Σε μια φτωχογειτονιά του Mπρούκλιν φυτρώνει ένα δέντρο που βάζει τα δυνατά του να κερδίσει λίγο ουρανό. Μεγαλώνει ακόμα και στο τσιμέντο, χωρίς ήλιο, χωρίς νερό, ίσως και χωρίς χώμα. Μεγαλώνει πλούσιο και ευγενικό μόνο στις απόκληρες γειτονιές. Σε κανένα άλλο μέρος. Έτσι είναι πλασμένο: να αγαπάει τους φτωχούς. Mοιάζει με την εντεκάχρονη Φράνσι, που μεγαλώνει μαζί με την οικογένειά της στο Mπρούκλιν και προσπαθεί να χαρεί την κάθε μέρα, αντιμετωπίζοντας όλα τα προβλήματα. H μητέρα της ξενοδουλεύει, ο πατέρας της ταλανίζεται από την ανεργία. Kαι ο ίλι, ο μικρός της αδελφός, προσπαθεί να εκπληρώσει τα όνειρα που κάνει γι' αυτόν η μητέρα του: να σπουδάσει και να γίνει κάποια μέρα σπουδαίος γιατρός...
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή 17 Μαρτίου 2019
Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019
Η σπηλιά -Γιάννης Ατζακάς
Ο Θέμης Αγραφιώτης, πτυχιούχος Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, καταχείμωνο του '93, φτάνει στο παγωμένο μακεδονικό οροπέδιο, στη μικρή μεθοριακή πολιτεία του: αυτός στο μεσοστράτι της ζωής του, η χώρα στα μισά μιας μακράς Μεταπολίτευσης, στον κολοφώνα ενός ξέφρενου εθνικού ξεφαντώματος. Εκεί, εγκάτοικος της σπηλιάς, όπως συμβολικά αποκαλεί την ταπεινή του κάμαρη, στοιχειώνεται τις νύχτες από τις νεκρές ψυχές εκείνων που από ιδιοτέλεια και δειλία τον είχαν κάποτε προδώσει.
Μόνη καταφυγή στις ώρες της σχόλης του η συγγραφή. Τα δεινά, ο άδικος διωγμός του φίλου του Ίωνα Λεντάκη, καθηγητή Φυσικής και Χημείας σε ένα μεγαλόσχημο σχολείο των βορείων προαστίων, ως πρώτη συγγραφική του απόπειρα, καταλήγει σε απόλυτη αποτυχία. Αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα και της νέας χιλιετίας, ο Θέμης απόμαχος πια, έχοντας επιστρέψει στα πατρογονικά του χώματα, είναι έτοιμος τώρα να συντάξει το μικρό συναξάρι του - μια σκοτεινή προφητεία για τη μοίρα του ένδοξου έθνους, που από χρόνια πριν είχε μάταια ψελλίσει "πεθαίνω σαν χώρα".
«Ένιωθα βαθιά μέσα μου πως η καταφρονεμένη αυτή γωνιά, το ρημάδι αυτό όπου ξέπεσα, δεν ήταν παρά μια δική μου αυλή των θαυμάτων, ένα θεατρικό σκηνικό, μόνο για να παρασταθεί μια δραματική εποχή της άσημης ζωής μου - μια παράσταση που ως σκηνοθέτη, ηθοποιό και θεατή θα είχε μόνον εμένα. Την ίδια στιγμή πίστευα πως ήταν και μια δίκαιη ποινή, που ο ίδιος είχα επιβάλει στον εαυτό μου, για την αγνή πίστη σε μεγάλες ιδέες, για την αφελή εμπιστοσύνη μου στην αγαθότητα των ανθρώπων, στην αφοσίωση των φίλων. [...] Και αυτή η παθιασμένη εμμονή δεν ήταν παρά μια τελετουργική επιστροφή στα σκληρά παιδικά χρόνια μου, μια συνειδητή απάρνηση όλης της ευτέλειας και της μαλθακότητας, ένας μυστικός εξαγνισμός. 'Ηταν η δική μου ασκητική.
Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018
Η σπηλιά -Γιάννης Ατζακάς

Μόνη καταφυγή στις ώρες της σχόλης του η συγγραφή. Τα δεινά, ο άδικος διωγμός του φίλου του Ίωνα Λεντάκη, καθηγητή Φυσικής και Χημείας σε ένα μεγαλόσχημο σχολείο των βορείων προαστίων, ως πρώτη συγγραφική του απόπειρα, καταλήγει σε απόλυτη αποτυχία. Αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα και της νέας χιλιετίας, ο Θέμης απόμαχος πια, έχοντας επιστρέψει στα πατρογονικά του χώματα, είναι έτοιμος τώρα να συντάξει το μικρό συναξάρι του - μια σκοτεινή προφητεία για τη μοίρα του ένδοξου έθνους, που από χρόνια πριν είχε μάταια ψελλίσει "πεθαίνω σαν χώρα".
«Ένιωθα βαθιά μέσα μου πως η καταφρονεμένη αυτή γωνιά, το ρημάδι αυτό όπου ξέπεσα, δεν ήταν παρά μια δική μου αυλή των θαυμάτων, ένα θεατρικό σκηνικό, μόνο για να παρασταθεί μια δραματική εποχή της άσημης ζωής μου - μια παράσταση που ως σκηνοθέτη, ηθοποιό και θεατή θα είχε μόνον εμένα. Την ίδια στιγμή πίστευα πως ήταν και μια δίκαιη ποινή, που ο ίδιος είχα επιβάλει στον εαυτό μου, για την αγνή πίστη σε μεγάλες ιδέες, για την αφελή εμπιστοσύνη μου στην αγαθότητα των ανθρώπων, στην αφοσίωση των φίλων. [...] Και αυτή η παθιασμένη εμμονή δεν ήταν παρά μια τελετουργική επιστροφή στα σκληρά παιδικά χρόνια μου, μια συνειδητή απάρνηση όλης της ευτέλειας και της μαλθακότητας, ένας μυστικός εξαγνισμός. 'Ηταν η δική μου ασκητική.
Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018
The warking dead -Ζάχαρης Πάνος
The warking dead -Ζάχαρης Πάνος
Δούλοι και δουλοκτήτες, δουλοπάροικοι και φεουδάρχες, εργάτες και αφεντικά... Εκμεταλλευόμενοι κι εκμεταλλευτές σ’ ένα σκληρό, διαχρονικό μπρα-ντε-φερ από τη σκιά των Πυραμίδων και το Λονδίνο της Βιομηχανικής Επανάστασης, μέχρι τα sweatshops της Κίνας και τα τηλεφωνικά κέντρα της Καλλιθέας, με έπαθλο τα κλειδιά του κόσμου.
Στιγμιότυπα του ταξικού El Clasico σφηνωμένα στα καρεδάκια μονοσέλιδων κόμικ στριπ, χρωματισμένα με τις βαφές του
Σάββατο 25 Αυγούστου 2018
Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας--William Makepeace Thackeray

Η ιστορία τοποθετείται στις δεκαετίες 1810 και 1820 με ορόσημο τη μάχη του Βατερλώ. Κεντρικό της θέμα είναι η ζωή δύο γυναικών, της Μπέκι Σαρπ και της Αμέλια Σέντλεϊ, διαφορετικών όσο η μέρα με τη νύχτα. Η δεύτερη είναι γλυκιά, απλή, ενάρετη, ανυπόφορα βαρετή, χωρίς φαντασία, άβουλη και άτολμη. Η πρώτη ραδιούργα, αδίστακτη, ψεύτρα, υποκρίτρια, γοητευτική, συναρπαστική, χαρισματική. Γύρω τους, μια πληθώρα χαρακτήρων εξίσου αντιφαντικών και γι' αυτό αληθινών.
Ο Θάκερεϊ γελοιοποιεί την υψηλή κοινωνία, παρουσιάζοντας την Μπέκι Σαρπ να εκμεταλλεύεται την κενότητα και τη διαφθορά της, αλλά συγχρόνως κρίνει αυστηρά την πορεία της ηρωίδας του, χωρίς να ξεπέφτει ποτέ σε κουραστικά διδάγματα και ηθικολογίες· διατηρώντας, δηλαδή, μια θαυμαστή ισορροπία δίπτυχης ηθικής μορφής.
Μα εκείνο που ξεχωρίζει τον Θάκερεϊ είναι το καταλυτικό του χιούμορ, αιχμηρό, κομψό, πικρό όταν αμφισβητεί τις κατεστημένες αντιλήψεις ή καταγράφει την κατανομή των ρόλων, τους φόβους, τη ματαιοδοξία, ακόμη και τον πανικό μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Κυριακή 10 Ιουνίου 2018
Το μονοπάτι στη θάλασσα- Σουρούνης Αντώνης
«Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Tα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Mουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Kαι τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα 'δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. O κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. H ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Tα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες μέχρι να χαθεί, γιατί θ' αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Tηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Aν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου· αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Tο φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά».
Σάββατο 19 Μαΐου 2018
Τουμπεκί- Πέτρος Πικρός

Η θλιβερή συνοδεία!... Φαίνουνται οι μαγκιόροι, οι παλιοί, οι μαθημένοι: λεβεντιά και καμάρι, με το σιδερένιο βραχιόλι στο χέρι έπαινος και παράσημο της τέχνης τους. Κι οι γέροι με τ' αχαμνά γεράματα, και τα πιτσιρικάκια με το μέλλον, κι ανάμεσα ανάκατα, οι αμάθητοι, οι πρωτάρηδες που κοκκινίζουνε, ίσως κι αθώοι, ίσως εκείνοι που λίγο πιο ύστερα θα είναι ελεύθεροι και ωστόσο πάει πιά τελείωσε, μια και τους είδε ο κόσμος σε τέτοια χάλια... [...] Τίμια που θα 'ναι μια τέτοια κοινωνία για να απλώνει, έτσι, και να καμαρώνει με τόση φιλαρέσκεια τα περιττώματά της!"
Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018
Με τα παιδιά της θύελλας- Θέμος Κορνάρος
Η μεγάλη νοσταλγία είναι πάντα κρυμμένη κούραση και φόβος. Και για να μην το μαρτυρήσεις δυνατά, μήτε στον εαυτό σου τον ίδιο, είσαι ικανός να φορέσεις πετραχήλι στο λαγό, και στην κρίση φίμωτρο. Τολμάς και το ψέμα και την αδικία. ......σε εποχή γενικής κρίσης, σου μαθαίνουνε πλήθος καινούργια πράγματα. Ξεφορτώνουνε αόριστα μίση, ανεχουμίζουνε μέσα σου θολές σκέψεις και η ορμή της εκδίκησης για αόρατους εχθρούς ακονίζει τα λεπίδια της στην καρδιά σου.
Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018
Ανδρέας Φραγκιάς – Άνθρωποι και Σπίτια

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018
Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ -Μπέρτολτ Μπρεχτ

Το υλικό το άντλησε μέσα από ανθρώπινες μαρτυρίες, όπως αυτές παρουσιάστηκαν στις εφημερίδες της εποχής μεταξύ του 1933 και του 1938, όταν η ναζιστική φρικαλεότητα δεν είχε ακόμα ξεσπάσει.
Το κείμενο είναι χωρισμένο σε επεισόδια, γιατί ο Μπρεχτ πίστευε ότι ο μύθος πρέπει να παρουσιάζεται κομμάτι - κομμάτι. Σίγουρα αυτό το έργο είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε αν και, γενικά, τα έργα του Μπρεχτ είναι ένα μάθημα ζωής.
Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017
Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα-Τάσος Λειβαδίτης
Ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εξαιτίας της Κατοχής και της στράτευσής του στην ΕΠΟΝ. Την ίδια περίοδο πέθανε κατεστραμμένος οικονομικά ο πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη, στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, ενώ κείμενά του θα δημοσιεύσει στη συνέχεια και στη Νέα Εστία. Το διάστημα 1948 1952 εκτοπίζεται στο Μούδρο, στον Αι-Στράτη και στη Μακρόνησο, μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενους. Επιστρέφοντας, εκδίδει δύο συλλογές, Μάχη στην άκρη της νύχτας και Αυτό το αστέρι ανήκει σε όλους μας, οι οποίες αποτυπώνουν με σκληρό ρεαλισμό τις συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα της εξορίας. Όλη η πρώτη ποιητική του περίοδος, η περίοδος της στράτευσης όπως έχει χαρακτηριστεί, είναι εμποτισμένη από την αγωνιστικότητα του εξόριστου που δεν διαπραγματεύεται, με κανένα τίμημα, τις ιδέες του.
Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017
Η Κόλαση - Ανρί Μπαρμπίς

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017
Περί τυφλότητος- Ζοζέ Σαραμάγκου

Και τέλος: Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες αν έβλεπες;
Σάββατο 19 Αυγούστου 2017
Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους - Mενέλαος Λουντέμης
Ένας άνθρωπος δίχως μέλλον τριγυρνά στους δρόμους της Χαλκίδας, της Αθήνας, του Αγίου Κωνσταντίνου. Ασκεί διάφορα επαγγέλματα και προσπαθεί να επιβιώσει, αρκείται σε ένα κομμάτι ψωμί και μια στέγη για να προφυλαχθεί από την αγριότητα της νύχτας. Θα γίνει λούστρος, λογιστής, ηθοποιός, πλανόδιος πωλητής βιβλίων. Στον αγώνα του βιοπορισμού θα γνωρίσει το συγγραφέα Γιάννη Σκαρίμπα, και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί βαθιά φιλία. Κινητήριος δύναμη του, η αγάπη• η αγάπη για τα βιβλία, η αγάπη για την Αλίκη. Θα αναζητήσει τις αλήθειες που θα τον βγάλουν από το αδιέξοδο, θα περιπλανηθεί - θα κυνηγήσει του ανέμους...
"Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει... τρέχει... ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις "όχι" στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο"
Κυριακή 16 Ιουλίου 2017
Τι ωραίο Πλιάτσικο Τζόνοθαν Κόου
Τη Βρετανία που ανέδειξε τη Μάργκαρετ Θάτσερ ως σύμβολο ενός συλλογικού κακού χαρακτήρα, περιγράφει ο Κόου.
Το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» περιλαμβάνει μια σειρά από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα - για να τα παραμορφώσει και να τα εξωθήσει στο γελοίο: τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που σπαράζονται αναίμακτα (ή αιματηρά), τις εκκεντρικές γριές, τα στοιχειωμένα αρχοντικά, ολόκληρο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, σ’ ένα βασίλειο κάθε άλλο παρά ενωμένο, [...] όπου "κατεστημένο" είναι η αδυσώπητη οικονομική εξουσία.
Διαβάζοντας τον Κόου, θυμάται κανείς μια φράση από την Μύριελ Σπαρκ: "Τότε, πριν από πολύ καιρό, το 1945, όλοι οι καλοί άνθρωποι στη Βρετανία ήταν φτωχοί...". Αυτό υποστηρίζει ο Κόου: οι καλοί του άνθρωποι είναι φτωχοί, ευπαθείς και έκπληκτοι.
Σάββατο 1 Ιουλίου 2017
Η μοιραία στιγμή του Βατερλό - -Στέφαν Τσβάιχ
"Η μοναδική στιγμή που σπάνια εμφανίζεται στη ζωή των ανθρώπων εκδικείται τρομερά εκείνους που κατά λάθος εξέλεξε και την περιφρόνησαν. Όλες οι πολιτικές αρετές, η φρονιμάδα, η προθυμία, η υπακοή, χάνονται σαν το χιόνι στον ήλιο μπροστά στη μυστηριώδη στιγμή που απαιτεί μονάχα μεγαλοφυΐα. Αυτή η στιγμή παραμερίζει με περιφρόνηση τους διστακτικούς."
Με τις νουβέλες που περικλείονται στον παρόντα τόμο, ο Στέφαν Τσβάιχ αναδεικνύει το σάπιο στη ζωή της αστικής τάξης, από την οποία καταγόταν. Ξεχωρίζει η νουβέλα από την οποία πήρε και τον τίτλο της η παρούσα συλλογή, στην οποία η περιγραφή της συντριβής του Ναπολέοντα στη μάχη του Βατερλό κλείνει με τα παραπάνω λόγια, όπου ο συγγραφέας κρίνει την αδυναμία του υπό τον Ναπολέοντα στρατηγού να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και στο κάλεσμα της Ιστορίας.
Παρασκευή 19 Μαΐου 2017
Η Τιμή και το Χρήμα. - Κωνσταντίνου Θεοτόκη

Το έργο του «Η τιμή και το χρήμα », που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Νουμάς» το 1912, θεωρείται στη νεοελληνική πεζογραφία η πρώτη κοινωνική νουβέλα, που ξεφεύγει από τις γνωστές ειδυλλιακές αναπαραστάσεις μιας ζωής ήρεμης. Απηχεί τις σοσιαλιστικές του ιδέες και ξεφεύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο της ηθογραφίας, που μέχρι τότε χαρακτήριζε την πεζογραφία.
Παρασκευή 21 Απριλίου 2017
Το χρήμα -Εμίλ Ζολά

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017
Οι φωνές του ποταμού Παμάνο CABRE JAUME
Οι φωνές του ποταμού Παμάνο CABRE JAUME

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017
Οι χαρταετοί, του Κοσμά Πολίτη
αντιγράφουμε από http://atexnos.gr
Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα–ήτανε αντέτι–και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μένει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι–όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά–συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες–να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα–και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλυτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμμιά φορά. Σπάνια όμως.
Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο–μισό τσέρκι, δηλαδή–με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του–αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού–ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισοροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός σε μια γωνιά, και ήθελε δουλιά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια–σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο–ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι… Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλιά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.
Από το βιβλίο: Kοσμάς Πολίτης, Στου Xατζηφράγκου, εκδόσεις A. Kαραβία 1963
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)