και αιματηρές στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη, στην Υεμένη,
στη Σομαλία, στο Σινά, στο Μάλι, στο Σουδάν, στο Νίγηρα, στη Νιγηρία, στην
Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και τελευταία την έως τώρα φιλοδυτική και «σίγουρη»
Τυνησία, η «αραβική άνοιξη» δείχνει να μετεξελίσσεται σε ένα τεράστιο πολεμικό
μέτωπο, εξαιρετικά απρόβλεπτο ως προς τη δυναμική και τις προοπτικές του.
Οπωσδήποτε, οι έως τώρα εξελίξεις πιστώνονται με μια σημαντική εξέλιξη στην
ίδια την ευρωπαϊκή πολιτική ενδοχώρα. Την επαναφορά του περί πολέμου λόγου στις
ευρωπαϊκές μητροπόλεις. Ο Πρόεδρος της Γαλλίας θεωρεί ότι η χώρα του βρίσκεται
σε πόλεμο, η κυβέρνηση του Βελγίου εφαρμόζει μέτρα πολέμου, η γειτονική μας
Τουρκία επιδίδεται σε παιχνίδια πολέμου και τα δημόσια οικονομικά των κρατών -
μελών της Ευρωπαϊκής Ενωσης επιβαρύνθηκαν με πενήντα δισεκατομμύρια ευρώ για
την εξυπηρέτηση αναγκών του πολέμου. Στο όνομα της «ασφάλειας» η εσωτερική
καταστολή γνωρίζει δόξες μεγάλες ενώ οι διαστάσεις των γεγονότων προσαρμόζονται
στις πολεμικές ανάγκες της στιγμής. Επιτρέψτε μου να αμφιβάλω για το κατά πόσο
η πρόσφατη «μάχη» της παρισινής συνοικίας του Σεντ Ντενί, όπου 800 πάνοπλοι των
«ειδικών δυνάμεων» αναμετρήθηκαν με τρία παιδιά εθισμένα στα ναρκωτικά, στις
σέλφι, στην αυτοκαταστροφή και στη δολοφονία των γύρω, θα βρει στο πάνθεο της
γαλλικής στρατιωτικής ιστορίας θέση ανάλογη με τις μάχες του Μάρνη, του
Αούστερλιτζ, της Ιένας ή του Βαγκράμ...
Το αντιδραστικό
περιεχόμενο της «άνοιξης»
Αλλά ας αφήσουμε το ζήτημα της τρομοκρατίας για αργότερα.
Η «αραβική άνοιξη» απέκτησε το δεύτερο συστατικό της από τις μακρινές
αναμνήσεις των αστικών επαναστάσεων του 19ου αιώνα. Εκείνες του 1830 ή του
1848, όπου ανάμεσα στα πολλά επαναστατικά άσματα του καιρού, ξεχώριζε εκείνο το
γαλλικό που έφερε τον τίτλο «Le Temps des Cerises» (ο καιρός των κερασιών) και
προφανώς υπονοούσε την άνοιξη. Το ίδιο τραγουδούσαν και στην Κομμούνα του
Παρισιού του 1871 αλλά υποθέτουμε ότι η αστική τάξη δεν θα ήθελε να το θυμάται
αυτό. Στα πλησιέστερα στην εποχή μας χρόνια ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να
προσδώσει «επαναστατικά» χαρακτηριστικά σε κάθε αντικομμουνιστικό κίνημα που
εκδηλωνόταν στην Ευρώπη. Στα 1968, ο όρος «έντυσε» το κίνημα της Πράγας, που
ονομάστηκε επί τούτου «άνοιξη της Πράγας». Η λέξη «άνοιξη» χρησιμοποιήθηκε
έκτοτε πολύ συχνά στις «πορτοκαλί επαναστάσεις», που αποτέλεσαν την πολιτική
αιχμή του δόρατος για την παλινόρθωση του καπιταλισμού στις Λαϊκές Δημοκρατίες
και εντέλει στην ίδια τη Σοβιετική Ενωση, κλείνοντας τον μεγάλο επαναστατικό
κύκλο του 1917.
Από την Ευρώπη ο όρος μεταφέρθηκε στον αραβικό - μουσουλμανικό κόσμο όταν
ολοκληρώθηκαν οι πρώτες ιμπεριαλιστικές εκστρατείες ενάντια στο Αφγανιστάν και
το Ιράκ. Οι εκστρατείες αυτές θεωρήθηκαν πετυχημένες καθότι κατέστρεψαν τα εκεί
καθεστώτα και οδήγησαν στην εγκατάσταση φιλοδυτικών κυβερνήσεων στην Καμπούλ
και τη Βαγδάτη. Η τότε εκτίμηση ήταν ότι οι όποιες αντιστάσεις απέμεναν εκεί θα
καμφθούν πολύ σύντομα και ως εκ τούτου οι συμμαχίες των προθύμων μπορούσαν να
επιδοθούν στην υπόθαλψη ευρύτερων ανατροπών στον ισλαμικό κόσμο.
Η «αραβική άνοιξη» βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στις μεθόδους και τις τακτικές
των «πορτοκαλί επαναστάσεων». Η συνταγή ήταν δοκιμασμένη και σε τελευταία
ανάλυση εξακολουθούσε να παράγει αποτελέσματα. Η εγκατάσταση φιλοδυτικής και
αντι-ρωσικής πολιτικής ηγεσίας στο Κίεβο της Ουκρανίας είχε γίνει εφικτή με τον
ίδιο αυτό τρόπο. Ως προς τον αραβικό κόσμο, η τακτική αυτή στόχευε σε μια
επανάληψη του 1989 - 1990 στον περίγυρο της ευρωπαϊκής ηπείρου αυτή τη φορά. Το
ζητούμενο ήταν ευδιάκριτο: Η καταστροφή των καθεστωτικών κρατικών μηχανισμών
(ειδικά των σχετιζόμενων με το κίνημα του «Μπάαθ») θα «απελευθέρωνε», σε όφελος
των καπιταλιστικών κέντρων, λαούς, ανθρώπους, αγορές και πλουτοπαραγωγικούς
πόρους. Η εγκατάσταση στις αραβικές πρωτεύουσες «κυβερνήσεων» αμερικανοσπουδασμένων
νεαρών πολιτικών (του είδους που άνθισε σε βαλκανικές ή σε πρώην σοσιαλιστικές
χώρες) θα επισημοποιούσε τη μετατροπή αυτών των πολύ πλούσιων γεωγραφικών ζωνών
σε «προτεκτοράτα» ενός νέου τύπου - που δεν θα δεσμεύονται δηλαδή τόσο από τις κυβερνήσεις
των κρατών-προστατών αλλά που θα συνεργάζονται άμεσα και αποδοτικά με τις
μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις, με πιθανή μοναδική «πολιτική» παρεμβολή
εκείνη των διεθνών οργανισμών.
Ιμπεριαλιστική
επιθετικότητα και μεθοδική καταστροφή
Αυτοί οι Διεθνείς Οργανισμοί και το φυσικό τους συμπλήρωμα, οι Μη
Κυβερνητικές Οργανώσεις, αξίζουν ίσως της προσοχής μας σε αυτό το σημείο.
Αναφερόμενοι γενικά σε αυτούς θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι αποτελούν το
όχημα διά μέσου του οποίου αφαιρούνται από τους λαούς του κόσμου τα πολιτικά
τους δικαιώματα σε τρόπο ώστε να γίνονται αυτοί πιο ευάλωτοι στις επιταγές και
στις ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Για να μην πάμε μακριά,
μπορούμε να φέρουμε για παράδειγμα τη χώρα μας, όπου οι συνταγματικές εθνικές συμβάσεις
- θεμέλιο των όποιων πολιτικών δικαιωμάτων μπορεί να έχει ο κοινωνικά αδύναμος
σε μια αστική κοινωνία - ακυρώνονται μεθοδικά διά μέσου σειράς συμφωνιών που
υπογράφει η χώρα σε διπλωματικό επίπεδο με ένα ασύλληπτο πλήθος οργανισμών
(περίπου 170). Προφανώς οι πιο γνωστοί από αυτούς είναι ο ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ ή η
Ευρωπαϊκή Ενωση, πλην όμως η ζωή και τα πολιτικά δικαιώματα των ανθρώπων - ή
των χωρών - εξαρτώνται και από πλήθος «ανύποπτων» άλλων (Παγκόσμιος Οργανισμός
Εμπορίου, Παγκόσμια Τράπεζα, Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμιος Οργανισμός
Τροφίμων κ.λπ. κ.λπ.).
Η απόλυτη προσαρμογή στα κελεύσματα αυτών των Οργανισμών είναι το κριτήριο
για τη δημοκρατικότητα ή μη ενός καθεστώτος ή ενός κράτους. Τυχόν απείθεια στις
παραινέσεις τους ισοδυναμεί με κήρυξη πολέμου και ενίοτε σημαίνει και
πραγματικό πόλεμο.
Καθώς το οικουμενικό αυτό σύστημα απεχθάνεται την όποια αντίσταση μπορεί να
προβάλουν στην παντοδυναμία του κυβερνήσεις ή απλά και μόνο κρατικές δομές και
μηχανισμοί, είναι πρόθυμο να κατεδαφίσει σε βάθος αυτά τα σχήματα. Με την
έκφραση σε βάθος υπαινισσόμαστε ότι η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα δεν αρκείται
στο να ανατρέψει κυβερνήσεις και καθεστώτα αλλά αποβλέπει στην καταστροφή
συλλογικοτήτων και μηχανισμών, του οτιδήποτε μπορεί να σηματοδοτήσει μια οργανωμένη
κοινωνία. Η μεθοδική καταστροφή των αστικών μεσοστρωμάτων στις χώρες που
δέχονται επίθεση υπηρετεί αυτήν την πολιτική. Τα μεσοστρώματα παράγονται από
κρατικούς μηχανισμούς και λειτουργίες (Εκπαίδευση, Υγεία - Πρόνοια, δημόσια
έργα, δημόσιες υπηρεσίες κ.λπ.) και έχουν την «τεχνογνωσία» που χρειάζεται μια
κρατική μηχανή για να λειτουργήσει. Η καταστροφή τους - όπως μεθοδικά φαίνεται
να γίνεται στη Συρία - αποκλείει την επανασύσταση οργανωμένου κρατικού
μηχανισμού κάτω από οποιαδήποτε κυβέρνηση και καθεστώς.
Στο σημείο αυτό υπεισέρχονται η αναγκαιότητα και ο ρόλος των «Μη
Κυβερνητικών Οργανώσεων», των ΜΚΟ. Δεδομένου ότι οι βασικές ανάγκες μιας
κοινωνίας πρέπει να εξυπηρετούνται και ότι για την εξυπηρέτησή τους χρειάζεται
κάποιος μηχανισμός που να ασκεί τις ζωτικές τουλάχιστον για την επιβίωση των
ανθρώπων κρατικές λειτουργίες, οι «μη κυβερνητικές οργανώσεις» καλούνται να
καλύψουν το κενό που προκαλείται. Οι ΜΚΟ, σε στενή επαφή με τους διεθνείς
οργανισμούς και τις πολιτικές τους στοχεύσεις, με πλουσιοπάροχη χρηματοδότηση
από αυτούς και από τις εθνικές κυβερνήσεις των καπιταλιστικών μητροπόλεων,
σπεύδουν να διαδραματίσουν το ρόλο τους στον ιμπεριαλιστικό σχεδιασμό.
Ως παρένθεση να σημειώσω εδώ ότι η διαρκώς και μεγαλύτερη υποκατάσταση του
δικού μας - ελληνικού - κρατικού μηχανισμού από υπηρεσίες και σχήματα «μη
κυβερνητικών οργανώσεων» - όπως φάνηκε στο «προσφυγικό» - είναι μέρος της ίδιας
και της αυτής διαδικασίας. Για να το πω ωμά - με κίνδυνο να δυσαρεστήσω πολλούς
που εθίζονται στο δηλητηριώδες νέφος παραπλάνησης που καλλιεργεί σε όφελος των
καπιταλιστικών συμφερόντων η σοσιαλδημοκρατία - η συρρίκνωση και η κατάρρευση
του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αμβλύνεται ως προς τις συνέπειες με τη δράση των
Γιατρών χωρίς Σύνορα και άλλων παρεμφερών οργανώσεων - και τούτο ανεξάρτητα από
τις καλές προθέσεις των όσων στρατεύονται σε αυτά τα σχήματα. Από το σημείο
αυτό έως το επιχείρημα της μη αναγκαιότητας ενός συστήματος Υγείας καθώς το
κενό καλύπτεται από τη φιλανθρωπική δραστηριότητα του εθελοντισμού, η απόσταση
είναι μικρή.
Ρίζες στις
αντισοβιετικές τακτικές στο Αφγανιστάν
Αλλά ας επιστρέψουμε στα της Συρίας και της «αραβικής άνοιξης».
Η δημογραφία καθώς και πολλά άλλα πρόδωσαν τους «δυτικούς» σχεδιασμούς. Σε
αντίθεση με ό,τι συνέβαινε εκατό χρόνια νωρίτερα - τον καιρό του ύστερου
αποικισμού - ετούτη τη φορά οι «δυτικοί» δεν είχαν ούτε το δημογραφικό ούτε το
στρατιωτικό βάρος για να κατακτήσουν τα κράτη αυτά και να επιβάλουν - διά της
αυτοπρόσωπης παρουσίας τους - τους νέους κανόνες. Το πληθυσμιακό άθροισμα Ιράκ,
Αφγανιστάν, Συρίας, Λιβύης φτάνει τα 100 εκατομμύρια! Με την Αίγυπτο, τη βόρεια
Αφρική και την αραβική χερσόνησο ξεπερνά τα 300! Μια στρατιωτική επέμβαση σε
ένα τόσο πολυπληθές περιβάλλον θα απαιτούσε μόνιμη παρουσία εκατοντάδων
χιλιάδων στρατιωτών - η αυτοοριζόμενη ως «Δύση» απλά δεν τους έχει.
Οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις περιορίστηκαν, λοιπόν, στην καταστροφή των
κρατών αυτών και πιο ειδικά, όπως είπαμε, των μεσοαστικών στρωμάτων που
αποτελούσαν στηρίγματα των εκεί καθεστώτων και των αντίστοιχων κρατικών μηχανισμών.
Η εμφανής αδυναμία κατάκτησης αποστέρησε τη Δύση από τη δυνατότητα δημιουργίας
σύμμαχων προς την υπόθεσή της δυνάμεων διαμέσου του προσεταιρισμού σημαντικών
κοινωνικών - και συνακόλουθα πολιτικών - χώρων. Ο προσεταιρισμός αυτού του
τύπου θα προϋπέθετε τη λειτουργία κοινωνικών και κρατικών δομών. Αντίθετα, η
προφανής ανάγκη στήριξης των στρατιωτικών επιχειρήσεων με την όποια χερσαία
δύναμη μπορούσε να εξοικονομηθεί, ανέδειξε, εξόπλισε, ενίσχυσε περιθωριακούς ως
προς τη δομή και την ιεραρχία της εκεί κοινωνίας και εξουσίας χώρους. Η ανάγκη
αυτή επέβαλε το παιχνίδι με τις θρησκευτικές διαφοροποιήσεις και τη συναλλαγή
όλων σχεδόν των μυστικών υπηρεσιών της Δύσης με πολιτικές και στρατιωτικές
εκδοχές του ισλαμικού φαινομένου.
Η υπόθαλψη αυτή, η οποία είχε τις ρίζες της στις αντισοβιετικές τακτικές
που εφαρμόστηκαν στο Αφγανιστάν, οδήγησε στην εμφάνιση ενός ενισχυμένου
ριζοσπαστικού Ισλάμ. Το τελευταίο αυτό, προέκυψε ως εξαιρετικά βίαιο φαινόμενο
καθώς δημιουργήθηκε στο πλαίσιο κοινωνικών χώρων που κατέρρεαν και
συλλογικοτήτων που, με την εξάλειψη των κρατικών δομών, βρέθηκαν σε κατάσταση
διαρκούς διαμάχης και πολέμου αναμεταξύ τους. Το πολιτικό και κοινωνικό κενό
πάντοτε προκαλούσε τέτοια φαινόμενα.
Οι όροι δημιουργίας του ισλαμικού φονταμενταλισμού εκπορεύονταν από τις
προθέσεις και τα συμφέροντα των ισχυρών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και των
διεθνών οργανισμών τους, αλλά ταυτόχρονα συνδέονταν με τη ριζική αναδιαμόρφωση
του χώρου μέσα στον οποίο δρούσαν. Στο δεύτερο αυτό επίπεδο η διαπλοκή αυτών
των κινήσεων και με πραγματικές πηγές κοινωνικής δυσαρέσκειας δεν ήταν παρά
αναμενόμενη εξέλιξη. Οι κινήσεις αυτές βρήκαν πρόσφορο έδαφος ανάπτυξης όχι
μόνο στον εμπόλεμο μουσουλμανικό χώρο αλλά και στις παρυφές των καπιταλιστικών
μητροπόλεων, όπου κατοικούν σε κατάσταση γκέτο πλήθος εργατικών εφεδρειών στα
υπόψη της διαρκώς επαγγελλόμενης και ουδέποτε ερχόμενης νέας ευρωπαϊκής
καπιταλιστικής απογείωσης. Η κοινωνική δυσπραγία στους χώρους αυτούς
περισσεύει. Η διασύνδεση της δυσπραγίας αυτής με τις εξελίξεις που προκάλεσε στις
γενέθλιες χώρες τους η «αραβική άνοιξη» ήταν επίσης θέμα χρόνου.
Η «αραβική άνοιξη» είναι μηχανισμός διάλυσης κρατών. Τα κράτη που την
υπέστησαν απλά διαλύθηκαν - ούτε υποτάχθηκαν, ούτε, πολύ περισσότερο,
προσαρμόστηκαν. Στο μεταξύ, ο ασκός του Αιόλου άνοιξε και για να μείνουμε στη
μυθολογία συνταυτίστηκε με το άνοιγμα του «κουτιού της Πανδώρας». Το τελευταίο
ήταν όλη εκείνη η συσσωρευμένη πολιτική βλακεία που προκάλεσε η έπαρση του
καπιταλιστικού στρατοπέδου στη δεκαετία 1990 - 2000. Τότε που η «ιστορία
τελείωσε» και εκείνο που απέμενε ήταν ένας απλός «πόλεμος πολιτισμών».
Το αίτημα για ανατροπή
της άρχουσας τάξης είναι περισσότερο από ποτέ επίκαιρο
Οι σημερινοί πόλεμοι «αντιποίνων», που συνόδεψαν την «αραβική άνοιξη»,
σχεδιασμένοι και εκτελεσμένοι από μαθητευόμενους (ή απλά απελπισμένους
καπιταλιστές) μάγους οδηγούν σε ένα βαρύ σε συνέπειες ιστορικό ορόσημο. Η σχέση
της Ευρώπης με το αραβικό - μουσουλμανικό της περίβλημα, κυριολεκτικά
ανατινάχθηκε. Η βίαιη διατάραξη ενός συστήματος που ισορροπούσε δύσκολα για
1.400 χρόνια μάλλον δεν θα περάσει χωρίς συνέπειες. Το «προσφυγικό» είναι απλά
ο προάγγελος των εξελίξεων. Το Παρίσι και το επιβατικό ρωσικό «Ερμπάς» έδειξαν
τα όρια ενός πολέμου τυφλών «αντιποίνων». Επιβεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά ότι
το μπαστούνι έχει δύο άκρες. Μια νέα παράμετρος προστέθηκε σε όσες δημιούργησε
η καπιταλιστική κρίση. Η τελευταία έδειξε ότι είναι ικανή να ανατινάξει την
ανθρωπότητα καθώς οι ανταγωνισμοί γίνονται ολοένα και πιο έντονοι καθώς η κρίση
βαθαίνει. Ο πόλεμος γίνεται συστατικό στοιχείο ετούτης της εφιαλτικής
προοπτικής.
Τα αδιέξοδα επιπλέον (να αναφερθούμε περιληπτικά σε αυτό) διασπούν το
κυρίαρχο στον κόσμο μας σύστημα δυνάμεων, τον «δυτικό» κόσμο. Το κενό που
δημιουργούν τα ίδια αδιέξοδα σπεύδουν να το καλύψουν νέες φιλόδοξες
ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις (σήμερα η Μόσχα, αύριο ίσως το Πεκίνο, μεθαύριο
ίσως το Νέο Δελχί), ανατρέποντας ισορροπίες και εντείνοντας ανταγωνισμούς. Οι
περιφερειακές δυνάμεις - Τουρκία, Ιράν, Σαουδική Αραβία - διεκδικούν και αυτές
το μερίδιό τους στο διαφιλονικούμενο τοπίο. Η ρευστότητα γίνεται στοιχείο της
πολιτικής ενώ ο πολιτικός χρόνος επιταχύνεται σημαδιακά.
Και μέσα σε όλα αυτά η κυβέρνηση της «δεύτερη φορά αριστεράς», όπως και οι
προηγούμενες της «εκατοστή φορά δεξιάς» από κοινού με τους εμπειρογνώμονες του
ιμπεριαλισμού, μας υπόσχονται ευτυχία σε τέσσερα - πέντε χρόνια, εάν πρώτα
απογυμνώσουμε πλήρως τη χώρα μας από κάθε εφόδιο που θα της επέτρεπε να
επιζήσει στον κόσμο που γύρω της διαμορφώνεται!
Από όποια πλευρά και να το δει κανείς, το αίτημα, η ανάγκη για μια βαθιά
πολιτική τομή στον τόπο μας, για ενίσχυση του λαϊκού κινήματος, ανατροπή της
άρχουσας τάξης και των πολιτικών ελίτ που την εκφράζουν, είναι περισσότερο από
ποτέ επίκαιρο. Στις τρικυμίες που διακρίνονται στον ορίζοντα η χώρα μας πλέει
ξυλάρμενη με οικονομικούς, πολιτικούς, κοινωνικούς ταγούς που ενδιαφέρονται
μόνο για τη διάσωση των τραπεζών τους, της μαύρης οικονομίας τους και των
κερδών τους. Προ πολλού, δε, έχουν πάρει διαζύγιο με αυτό που ονομάζουμε
πατριωτισμό, δηλαδή με τα συμφέροντα και τις ανάγκες της συντριπτικής
πλειονότητας των συμπολιτών μας.
Του Γιώργου ΜΑΡΓΑΡΙΤΗ*
*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αριστοτέλειο
Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης