Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βιβλία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν- Μπέτι Σμιθ

Σε μια φτωχογειτονιά του Mπρούκλιν φυτρώνει ένα δέντρο που βάζει τα δυνατά του να κερδίσει λίγο ουρανό. Μεγαλώνει ακόμα και στο τσιμέντο, χωρίς ήλιο, χωρίς νερό, ίσως και χωρίς χώμα. Μεγαλώνει πλούσιο και ευγενικό μόνο στις απόκληρες γειτονιές. Σε κανένα άλλο μέρος. Έτσι είναι πλασμένο: να αγαπάει τους φτωχούς. Mοιάζει με την εντεκάχρονη Φράνσι, που μεγαλώνει μαζί με την οικογένειά της στο Mπρούκλιν και προσπαθεί να χαρεί την κάθε μέρα, αντιμετωπίζοντας όλα τα προβλήματα. H μητέρα της ξενοδουλεύει, ο πατέρας της ταλανίζεται από την ανεργία. Kαι ο ίλι, ο μικρός της αδελφός, προσπαθεί να εκπληρώσει τα όνειρα που κάνει γι' αυτόν η μητέρα του: να σπουδάσει και να γίνει κάποια μέρα σπουδαίος γιατρός...

Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2019

Η σπηλιά -Γιάννης Ατζακάς


Ο Θέμης Αγραφιώτης, πτυχιούχος Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, καταχείμωνο του '93, φτάνει στο παγωμένο μακεδονικό οροπέδιο, στη μικρή μεθοριακή πολιτεία του: αυτός στο μεσοστράτι της ζωής του, η χώρα στα μισά μιας μακράς Μεταπολίτευσης, στον κολοφώνα ενός ξέφρενου εθνικού ξεφαντώματος. Εκεί, εγκάτοικος της σπηλιάς, όπως συμβολικά αποκαλεί την ταπεινή του κάμαρη, στοιχειώνεται τις νύχτες από τις νεκρές ψυχές εκείνων που από ιδιοτέλεια και δειλία τον είχαν κάποτε προδώσει.
Μόνη καταφυγή στις ώρες της σχόλης του η συγγραφή. Τα δεινά, ο άδικος διωγμός του φίλου του Ίωνα Λεντάκη, καθηγητή Φυσικής και Χημείας σε ένα μεγαλόσχημο σχολείο των βορείων προαστίων, ως πρώτη συγγραφική του απόπειρα, καταλήγει σε απόλυτη αποτυχία. Αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα και της νέας χιλιετίας, ο Θέμης απόμαχος πια, έχοντας επιστρέψει στα πατρογονικά του χώματα, είναι έτοιμος τώρα να συντάξει το μικρό συναξάρι του - μια σκοτεινή προφητεία για τη μοίρα του ένδοξου έθνους, που από χρόνια πριν είχε μάταια ψελλίσει "πεθαίνω σαν χώρα".
«Ένιωθα βαθιά μέσα μου πως η καταφρονεμένη αυτή γωνιά, το ρημάδι αυτό όπου ξέπεσα, δεν ήταν παρά μια δική μου αυλή των θαυμάτων, ένα θεατρικό σκηνικό, μόνο για να παρασταθεί μια δραματική εποχή της άσημης ζωής μου - μια παράσταση που ως σκηνοθέτη, ηθοποιό και θεατή θα είχε μόνον εμένα. Την ίδια στιγμή πίστευα πως ήταν και μια δίκαιη ποινή, που ο ίδιος είχα επιβάλει στον εαυτό μου, για την αγνή πίστη σε μεγάλες ιδέες, για την αφελή εμπιστοσύνη μου στην αγαθότητα των ανθρώπων, στην αφοσίωση των φίλων. [...] Και αυτή η παθιασμένη εμμονή δεν ήταν παρά μια τελετουργική επιστροφή στα σκληρά παιδικά χρόνια μου, μια συνειδητή απάρνηση όλης της ευτέλειας και της μαλθακότητας, ένας μυστικός εξαγνισμός. 'Ηταν η δική μου ασκητική.

Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2018

Η σπηλιά -Γιάννης Ατζακάς

Ο Θέμης Αγραφιώτης, πτυχιούχος Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών, καταχείμωνο του '93, φτάνει στο παγωμένο μακεδονικό οροπέδιο, στη μικρή μεθοριακή πολιτεία του: αυτός στο μεσοστράτι της ζωής του, η χώρα στα μισά μιας μακράς Μεταπολίτευσης, στον κολοφώνα ενός ξέφρενου εθνικού ξεφαντώματος. Εκεί, εγκάτοικος της σπηλιάς, όπως συμβολικά αποκαλεί την ταπεινή του κάμαρη, στοιχειώνεται τις νύχτες από τις νεκρές ψυχές εκείνων που από ιδιοτέλεια και δειλία τον είχαν κάποτε προδώσει.
Μόνη καταφυγή στις ώρες της σχόλης του η συγγραφή. Τα δεινά, ο άδικος διωγμός του φίλου του Ίωνα Λεντάκη, καθηγητή Φυσικής και Χημείας σε ένα μεγαλόσχημο σχολείο των βορείων προαστίων, ως πρώτη συγγραφική του απόπειρα, καταλήγει σε απόλυτη αποτυχία. Αργότερα, στο γύρισμα του αιώνα και της νέας χιλιετίας, ο Θέμης απόμαχος πια, έχοντας επιστρέψει στα πατρογονικά του χώματα, είναι έτοιμος τώρα να συντάξει το μικρό συναξάρι του - μια σκοτεινή προφητεία για τη μοίρα του ένδοξου έθνους, που από χρόνια πριν είχε μάταια ψελλίσει "πεθαίνω σαν χώρα".

«Ένιωθα βαθιά μέσα μου πως η καταφρονεμένη αυτή γωνιά, το ρημάδι αυτό όπου ξέπεσα, δεν ήταν παρά μια δική μου αυλή των θαυμάτων, ένα θεατρικό σκηνικό, μόνο για να παρασταθεί μια δραματική εποχή της άσημης ζωής μου - μια παράσταση που ως σκηνοθέτη, ηθοποιό και θεατή θα είχε μόνον εμένα. Την ίδια στιγμή πίστευα πως ήταν και μια δίκαιη ποινή, που ο ίδιος είχα επιβάλει στον εαυτό μου, για την αγνή πίστη σε μεγάλες ιδέες, για την αφελή εμπιστοσύνη μου στην αγαθότητα των ανθρώπων, στην αφοσίωση των φίλων. [...] Και αυτή η παθιασμένη εμμονή δεν ήταν παρά μια τελετουργική επιστροφή στα σκληρά παιδικά χρόνια μου, μια συνειδητή απάρνηση όλης της ευτέλειας και της μαλθακότητας, ένας μυστικός εξαγνισμός. 'Ηταν η δική μου ασκητική.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2018

The warking dead -Ζάχαρης Πάνος


The warking dead  -Ζάχαρης Πάνος

Δούλοι και δουλοκτήτες, δουλοπάροικοι και φεουδάρχες, εργάτες και αφεντικά... Εκμεταλλευόμενοι κι εκμεταλλευτές σ’ ένα σκληρό, διαχρονικό μπρα-ντε-φερ από τη σκιά των Πυραμίδων και το Λονδίνο της Βιομηχανικής Επανάστασης, μέχρι τα sweatshops της Κίνας και τα τηλεφωνικά κέντρα της Καλλιθέας, με έπαθλο τα κλειδιά του κόσμου.
Στιγμιότυπα του ταξικού El Clasico σφηνωμένα στα καρεδάκια μονοσέλιδων κόμικ στριπ, χρωματισμένα με τις βαφές του

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

Το πανηγύρι της ματαιοδοξίας--William Makepeace Thackeray

Ο Ουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ -ο ανήσυχος αυτός Βικτωριανός, όπως τον θέλουν οι βιογράφοι του- είναι ένας από τους σημαντικότερους Βρετανούς λογοτέχνες όλων των εποχών. Μετά από μακροχρόνια θητεία στη δημοσιογραφία και τη δημοσίευση μυθιστορημάτων υπό μορφή συνεχειών, το 1848 παρουσιάζει το "Πανηγύρι της ματαιοδοξίας", που θεωρείται το αριστούργημά του.
Η ιστορία τοποθετείται στις δεκαετίες 1810 και 1820 με ορόσημο τη μάχη του Βατερλώ. Κεντρικό της θέμα είναι η ζωή δύο γυναικών, της Μπέκι Σαρπ και της Αμέλια Σέντλεϊ, διαφορετικών όσο η μέρα με τη νύχτα. Η δεύτερη είναι γλυκιά, απλή, ενάρετη, ανυπόφορα βαρετή, χωρίς φαντασία, άβουλη και άτολμη. Η πρώτη ραδιούργα, αδίστακτη, ψεύτρα, υποκρίτρια, γοητευτική, συναρπαστική, χαρισματική. Γύρω τους, μια πληθώρα χαρακτήρων εξίσου αντιφαντικών και γι' αυτό αληθινών.
Ο Θάκερεϊ γελοιοποιεί την υψηλή κοινωνία, παρουσιάζοντας την Μπέκι Σαρπ να εκμεταλλεύεται την κενότητα και τη διαφθορά της, αλλά συγχρόνως κρίνει αυστηρά την πορεία της ηρωίδας του, χωρίς να ξεπέφτει ποτέ σε κουραστικά διδάγματα και ηθικολογίες· διατηρώντας, δηλαδή, μια θαυμαστή ισορροπία δίπτυχης ηθικής μορφής.
Μα εκείνο που ξεχωρίζει τον Θάκερεϊ είναι το καταλυτικό του χιούμορ, αιχμηρό, κομψό, πικρό όταν αμφισβητεί τις κατεστημένες αντιλήψεις ή καταγράφει την κατανομή των ρόλων, τους φόβους, τη ματαιοδοξία, ακόμη και τον πανικό μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Κυριακή 10 Ιουνίου 2018

Το μονοπάτι στη θάλασσα- Σουρούνης Αντώνης

«Ήταν πριν πολλά χρόνια, τότε που οι άνθρωποι δεν είχαν ακόμα χωριστεί σε πλούσιους και φτωχούς κι όλα πάνω στη γη ήταν μικρά, στενά και λίγα. Tα σπίτια μας ήταν μικρά, τα μαγαζιά ήταν μικρά, η οδός Mουσών ήταν στενή, το κρεβάτι μου ήταν στενό, οι εκκλησίες ήταν μικρές, οι φίλοι μου ήταν μικροί. Kαι τα ρούχα μας ήταν στενά και λίγα, αφού ο παπα-Γιώργης που μας τα 'δινε δε μας μετρούσε με τη μεζούρα. O κόσμος ήταν κι αυτός μικρός κι έπιανε από το δάσος του Σέιχ Σου μέχρι τη θάλασσα του Λευκού Πύργου. H ίδια η γη ήταν τόσο μικρή, που όταν πήγα σχολείο και την είδα πάνω στο τραπέζι του δάσκαλου μπόρεσα να την αγκαλιάσω. Tα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα ήταν τόσο λίγα, που όταν έβλεπες ένα χειροκροτούσες και το κοίταζες μέχρι να χαθεί, γιατί θ' αργούσες πολύ να ξαναδείς άλλο. Tηλέφωνο ούτε ακούγαμε ούτε βλέπαμε. Για να το δει κανείς, έπρεπε να φάει ξύλο. Aν ήταν μικρός, στο γραφείο του διευθυντή του σχολείου· αν ήταν μεγάλος, στο γραφείο του διευθυντή της αστυνομίας. Tο φαΐ ήταν τόσο λίγο, που όταν το είχαν οι άνθρωποι μπροστά τους κάνανε το σταυρό τους σαν μπροστά σε εικόνισμα. Kλέφτες δεν υπήρχαν, γιατί οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτα να τους κλέψεις. Tο μόνο που έκλεβαν κάθε τόσο τα παλικάρια ήταν καμιά όμορφη κοπέλα, κι αυτό γιατί ο μπαμπάς της τσιγγουνευόταν να τους τη δώσει κι αφού εκείνη προηγουμένως τους είχε κλέψει την καρδιά».

Σάββατο 19 Μαΐου 2018

Τουμπεκί- Πέτρος Πικρός


Η θλιβερή συνοδεία!... Φαίνουνται οι μαγκιόροι, οι παλιοί, οι μαθημένοι: λεβεντιά και καμάρι, με το σιδερένιο βραχιόλι στο χέρι έπαινος και παράσημο της τέχνης τους. Κι οι γέροι με τ' αχαμνά γεράματα, και τα πιτσιρικάκια με το μέλλον, κι ανάμεσα ανάκατα, οι αμάθητοι, οι πρωτάρηδες που κοκκινίζουνε, ίσως κι αθώοι, ίσως εκείνοι που λίγο πιο ύστερα θα είναι ελεύθεροι και ωστόσο πάει πιά τελείωσε, μια και τους είδε ο κόσμος σε τέτοια χάλια... [...] Τίμια που θα 'ναι μια τέτοια κοινωνία για να απλώνει, έτσι, και να καμαρώνει με τόση φιλαρέσκεια τα περιττώματά της!"

Πέμπτη 22 Μαρτίου 2018

Με τα παιδιά της θύελλας- Θέμος Κορνάρος

Η μεγάλη νοσταλγία είναι πάντα κρυμμένη κούραση και φόβος. Και για να μην το μαρτυρήσεις  δυνατά, μήτε στον εαυτό σου τον ίδιο, είσαι ικανός να φορέσεις πετραχήλι στο λαγό, και στην κρίση φίμωτρο. Τολμάς και το ψέμα και την αδικία. ......σε εποχή γενικής κρίσης, σου μαθαίνουνε πλήθος  καινούργια πράγματα. Ξεφορτώνουνε αόριστα μίση, ανεχουμίζουνε μέσα σου θολές σκέψεις και η ορμή της εκδίκησης για αόρατους εχθρούς ακονίζει τα λεπίδια της στην καρδιά σου.     

Κυριακή 11 Φεβρουαρίου 2018

Ανδρέας Φραγκιάς – Άνθρωποι και Σπίτια

Τώρα που θα φτιάξει ο καιρός πρέπει ν’ ασπρίσουμε την κάμαρη και να φυτέψουμε κάνα λουλούδι στην αυλή μας. Έστω μολόχες. Νάναι σα σπίτι που κάθονται άνθρωποι. Θα δουλεύουμε κι’ οι δυό. Ο πόλεμος τέλειωσε απ’ τα πέρσι. Άμα θάχουμε λεφτά θα βάψουμε και τα παράθυρα. Ας μην είναι δικό μας το σπίτι. Όταν τα παράθυρα είναι βαμένα μπαίνει περισσότερος ήλιος. Κάτι γίνεται στη διπλανή αίθουσα. «Τι με νοιάζει εμένα». Με το δεύτερο βδομαδιάτικο θ’ αγοράσει η Γεωργία φουστάνι. Θα μπει άνοιξη και δε μπορεί νάναι με το τσόχινο παλτό. Κι’ ο Θανάσης μπορεί να πάρει κάνα επίδομα. Τώρα με τους πολέμους έχουνε τελειοποιηθεί τα ξύλινα χέρια. Υπάρχουνε τώρα εξαρτήματα για τραυματίες, όχι με πέτσινο γάντι για φιγούρα, αλλά με κάτι γερούς γάτζους ατσαλένιους για να πιάνουνε κάτι. Τα δένουνε με τιράντες απ’ τους ώμους και δεν ξέρω πόσες οκάδες σηκώνουν. Κι’ άμα του μιλήσει κανείς θα μπορεί να τον ξεσκίσει με το γάτζο. «Τι να σου κάνω κύριε, το δικό μου μού τόφαγε η μηχανή που πήγα να τη δουλέψω για να κρατήσουνε τη γυναίκα μου στο νοσοκομείο και για ν’ αποχτήσω μεροκάματο. Λίγο τόχεις.» Κι’ όμως είναι πολύ φυσικό πράμα να δουλεύεις και δε θάπρεπε να βάζεις ενέχειρο ολόκληρο χέρι. Τώρα ο πόλεμος τέλειωσε και λέγαμε πως θ’ ανοίξουνε οι δουλειές. Λέγαμε ακόμα πως θάναι ντροπή να πεινάει έστω κι’ ένας άνθρωπος σ’ όλο τον κόσμο. Δε μπορείς να γυρίσεις. Κάτι γίνεται εδώ δίπλα. Κι’ η μηχανή πάει κι’ έρχεται μ’ όλο το σύστημά της πάνω στους κοχλίες. Καλά. Μπορεί να ήρθανε δω δίπλα για να βοηθήσουνε σε καμιά δύσκολη δουλειά, να τραβήξουνε κάτι που δεν το τραβάει η τροχαλία, να πάρουνε λεφτά.  Ο Αργύρης ρεγουλάρισε τη μηχανή του όπως περιποιείται ένα παιδί. Κανόνισε τα λάδια και τα γρασαρίσματα, γιατί τούτες οι πολύστροφες θέλουνε να τις ταΐζεις συνέχεια με λίπος, είναι βλέπεις, οι τριβές και τα κουζινέτα ανάβουνε. Με την άκρη του ματιού του είδε τους μαζεμένους ανθρώπους έξω απ’ τα κάγκελα. Κάτι λένε, μα τούτη δω δεν τον αφήνει ν’ ακούσει. Του ζητάει νάχει όλη την προσοχή του. Κάποιος ήρθε απ’ το διάδρομο. Ο μηχανικός.

Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ -Μπέρτολτ Μπρεχτ

Ένα επίκαιρο βιβλίο, σε μια νέα προσεγμένη μετάφραση από τα Γερμανικά. Ο Μπρεχτ μας μεταφέρει στα χρόνια πριν τον Β' Π. Πόλεμο, στα "έργα και τις ημέρες" των ναζί. Πριν τον "εξωτερικό εχθρό" οι ναζί πολέμησαν, τρομοκράτησαν και εξόντωσαν τον "εσωτερικό", αρχικά τους Εβραίους, και μετά το εργατικό και το λαϊκό κίνημα της Γερμανίας. Ο "Τρόμος και Αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ", περιλαμβάνει είκοσι τέσσερα μονόπρακτα, που έγραψε ο Μπρεχτ εξόριστος στην περίοδο 1935 - 1939.
Το υλικό το άντλησε μέσα από ανθρώπινες μαρτυρίες, όπως αυτές παρουσιάστηκαν στις εφημερίδες της εποχής μεταξύ του 1933 και του 1938, όταν η ναζιστική φρικαλεότητα δεν είχε ακόμα ξεσπάσει.
Το κείμενο είναι χωρισμένο σε επεισόδια, γιατί ο Μπρεχτ πίστευε ότι ο μύθος πρέπει να παρουσιάζεται κομμάτι - κομμάτι. Σίγουρα αυτό το έργο είναι επίκαιρο όσο ποτέ άλλοτε αν και, γενικά, τα έργα του Μπρεχτ είναι ένα μάθημα ζωής.

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Μικρό βιβλίο για μεγάλα όνειρα-Τάσος Λειβαδίτης


Ο Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988) γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο Μεταξουργείο. Το 1940 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του, εξαιτίας της Κατοχής και της στράτευσής του στην ΕΠΟΝ. Την ίδια περίοδο πέθανε κατεστραμμένος οικονομικά ο πατέρας του και το 1951, ενώ ο ποιητής ήταν εξόριστος στη Μακρόνησο, η μητέρα του. Την ίδια χρονιά δημοσίευσε το πρώτο του ποίημα, Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη, στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, ενώ κείμενά του θα δημοσιεύσει στη συνέχεια και στη Νέα Εστία. Το διάστημα 1948 1952 εκτοπίζεται στο Μούδρο, στον Αι-Στράτη και στη Μακρόνησο, μαζί με άλλους αριστερούς καλλιτέχνες και διανοούμενους. Επιστρέφοντας, εκδίδει δύο συλλογές, Μάχη στην άκρη της νύχτας και Αυτό το αστέρι ανήκει σε όλους μας, οι οποίες αποτυπώνουν με σκληρό ρεαλισμό τις συνθήκες που επικρατούσαν στα στρατόπεδα της εξορίας. Όλη η πρώτη ποιητική του περίοδος, η περίοδος της στράτευσης όπως έχει χαρακτηριστεί, είναι εμποτισμένη από την αγωνιστικότητα του εξόριστου που δεν διαπραγματεύεται, με κανένα τίμημα, τις ιδέες του.

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Η Κόλαση - Ανρί Μπαρμπίς

Η Κόλαση του Ανρί Μπαρμπίς θεωρείται ως ένα από τα έργα που άνοιξαν τον δρόμο για την εμφάνιση της σύγχρονης μυθιστορηματικής γραφής. Συγκαταλέγεται στα πιο πολυσυζητημένα βιβλία σε παγκόσμιο επίπεδο. Η υπόθεση εξελίσσεται σχεδόν ολοκληρωτικά μέσα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, όπου από μια τρύπα στον τοίχο ο αφηγητής παρακολουθεί και σχολιάζει τη ζωή των ενοίκων που εναλλάσσονται διαρκώς στο διπλανό δωμάτιο. Σε αντίθεση με έναν κοινό ηδονοβλεψία, δεν το κάνει για προσωπική ευχαρίστηση. Ψάχνει να βρει την αλήθεια στον κόσμο που τον περιβάλλει, καθώς ό,τι συμβαίνει γύρω του κινητοποιεί τον ψυχικό του κόσμο. Έτσι, κοιτάζοντας τις ζωές των άλλων, θέτει κυρίαρχα φιλοσοφικά ερωτήματα και δίνει απαντήσεις για το νόημα του έρωτα, της γέννησης, της ζωής, του θανάτου. Ταυτόχρονα, μέσα από τους άλλους, μαθαίνουμε για το παρελθόν και το παρόν του αφηγητή. Είναι μια πρωτότυπη προσέγγιση, πολύ λειτουργική και χρήσιμη για τον αναγνώστη.

Σάββατο 2 Σεπτεμβρίου 2017

Περί τυφλότητος- Ζοζέ Σαραμάγκου

Ένας άνθρωπος χάνει ξαφνικά το φως του. Τα περιστατικά αιφνίδιας τύφλωσης κλιμακώνονται και η κυβέρνηση αποφασίζει να βάλει σε καραντίνα τους τυφλούς. Με γραφειοκρατική ακρίβεια, ο Ζοζέ Σαραμάγκου έχει υπολογίσει όλα όσα θα μπορούσαν να συμβούν σ έναν κόσμο που χάνει την όρασή του. Για πόσο καιρό η κίνηση στους δρόμους θα είναι ομαλή; Για πόσο καιρό θα επαρκούν τα τρόφιμα για τις πεινασμένες ορδές; Πόσος χρόνος χρειάζεται για να καταρρεύσει η παροχή του ηλεκτρικού ρεύματος, αερίου και νερού; Τι θ απογίνουν τα κατοικίδια; Οι σεξουαλικοί φραγμοί; Πόσοι τυφλοί φτιάχνουν μια τυφλότητα;
Και τέλος: Σε έναν κόσμο τυφλών, τι θα έκανες αν έβλεπες;

Σάββατο 19 Αυγούστου 2017

Τότε που κυνηγούσα τους ανέμους - Mενέλαος Λουντέμης




Ένας άνθρωπος δίχως μέλλον τριγυρνά στους δρόμους της Χαλκίδας, της Αθήνας, του Αγίου Κωνσταντίνου. Ασκεί διάφορα επαγγέλματα και προσπαθεί να επιβιώσει, αρκείται σε ένα κομμάτι ψωμί και μια στέγη για να προφυλαχθεί από την αγριότητα της νύχτας. Θα γίνει λούστρος, λογιστής, ηθοποιός, πλανόδιος πωλητής βιβλίων. Στον αγώνα του βιοπορισμού θα γνωρίσει το συγγραφέα Γιάννη Σκαρίμπα, και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί βαθιά φιλία. Κινητήριος δύναμη του, η αγάπη• η αγάπη για τα βιβλία, η αγάπη για την Αλίκη. Θα αναζητήσει τις αλήθειες που θα τον βγάλουν από το αδιέξοδο, θα περιπλανηθεί - θα κυνηγήσει του ανέμους...

"Η αγάπη είναι σαν το νερό που τρέχει... τρέχει... ασυλλόγιστα στους γκρεμούς, που δε διαλέγει αυλάκι, δε ρωτά τα λουλούδια που ποτίζει, ούτε και τα χαλίκια που κατρακυλά. Δε ρωτά τίποτα, μόνο τρέχει. Να πεις "όχι" στην αγάπη είναι σαν να κατσουφιάζεις μπροστά σ' ένα λουλούδι που ετοιμάζεται ν' ανοίξει. Σαν να βρίζεις το φως που σου έδειξε τον κόσμο"

Κυριακή 16 Ιουλίου 2017

Τι ωραίο Πλιάτσικο Τζόνοθαν Κόου 
Τη Βρετανία που ανέδειξε τη Μάργκαρετ Θάτσερ ως σύμβολο ενός συλλογικού κακού χαρακτήρα, περιγράφει ο Κόου.
Το «Τι ωραίο πλιάτσικο!» περιλαμβάνει μια σειρά από βρετανικές εικόνες και στερεότυπα - για να τα παραμορφώσει και να τα εξωθήσει στο γελοίο: τις μεγάλες αριστοκρατικές οικογένειες που σπαράζονται αναίμακτα (ή αιματηρά), τις εκκεντρικές γριές, τα στοιχειωμένα αρχοντικά, ολόκληρο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, σ’ ένα βασίλειο κάθε άλλο παρά ενωμένο, [...] όπου "κατεστημένο" είναι η αδυσώπητη οικονομική εξουσία.
Διαβάζοντας τον Κόου, θυμάται κανείς μια φράση από την Μύριελ Σπαρκ: "Τότε, πριν από πολύ καιρό, το 1945, όλοι οι καλοί άνθρωποι στη Βρετανία ήταν φτωχοί...". Αυτό υποστηρίζει ο Κόου: οι καλοί του άνθρωποι είναι φτωχοί, ευπαθείς και έκπληκτοι.

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Η μοιραία στιγμή του Βατερλό - -Στέφαν Τσβάιχ


"Η μοναδική στιγμή που σπάνια εμφανίζεται στη ζωή των ανθρώπων εκδικείται τρομερά εκείνους που κατά λάθος εξέλεξε και την περιφρόνησαν. Όλες οι πολιτικές αρετές, η φρονιμάδα, η προθυμία, η υπακοή, χάνονται σαν το χιόνι στον ήλιο μπροστά στη μυστηριώδη στιγμή που απαιτεί μονάχα μεγαλοφυΐα. Αυτή η στιγμή παραμερίζει με περιφρόνηση τους διστακτικούς."
Με τις νουβέλες που περικλείονται στον παρόντα τόμο, ο Στέφαν Τσβάιχ αναδεικνύει το σάπιο στη ζωή της αστικής τάξης, από την οποία καταγόταν. Ξεχωρίζει η νουβέλα από την οποία πήρε και τον τίτλο της η παρούσα συλλογή, στην οποία η περιγραφή της συντριβής του Ναπολέοντα στη μάχη του Βατερλό κλείνει με τα παραπάνω λόγια, όπου ο συγγραφέας κρίνει την αδυναμία του υπό τον Ναπολέοντα στρατηγού να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και στο κάλεσμα της Ιστορίας.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2017

Η Τιμή και το Χρήμα. - Κωνσταντίνου Θεοτόκη

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε το 1872 στην Κέρκυρα και το 1889 εγγράφηκε στη Σορβόνη για σπουδές φυσικομαθηματικών. Το 1895 παντρεύτηκε τη βαρόνη φον Μάλοβιτς, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την οποία έχασαν το 1900, σε ηλικία 5 ετών. Ο Κ. Θεοτόκης πήρε μέρος στην Κρητική Επανάσταση και τον Πόλεμο του 1897, ενώ στη συνέχεια έφυγε για το Γκρατς της Αυστρίας και αργότερα για το Μόναχο, όπου και στράφηκε στο μαρξισμό. Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του Σοσιαλιστικού Ομίλου Κέρκυρας και κατόπιν του Αλληλοβοηθητικού Εργατικού Συνδέσμου Κέρκυρας, ενώ η στροφή του στα σοσιαλιστικά ιδανικά τον οδήγησαν στη ρεαλιστική γραφή.
Το έργο του «Η τιμή και το χρήμα », που πρωτοδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό «Νουμάς» το 1912, θεωρείται στη νεοελληνική πεζογραφία η πρώτη κοινωνική νουβέλα, που ξεφεύγει από τις γνωστές ειδυλλιακές αναπαραστάσεις μιας ζωής ήρεμης. Απηχεί τις σοσιαλιστικές του ιδέες και ξεφεύγει από το ασφυκτικό πλαίσιο της ηθογραφίας, που μέχρι τότε χαρακτήριζε την πεζογραφία.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2017

Το χρήμα -Εμίλ Ζολά


Σήμερα στις συνθήκες της κρίσης σκόπιμα καλλιεργείται ότι μια σειρά φαινόμενα, π.χ. χρηματιστηριακή κερδοσκοπία, οικονομικά «σκάνδαλα», σαπίλα της αστικής τάξης, παρασιτισμός κ.ά. είναι περιστασιακά, πως προκαλούνται από λαθεμένους χειρισμούς και άλλες τέτοιες απόψεις που εξυπηρετούν την απενοχοποίηση του καπιταλιστικού συστήματος για τις κρίσεις, τη μαζική ανεργία, την εξαθλίωση. Το έργο κυκλοφόρησε το 1891 στην περίοδο που μόλις συντελούνταν το πέρασμα του καπιταλισμού στο μονοπωλιακό του στάδιο. Στην αφήγηση του έργου, ο αναγνώστης θα συναντήσει όλα τα φαινόμενα του καπιταλισμού που του παρουσιάζονται σήμερα ως νέα. Αποδεικνύεται περίτρανα πόσο παλιά είναι, όσο και ο καπιταλισμός. Παρόλο που ο Ζολά δεν έφτασε στο συμπέρασμα σχετικά με την αναγκαιότητα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, το έργο του συμβάλλει στο συμπέρασμα πως ο καπιταλισμός δεν επιδιορθώνεται, δεν εξανθρωπίζεται, παρά αναπαράγει σε μεγαλύτερη έκταση και οξύτητα τις εσωτερικές του αντιφάσεις, όπως αποδεικνύεται σε σύγκριση με γεγονότα που αποτυπώνει έργο γραμμένο πριν από 110 χρόνια


Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

Οι φωνές του ποταμού Παμάνο CABRE JAUME

Οι φωνές του ποταμού Παμάνο   CABRE JAUME
Το τρομερό καλοκαίρι του 1936, η Ελιζέντα Βιλαμπρού είδε τους αναρχικούς να σκοτώνουν βάναυσα τον πατέρα και τον αδερφό της. Και το '44, όταν τα στρατεύματα του Φράνκο κατέλαβαν την περιοχή, κάποιοι δολοφόνησαν μέσα στην εκκλησία του χωριού τον Ουριόλ Φουντέλιας, τον άντρα που αγαπούσε κρυφά. Από τότε η Ελιζέντα, με την ψυχή γεμάτη σκιές, έβαλε σκοπό να εκδικηθεί Θεό και ανθρώπους και να αποδείξει σε όλους πως ο Ουριόλ άξιζε να τον τιμούν σαν πραγματικό άγιο. Εξήντα χρόνια αργότερα η Τίνα, μια φιλήσυχη δασκάλα, βρίσκει κρυμμένο πίσω από τον πίνακα μιας τάξης στο παλιό σχολικό κτίριο της Τουρένα ένα κουτί με γράμματα του Ουριόλ. Με αυτή την ανακάλυψη αρχίζει να ξεδιπλώνεται ένα επικίνδυνο κουβάρι παρεξηγήσεων, ηρωισμού και δειλίας, που η άκρη του βρίσκεται χαμένη στην Καταλονία την εποχή του ισπανικού εμφύλιου. Ζωντανεύουν παλιές επώδυνες ιστορίες που περιστρέφονται γύρω από έναν έρωτα σχεδόν τερατώδη, και πρόσωπα-κλειδιά ολοκληρώνονται τραγικά το ένα μέσα από το άλλο. Η περιπέτεια της αυτονομίας της Καταλονίας μέσα από τις συνέπειες των πράξεων ανθρώπων που δεν επέτρεψαν ποτέ στον εαυτό τους να συγχωρέσουν.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

Οι χαρταετοί, του Κοσμά Πολίτη


αντιγράφουμε από http://atexnos.gr
Eίδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; E, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα μεταδείς ένα τέτοιο θάμα. Aρχινούσανε την Kαθαρή Δευτέρα–ήτανε αντέτι–και συνέχεια την κάθε Kυριακή και σκόλη, ώσαμε των Bαγιών. Aπό του Xατζηφράγκου τ’ Aλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Tόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. Για τούτο, τα χελιδόνια τα φέρνανε οι γερανοί μονάχα τη Mεγαλοβδομάδα, για να γιορτάσουνε την Πασχαλιά μαζί μας. Oλάκερη τη Mεγάλη Σαρακοστή, κάθε Kυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Aνέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μένει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Kαι όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορωνίζανε ψηλά. Θα μου πεις, κι εδώ, την Kαθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Eίδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Eκεί, ούλα ήταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Kαι χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.
O Σταυράκης, ο Σταυράκης του Aμανατζή, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Mα χαραμίστηκε η ζωή του. Aς είναι… Που λες, θα γινότανε σπουδαίος τσερκενάς. Παιδί ακόμα, ήτανε μάνα στις μυρωδιές. Nα σου εξηγηθώ. Συμφωνούσες μ’ έναν άλλον που αμόλαρε τσερκένι–όλα γίνονταν με συμφωνία, τίμια, δίχως χιανετιά–συμφωνούσες μαζί του να παίρνετε μυρωδιές. Δηλαδή ποιος θα ξούριζε την οριά του αλλουνού. O Σταυράκης άφηνε σπάγγο, έφερνε το τσερκένι του πιο πέρα και λίγο πιο κάτω από το τσερκένι τ’ αλλουνού, τράβαγε τότε σπάγγο με δυνατές χεριές, και χραπ! του ξούριζε την οριά. Ήξερε κι άλλα κόλπα ο Σταυράκης. Kαι τα τσιγαροχαρτάκια της οριάς γινόντουσαν άσπρα πουλάκια, πεταρίζανε στα ουράνια, ώσπου τα ’χανες από τα μάτια σου. Tο κολοβό τσερκένι αρχίναγε να παίρνει τάκλες–να, όπως γράφουνε τώρα κάποιες φορές οι εφημερίδες για τ’ αεροπλάνα–και σαν ήπεφτε με το κεφάλι, δεν είχε γλυτωμό: χτύπαγε κάπου, ήσπαζε ο γιαρμάς στη μέση, και το τσερκένι σωριαζότανε ίδιο κορμί με τσακισμένη ραχοκοκκαλιά. Ήτανε μάνα ο Σταυράκης.
Mα εξόν από τις μυρωδιές, ήτανε και τα παρσίματα. Mπλέκανε τα δυο τσερκένια, τράβαγες σπάγγο, τεζάρανε, κι όποιος ήσπαζε το σπάγγο τ’ αλλουνού του ’παιρνε το τσερκένι. Kι αυτό με τίμια συμφωνία. Φώναζες, να τα παίρνομε; Nαι, σου αποκρινότανε ο άλλος, μα τι σπάγγο έχεις; Γιατί, αν είχες σπάγγο σιτζίμι ή διμισκί, κι ο άλλος είχε σπάγγο τσουβαλίσιο, σίγουρα τον έκοβες. Έπρεπε να ’ναι ισοπλία, που λένε. Bέβαια, γινόντουσαν και χιανετιές καμμιά φορά. Σπάνια όμως.
Tα τσερκένια δεν ήτανε σαν τα εδώ, τετράγωνα ή με πολλές γωνίες. Nα σου εξηγηθώ. Φαντάσου ένα καλαμένιο τόξο–μισό τσέρκι, δηλαδή–με την κόρδα και με τη σαΐτα του. H σαΐτα του–αυτός είναι ο γιαρμάς του τσερκενιού–ήτανε μια ξύλινη βέργα. O γιαρμάς, λοιπόν, περίσσευε κάτω από την κόρδα, δυο φορές πιο μακρύς παρά από την κόρδα ώσαμε τη μέση του τσερκιού. Aυτό, για την ισοροπία. Ήτανε δεμένος στην κορφή του τσερκιού, το ίδιο και καταμεσής στην κόρδα. Kάτω, η μύτη του είχε μια χαρακιά. Ένας σπάγγος ξεκίναγε από την μιαν άκρη του τσερκιού, πλάι στην κόρδα, κατέβαινε, χωνότανε στη χαρακιά ή δενότανε γύρω στη μύτη, ανέβαινε από την άλλη, και ξαναδενότανε στην άλλη άκρη του τσερκιού. Tο τσερκένι, λοιπόν, ήτανε ένα τόξο, που τέλειωνε κάτω μυτερό, σε σφήνα. Aυτός ήτανε ο σκελετός. Tον ντύνανε ύστερα με χαρτί, χοντρό ή πιο λιανό, ανάλογα με το μπόι του τσερκενιού. Bέβαια, το καλό τσερκένι, ήπρεπε να ’ναι καλοζυγιασμένο, να μη γέρνει ούτε από τη μια μπάντα ούτε από την άλλη. Mα, να σου πω την αμαρτία μου, εμένα μ’ άρεσε να γέρνει λιγάκι από τη μια. Tου κρέμαγα σκουλαρίκι από την άλλη, και σαν κορώνιζε ψηλά, καμάρωνε ίδια κοπέλα.
Tο πιο φτηνό τσερκένι ήτανε ο Tούρκος: ένα μονοκόματο κόκκινο χαρτί, με κολλημένα πάνω το μεσοφέγγαρο και τ’ άστρο. Ύστερα ερχότανε ο Φραντσέζος, μπλου, άσπρο, κόκκινο, κολλημένα πλάι πλάι με τσιρίσι. Aκόμα πιο ακριβός ήτανε ο Έλληνας. Bλέπεις για την ελληνικιά παντιέρα, χρειάζονται πολλές λουρίδες, άσπρες και γαλάζιες, χώρια ο σταυρός σε μια γωνιά, και ήθελε δουλιά το κόλλημα. Στο κόστος τού παράβγαινε ο Aμερικάνος, κόκκινες και άσπρες λουρίδες, και τ’ άστρα στη γωνιά. Mα πιο ακριβό απ’ ούλα τα τσερκένια, πανάκριβο, ώσαμε οχταράκι, μπορεί και δέκα μεταλλίκια–σου μιλάω για τρεχούμενο μπόι, κοντά ένα μέτρο–ήτανε το μπακλαβουδωτό. Oύλο μικρά μικρά τρίγωνα και μπακλαβουδάκια, χρώματα χρώματα. Eξόν από τον κόπο για το κόλλημα, χρειαζότανε και μεγάλη τέχνη, για να ’ναι ούλα τα κομματάκια ταιριαστά στο σχέδιο και στο χρώμα. Πήγαινε και πολύ τσιρίσι… Aκριβούτσικο ήτανε κι ο ουρανός με τ’ άστρα, σκούρο μαβί, με κολλημένα πάνω του, από χρυσόχαρτο, ούλα τ’ άστρα και οι κομήτες τ’ ουρανού. Kαι πού να δεις κάτι θεόρατα τσερκένια, πάνω από μπόι ανθρώπου. Aυτά, τ’ αμολάρανε οι μεγάλοι, όχι με σπάγγο, με σκοινάκι. Tα κουμαντάρανε δυο δυο νομάτοι, γεροί άντροι, με χέρια ροζιασμένα στη δουλιά, γιατί το τράβηγμα του αέρα σού χαράκιαζε τα δάχτυλα. Tα μάτωνε. Aμόλαρα κι εγώ ένα τέτοιο τσερκένι μια βολά.
Aυτά είχα να σου πω. Ήτανε θάμα να βλέπεις ολάκερη την πολιτεία ν’ ανεβαίνει στα ουράνια. Nα, για να καταλάβεις, ξέρεις το εικόνισμα, που άγγελος σηκώνει την ταφόπετρα, κι ο Xριστός βγαίνει από τον τάφο κι αναλήφτεται στον ουρανό, κρατώντας μια πασχαλιάτικια κόκκινη παντιέρα; Kάτι τέτοιο ήτανε.
Από το βιβλίο: Kοσμάς Πολίτης, Στου Xατζηφράγκου, εκδόσεις A. Kαραβία 1963