από το http://www.thematapaideias.org/
Απέχουμε ακόμα πολύ από του να είμαστε σε θέση να καταλάβουμε απόλυτα πώς πρωτοεμφανίστηκε ο άνθρωπος, αλλά υπάρχει ένα βασικό σημείο πάνω στο οποίο οι επιστήμονες είναι σύμφωνοι. Στο ότι δηλαδή ο άνθρωπος ξεχωρίζει από τα ζώα με δυο κύρια χαρακτηριστικά –τα εργαλεία και το λόγο.[1]
Τα πρωτεύοντα διαφέρουν από τα κατώτερα σπονδυλωτά γιατί είναι ικανά να στέκουν όρθια και να χρησιμοποιούν τα μπροστινά τους πόδια και χέρια. Η εξέλιξη αυτή, που συνδέεται με μια προοδευτική τελειοποίηση των κινητικών οργάνων του μυαλού οφείλεται στις ειδικές συνθήκες του περιβάλλοντός του. Τα ζώα αυτά ήταν δασόβια και η ζωή στα δέντρα απαιτούσε επιτηδειότητα, στενό συντονισμό όρασης και αφής, διοπτική όραση και λεπτό μυϊκό έλεγχο. Από τη στιγμή που εξελίχτηκαν τα χέρια, παρουσίασαν στο μυαλό καινούρια προβλήματα, καινούριες δυνατότητες. Έτσι από την αρχή υπήρχε ένας αναπόσπαστος σύνδεσμος ανάμεσα στο χέρι και στο μυαλό.
Ο άνθρωπος διαφέρει από τους ανθρωποειδείς πιθήκους, το είδος το αμέσως ανώτερο από τα πρωτεύοντα, κατά το ότι είναι ικανός όχι μόνο να στέκεται όρθιος αλλά και να περπατά. Έχει υποστηριχτεί η γνώμη πως ο άνθρωπος έμαθε να περπατά εξ αιτίας της αποδάσωσης, που τον ανάγκασε να κατέβει στο έδαφος. Όπως κι αν έχει το πράγμα, το βασικό είναι πως όσο αφορά αυτόν, ο διαχωρισμός λειτουργίας ανάμεσα στα χέρια και τα πόδια είχε πια πραγματοποιηθεί. Τα δάχτυλα των ποδιών του χάσανε τη γαμψότητά τους, τα δάχτυλα των χεριών του φτάσανε σ’ ένα βαθμό επιδεξιότητας άγνωστο ανάμεσα στους πιθήκους. Οι πίθηκοι μπορούν να χειρίζονται ξύλα και πέτρες, αλλά μόνο τα ανθρώπινα χέρια μπορούν να τα μεταπλάσουν σε εργαλεία.
Το βήμα αυτό υπήρξε καθοριστικό. Άνοιξε έναν καινούριο τρόπο ζωής. Ο άνθρωπος εφοδιασμένος πια με εργαλεία μπορούσε να παράγει τα μέσα συντήρησής του, αντί απλώς να τα οικειοποιείται. Αντί να αρπάζει απλώς ό,τι η φύση του πρόσφερε, έσκαβε τη γη, τη φύτευε, την πότιζε, μάζευε τον καρπό, έτριβε τους σπόρους κι έκανε ψωμί. Χρησιμοποιούσε τα εργαλεία του για να υποτάσσει τη φύση. Και στην πάλη του για την υποταγή αυτή κατάλαβε πως τη φύση την κυβερνούν οι ίδιοι οι νόμοι, που δεν εξαρτώνται από τη θέλησή του. Έμαθε πώς συμβαίνουν τα πράγματα και επομένως και το πώς να τα κάνει να συμβαίνουν. Μαθαίνοντας να διακρίνει την αντικειμενική αναγκαιότητα των φυσικών νόμων αποκτούσε και τη δύναμη να τους κινεί για την εξυπηρέτηση των σκοπών του. Έπαψε να είναι δούλος τους κι έγινε κυρίαρχός τους.
Από την άλλη μεριά, όπου απέτυχε να αναγνωρίσει την αντικειμενική αναγκαιότητα των φυσικών νόμων, αντιμετώπισε τον κόσμο γύρω του σάμπως να ήταν δυνατό να μεταβληθεί με μια αυθαίρετη πράξη θέλησης. Αυτή είναι η βάση της μαγείας. Η μαγεία μπορεί να οριστεί σαν μια πλασματική τεχνική που συμπληρώνει τις ελλείψεις της πραγματικής τεχνικής∙ ή, με περισσότερη ακρίβεια, είναι η πραγματική τεχνική κάτω από την υποκειμενική της όψη. Μαγική πράξη είναι εκείνη με την οποία οι άγριοι προσπαθούν να επιβάλλουν τη θέλησή τους πάνω στο περιβάλλον τους με το να μιμούνται το φυσικό προτσές ( δηλαδή το φυσικό φαινόμενο) που επιθυμούν να προκαλέσουν. Αν επιθυμούν βροχή, εκτελούν ένα χορό με τον οποίο μιμούνται τα σύννεφα που μαζεύονται, τον κρότο του κεραυνού, τη νεροποντή που πέφτει. Ακόμα και εδώ στη χώρα μας ακούμε και σήμερα πού και πού να λένε για κάποιον πως σ’ ένα μακρινό μέρος φτιάχνει από κερί το ομοίωμα ενός εχθρού και καρφώνει πάνω του καρφίτσες ή το λιώνει στη φωτιά. Αυτό είναι μαγεία. Η επιθυμητή πραγματικότητα – η καταστροφή του μισητού προσώπου – ενεργείται με τη μίμηση.[2]
Στα αρχικά της στάδια η εργασία της παραγωγής ήταν συλλογική. Πολλά χέρια δούλευαν μαζί. Και κάτω από τις συνθήκες αυτές η χρήση εργαλείων δημιούργησε έναν καινούριο τρόπο επικοινωνίας. Οι κραυγές των ζώων είναι αυστηρά περιορισμένες σε δυνατότητα. Στον άνθρωπο γίνανε έναρθρες. Καλλιεργήθηκαν και συστηματοποιήθηκαν σαν μέσο για τον συντονισμό των κινήσεων της εργαζόμενης ομάδας. Και έτσι εφευρίσκοντας τα εργαλεία ο άνθρωπος επινόησε το λόγο. Βλέπουμε και πάλι εδώ το σύνδεσμο που υπάρχει ανάμεσα στο χέρι και το μυαλό.
Αν παρατηρήσουμε ένα παιδί που προσπαθεί για πρώτη φορά να χρησιμοποιήσει ένα σφυρί-παιχνίδι, μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για την τεράστια πνευματική προσπάθεια που θα πρέπει να είχε απαιτηθεί στις πρώτες απόπειρες για τη χρησιμοποίηση των εργαλείων. Η ομάδα δούλευε μαζί, σαν τα παιδιά της ορχήστρας νηπιαγωγείου και κάθε κίνηση του χεριού ή του ποδιού, κάθε χτύπημα πάνω στο ξύλο ή στην πέτρα, συγχρονιζότανε με κάποια πολύ ή λίγο έναρθρη ρυθμική απαγγελία που προφερότανε απ’ όλους ομόφωνα. Χωρίς τη φωνητική αυτή συνοδεία το έργο δεν μπορούσε να εκτελεστεί. Έτσι ο λόγος στην αρχική εμφάνισή του αποτελούσε μέρος της πραγματικής τεχνικής της παραγωγής.[3]
Με τη βελτίωση όμως της ανθρώπινης τεχνικής η φωνητική συνοδεία με τον καιρό έπαψε να αποτελεί φυσική ανάγκη. Οι εργάτες έγιναν ικανοί να δουλεύουν ατομικά. Αλλά ο συλλογικός μηχανισμός δεν εξαφανίστηκε. Επέζησε με τη μορφή της δοκιμής, την οποία εκτελούσανε προτού ν’ αρχίσουν το πραγματικό έργο, κάποιου χορού με τον οποίο αναπαράγανε τις συλλογικές, συντονισμένες κινήσεις που ήταν πριν αναπόσπαστες από το έργο το ίδιο. Αυτός είναι ο μιμητικός χορός που εκτελείται ακόμα και σήμερα από τους άγριους.
Στο μεταξύ η ομιλία αναπτυσσότανε. Αρχίζοντας σαν κατευθυντική συνοδεία για τη χρήση των εργαλείων, έγινε γλώσσα όπως την εννοούμε, δηλαδή ένας ολότελα έναρθρος, ολότελα συνειδητός τρόπος επικοινωνίας ανάμεσα στα άτομα. Στο μιμητικό χορό όμως επέζησε σαν ομιλούμενο μέρος και εκεί διατήρησε τη μαγική του λειτουργία. Κι έτσι βρίσκουμε σ’ όλες τις γλώσσες δυο τρόπους ομιλίας, την κοινή ομιλία, την κανονική, το καθημερινό μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στα άτομα, και τον ποιητικό λόγο, ένα πιο έντονο μέσο, κατάλληλο για συλλογικές πράξεις τελετουργίας, ένα μέσο φαντασίας, ρυθμικό, μαγικό.
Αν η άποψη αυτή είναι σωστή, τότε σημαίνει πως η γλώσσα της ποίησης είναι ουσιαστικά περισσότερο πρωτόγονη από την κοινή ομιλία, γιατί διαφυλάσσει σε ανώτερο βαθμό τις ιδιότητες του ρυθμού, της μελωδίας, της φαντασίας, που είναι σύμφυτα στο είδος αυτό του λόγου. Φυσικά αυτό είναι μόνο μια υπόθεση, υποστηρίζεται όμως απ’ όσα ξέρουμε για τις πρωτόγονες γλώσσες. Σ’ αυτές βρίσκουμε πως η διάκριση ανάμεσα στον ποιητικό και τον κοινό λόγο είναι σχετικά ατελής. Η ομιλία των άγριων χαρακτηρίζεται από ένα έντονα χρωματισμένο ρυθμό, που συνοδεύεται από άφθονες χειρονομίες κι ένα τραγουδιστό, μελωδικό τόνο. Σε μερικές γλώσσες ο τόνος είναι τόσο μουσικός και τόσο ουσιαστικός για την έννοια, που όταν γίνεται ένα τραγούδι, η μουσική του κατά ένα μεγάλο μέρος καθορίζεται από τη φυσική μελωδία των ομιλούμενων λέξεων. Και ο ομιλητής είναι πάντοτε έτοιμος να ξεσπάσει σε μισοποιητικές ανατάσεις της φαντασίας.[…]
GEORGE THOMSON Η ποίηση χθες και σήμερα,
εκδ.Ο Κέδρος, Αθήνα 1956, κεφ.1 Λόγος και μαγεία, σελ.15-19)
Ο ρυθμός είναι δυνατό να οριστεί στην πιο πλατειά του έννοια σαν μια σειρά από φθόγγους ταγμένους σε κανονικές διαδοχές έντασης και χρόνου. Η πρωταρχική του πηγή είναι χωρίς αμφιβολία φυσιολογική, ίσως να σχετίζεται με τον χτύπο της καρδιάς. Αλλά ως αυτό το επίπεδο είναι κάτι που ο άνθρωπος έχει κοινό με τα άλλα ζώα. Δεν μας ενδιαφέρει εδώ η φυσική καταγωγή του ρυθμού, όποια και νάναι αυτή, αλλά το τι ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει απ’ αυτή. Έχω πρόθεση να αποδείξω πως ο ανθρώπινος ρυθμός πήγασε από τη χρήση των εργαλείων.
Όλοι ξέρουμε πως, όταν τα παιδιά μαθαίνουν να γράφουν, συχνά συγχρονίζουν την περιστροφή της γλώσσας τους με την κίνηση του χεριού, ή κι ακόμα προφέρουν δυνατά τις λέξεις, όχι γιατί υπάρχει κανένας που να τ’ ακούει, αλλά γιατί αυτό υποβοηθεί τα δάχτυλά τους στην καθοδήγηση της πέννας. Η κίνηση είναι ολότελα αμελέτητη. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι υπάρχει “μετάδοση” από τα κινητικά όργανα του χεριού στην παρακείμενη περιοχή του μυαλού που ρυθμίζει τη γλώσσα. Όσο το παιδί βελτιώνεται με την πρακτική εξάσκηση, η μετάδοση αυτή εξουδετερώνεται.
Το ίδιο κι όταν ένας άνθρωπος εκτελεί κάποιο βαρύ έργο, σηκώνει ένα κορμό δέντρου λόγου χάρη ή ένα βράχο∙ πριν οι διαδοχικές μυϊκές του προσπάθειες φτάσουν στο ανώτατο όριό τους κάνει διακοπή, για να πάρει αναπνοή, που την κρατάει κλείνοντας τη γλωττίδα. Όταν όμως ύστερα χαλαρώνει τις δυνάμεις του, στο τέλος κάθε προσπάθειας, η γλωττίδα αναγκάζεται από τον κλεισμένο αέρα ν’ ανοίξει και προκαλεί έναν κραδασμό των φωνητικών χορδών, ένα άναρθρο βογγητό. Κι εδώ τα κινητικά όργανα βρίσκουν ανταπόκριση στα φωνητικά.
Τα παιδιά, όπως και οι άγριοι, έχουν την τάση να χειρονομούν όταν μιλούν. Η λειτουργία της χειρονομίας δεν είναι απλώς να βοηθήσει άλλους να καταλάβουν αυτό που λέμε. Τα παιδιά χειρονομούν ακριβώς το ίδιο και όταν μιλούν μόνα τους. Γίνεται από ένστικτο, όπως κι οι άλλες κινήσεις που περιγράψαμε πιο πριν. Η κίνηση των φωνητικών οργάνων βρίσκεται σε αλληλοεξάρτηση με τις άλλες μυϊκές κινήσεις του σώματος. Για μας ο λόγος είναι το πρωταρχικό, η χειρονομία το δευτερεύον, αλλά αυτό δε θα πει πως έτσι γινόταν και με τους αρχαίους προγόνους μας.
Πάνω στη βάση των δεδομένων αυτών υποστηρίχτηκε μισό αιώνα πριν, από τον Μπύχερ, πως ο λόγος είχε αναπτυχθεί από τις ανακλαστικές κινήσεις των φωνητικών οργάνων σαν αποτέλεσμα των μυϊκών προσπαθειών που απαιτούσε η χρήση των εργαλείων. Όσο τα χέρια γίνονταν τελειότερα στην άρθρωσή τους, τόσο τελειοποιούνταν και τα φωνητικά όργανα, ώσπου το ξύπνημα της συνείδησης έπιασε τις αντανακλαστικές αυτές ενέργειες και τις επεξεργάστηκε σε ένα κοινωνικά αναγνωρισμένο σύστημα επικοινωνίας.
Όλα αυτά είναι υποθέσεις, αλλά η στενή σχέση ανάμεσα στο ρυθμό και στην εργασία αποδεικνύεται και από στοιχεία περισσότερο συγκεκριμένης μορφής.
Έχει τύχει ν’ ακούσουμε, ακόμα και στη δυτική Ευρώπη, εργατικά τραγούδια.[4] Εννοώ υφαντουργικά τραγούδια, θεριστικά τραγούδια, τραγούδια κωπηλασίας και άλλα. Η αποστολή τους είναι να επιταχύνουμε την εργασία της παραγωγής μεταδίνοντάς της έναν ρυθμικό, υπνωτιστικό χαρακτήρα. Η υφάντρα τραγουδάει πιστεύοντας πως το τραγούδι της θα βοηθήσει την ανέμη να γυρίσει, και μια και αυτό βοηθάει την ίδια να τη γυρίζει, βοηθάει έτσι στο γύρισμά της και την ανέμη. Αυτό βρίσκεται πολύ κοντά στη μαγεία. Σε ειδικές περιπτώσεις θα μπορούσε να αποδειχτεί πως τα τραγούδια αυτά παρουσιάστηκαν αρχικά σαν εξορκισμοί.
Τα εργατικά τραγούδια αφθονούν σ’ όλα τα πολιτιστικά στάδια σ’ ολόκληρο τον κόσμο, έξω από κει που σκεπαστήκανε από το βόμβο της μηχανής. Και έχουν μια ιδιαίτερη σημασία για το σκοπό μας, γιατί μέσα σ’ αυτά, με μερικές σημαντικές αλλοιώσεις, έχει διατηρηθεί η αρχική σχέση ανάμεσα στη γλώσσα και στην εργασία. Ας δώσουμε μερικά παραδείγματα:
Το έργο της κίνησης μιας βάρκας με τα κουπιά απαιτεί απλές μυϊκές προσπάθειες, που διαδέχονται η μια την άλλη κατά κανονικά διαστήματα χωρίς εναλλαγή. Ο χρόνος δίνεται στους κωπηλάτες με ένα επιφώνημα που επαναλαβαίνεται και που στην απλή μορφή του είναι δισύλλαβο. Ω-ωπ! Η δεύτερη συλλαβή σημειώνει τη στιγμή της καταβολής της προσπάθειας, η πρώτη είναι ένα προπαρασκευαστικό σήμα.
Το τράβηγμα του πλεούμενου είναι βαρύτερη δουλειά από το κωπηλάτισμα και έτσι οι στιγμές καταβολής της προσπάθειας πιάνουν μεγαλύτερο χρόνο. Αυτό επιτρέπει το μεγάλωμα της προπαρασκευαστικής συλλαβής, όπως λ.χ. στο ιρλανδικό πρόσταγμα έλξης: Χο-λι-χο-χαπ. Καμιά φορά το πρόσταγμα τελειώνει με μια συλλαβή χαλάρωσης, όπως στο ρωσικό πρόσταγμα: Ε-ουτς-νιέμ! Και σε πολλές περιπτώσεις έχει γίνει μερικά ή ολικά έναρθρο: Χηβ- ο-χο! Χωλ-αγουαίϊ!
Τα δυο στοιχεία, το μεταβλητό και το σταθερό, που αποτελούν το απλό δισύλλαβο εργατικό πρόσταγμα μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε στην άρση και θέση της προσωδίας, που υποδηλώνουν καθαρά το ανέβασμα και το κατέβασμα του χεριού ή του ποδιού στο χορό. Κι έτσι ο χτύπος του ρυθμού έχει τη ρίζα του στο πρωτόγονο εργατικό προτσές, στα διαδοχικά τραβήγματα του κορμιού ή τα χτυπήματα του εργαλείου πάνω στο ξύλο ή στην πέτρα. Ανάγεται στις πρώτες αρχές της ανθρώπινης ζωής, τότε που ο άνθρωπος έγινε άνθρωπος. Να γιατί μας συνταράσσει τόσο βαθειά. […]
Για να συνοψίσουμε. Οι τρεις τέχνες, του χορού, της μουσικής και της ποίησης αρχίσανε με μια. Πηγή τους ήταν η ρυθμική κίνηση των ανθρώπινων σωμάτων στην εκτέλεση ομαδικής εργασίας. Η κίνηση αυτή αποτελούνταν από δυο συνθετικά, ένα σωματικό κι ένα προφορικό. Το πρώτο ήταν το σπέρμα του χορού, το δεύτερο της γλώσσας. Αρχίζοντας από άναρθρες φωνές που είχαν για προορισμό να σημειώνουν το ρυθμό, η γλώσσα διαφοροποιήθηκε σε ποιητικό λόγο και κοινό λόγο. Όπου όμως οι άναρθρες αυτές φωνές δεν έγιναν λόγος και εκφράστηκαν με την κρούση των εργαλείων μεταξύ τους, αποτέλεσαν τον πυρήνας της μουσικής οργάνων.
Το πρώτο βήμα προς την ποίηση με τη στενή της έννοια υπήρξε η παράλειψη του χορού. Αυτό μας έδωσε το τραγούδι. Στο τραγούδι η ποίηση αποτελεί το περιεχόμενο της μουσικής, η μουσική τη μορφή της ποίησης. Αργότερα αυτά τα δυο χωρίστηκαν. Μορφή της ποίησης γίνεται η ρυθμική της διάρθρωση, που κληρονόμησε από το τραγούδι, αλλά απλοποιημένη, έτσι που να συγκεντρώνεται στο λογικό της περιεχόμενο. Η ποίηση λέει μια ιστορία με δική της εσωτερική συνοχή, ανεξάρτητη από τη ρυθμική της μορφή. Κι έτσι αργότερα ξεπήδησε μέσα από την ποίηση το πεζό ρομάντζο ή η νουβέλλα, όπου το ποιητικό λεκτικό έχει αντικατασταθεί από την κοινή ομιλία και το ρυθμικό περίβλημα έχει αποβληθεί – εκτός μόνο ως προς το σημείο που η ιστορία (πλοκή) χύνεται σε μια ισορροπημένη, αρμονική φόρμα.
GEORGE THOMSON Η ποίηση χθες και σήμερα,
εκδ. Ο Κέδρος, Αθήνα 1956, κεφ.2 Ρυθμός και εργασία, σελ.27 -30)
[1] G.Elliot Smith, The Evolution of Man,1924. Frederik Engels, Dialectics of Nature, 1940. K.Bûcher,Arbeit und Rhythmus, 1896. R.A.S.Paget, Human Speech,1930.
[2] J.B.Harrison, Ancient Art and Ritual, 1913.
[3] B.Malinowski, Coral Gardens and Their Magic, 1935, Vol.II, p.232. “The problem of Meaning in Pritive Languages”, in C.K.Ogden and I.A.Richards, The Meaning of Meaning,1927.
[4] Bûcher,p.235, There are many versions, because the middle of the stanza is still improvised.