Εργοδότες και «σοφοί της οικονομίας» απαιτούν ρητά κατάργηση του 8ώρου, περισσότερες απλήρωτες ώρες εργασίας, μεγαλύτερη ευελιξία για τις επιχειρήσεις και μείωση του μη μισθολογικού «κόστους»
«Ο πιο ευέλικτος εργάσιμος χρόνος είναι σημαντικός για την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών επιχειρήσεων. Οι εταιρείες που θέλουν να επιβιώσουν στον νέο μας ψηφιοποιημένο κόσμο πρέπει να είναι ευκίνητες. Η ιδέα να ξεκινάει η εργάσιμη μέρα το πρωί και να τελειώνει με την αποχώρηση από την εταιρεία είναι ξεπερασμένη». Με αυτά τα λόγια περιγράφει ο πρόεδρος της Επιτροπής των «σοφών της οικονομίας», Κρίστοφ Σμιντ, το μελλοντικό εργασιακό τοπίο στη Γερμανία.
Μπορεί στη Γερμανία να υπάρχει, τις τελευταίες μέρες, «πολιτική αβεβαιότητα» και δυσκολία να σχηματιστεί σταθερή κυβέρνηση, όμως, η θύελλα που έρχεται για τους εργαζόμενους είναι προδιαγεγραμμένη και ανεξάρτητη από τη σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης: Κατάργηση του 8ώρου, μείωση των προβλεπόμενων 11 ωρών ανάπαυσης μεταξύ δύο βαρδιών, μεγαλύτερη ελαστικότητα στην εργασία, ενίσχυση της προσωρινής απασχόλησης, μείωση του μη μισθολογικού «κόστους», περιορισμένες κοινωνικές δαπάνες. Αυτά - μεταξύ άλλων - απαιτούν οι εργοδότες, προτείνουν οι κορυφαίοι οικονομολόγοι και έχουν υιοθετήσει κατά βάση όλα τα αστικά κόμματα.
Θυμίζουμε ότι στη Γερμανία «ανθούν» εδώ και δεκαετίες οι λεγόμενες «άτυπες» μορφές απασχόλησης και έχουν γίνει μεγάλες περικοπές σε προνοιακά επιδόματα. Μάλιστα, αυτές θεωρούνται ένας από τους βασικούς παράγοντες που έχουν οδηγήσει σε καλούς ρυθμούς ανάπτυξης, υψηλή ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία, επενδύσεις κ.λπ. Τώρα, ενόψει της ψηφιοποίησης της παραγωγής και της οικονομίας και προκειμένου να ενισχυθεί η θέση του γερμανικού κεφαλαίου απέναντι σε άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, «δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι», λέει χαρακτηριστικά ο πρόεδρος των Γερμανικών Εργοδοτικών Ενώσεων (BDA), Ινγκο Κράμερ και ζητά από τη μελλοντική κυβέρνηση μια «επιδρομή» «για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη».
Κατάργηση του 8ώρου και μείωση των ωρών ανάπαυσης
Στην πολυσέλιδη έκθεσή τους, την οποία παρέδωσαν στην καγκελάριο και πρόεδρο των Χριστιανοδημοκρατών (CDU), Αγκελα Μέρκελ, οι «πέντε σοφοί οικονομολόγοι» προτείνουν «χαλάρωση» της νομοθεσίας για τον εργάσιμο χρόνο και ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας για διευθέτηση του χρόνου εργασίας.
Σήμερα, η γερμανική νομοθεσία προβλέπει: Εργασία έως 6 μέρες και έως 48 ώρες τη βδομάδα. Ημερήσιος εργάσιμος χρόνος έως 8 ώρες. Μεταξύ του τέλους μιας βάρδιας και έναρξης της επόμενης, πρέπει να υπάρχει περίοδος ανάπαυσης τουλάχιστον 11 ωρών (8 ώρες ξεκούραση και ο χρόνος που απαιτείται από και προς τον τόπο εργασίας).
Οι εργοδότες ζητούν από καιρό άρση τέτοιων «εμποδίων» και οι κορυφαίοι οικονομολόγοι πλαισίωσαν με τη ...«σοφία» τους τις επιχειρηματικές ανάγκες: Χρειάζεται να γίνει μια προσαρμογή «από έναν ημερήσιο μέγιστο χρόνο εργασίας σε εβδομαδιαίο μέγιστο», ώστε «να κατανέμεται ο χρόνος εργασίας με μεγαλύτερη ευελιξία μέσα στις μέρες της βδομάδας», ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης. «Επιπλέον, λόγω της αυξανόμενης ευελιξίας των ωρών και του τόπου εργασίας, να επιτρέπονται παρεκκλίσεις από την ελάχιστη περίοδο ανάπαυσης των 11 ωρών». Οι Γερμανοί εργοδότες μιλούν ξεκάθαρα για μείωση σε 9 ώρες.
Ετσι, ανοίγει η πόρτα για επέκταση των (απλήρωτων) ωρών εργασίας των εργαζομένων, κάτι για το οποίο «προειδοποιούν» και οι οικονομολόγοι. Θυμίζουμε ότι πρόσφατα στην Ελλάδα ψηφίστηκε - από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, τη ΝΔ, τη Δημοκρατική Συμπαράταξη, την Ενωση Κεντρώων και το Ποτάμι - ο νόμος για τη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας των νοσοκομειακών γιατρών, που ορίζει τις 48 ώρες ως μέσο όρο εβδομαδιαίας εργασίας (με περίοδο αναφοράς το 4μηνο) και παρέχει δυνατότητα να ανεβαίνει ο χρόνος εργασίας έως και στις 60 ώρες τη βδομάδα («ρήτρα εξαίρεσης»).
Η αποτυχία των διαπραγματεύσεων για κυβέρνηση «Τζαμάικα», πάντως, σε καμία περίπτωση δεν αφορούσε σε τέτοιου είδους διαφωνίες και φιλεργατικές «ευαισθησίες» των κομμάτων. Φιλελεύθεροι (FDP) και Χριστιανοδημοκράτες/ Χριστιανοκοινωνιστές (CDU/CSU) στήριζαν με θέρμη τέτοιες προτάσεις, ενώ οι Πράσινοι εμφανίζονταν - κλασικά - «διστακτικοί», χωρίς όμως να το θεωρούν ανυπέρβλητο εμπόδιο.
Υπό αμφισβήτηση και ο ελάχιστος μισθός
Το 2015 καθιερώθηκε ένας ελάχιστος μισθός στη Γερμανία (8,50 ευρώ την ώρα) και από το 2017 θα αυξηθεί ελάχιστα (στα 8,84 ευρώ την ώρα). Η καθιέρωση ενός κατώτατου μισθού στη Γερμανία «είχε επιπτώσεις» αν και όχι «μεγάλες», τονίζεται στην έκθεση των «σοφών»: Οι εταιρείες προσαρμόστηκαν με ελάχιστες ή καθόλου μισθολογικές αυξήσεις, μείωση του ωραρίου εργασίας και αύξηση των τιμών των προϊόντων τους. Οι «σοφοί» προειδοποιούν επίσης ότι αυτό το μέτρο κάνει πιο δύσκολη την πρόσληψη εργαζομένων με χαμηλά προσόντα, υπονοώντας ότι κοστίζουν πολύ στους εργοδότες! Προτείνουν να εξαιρούνται από τον ελάχιστο μισθό ως και 12 μήνες όσοι κάνουν πρακτική άσκηση.
Σε κάθε περίπτωση, οι επιπτώσεις του εθνικού ελάχιστου μισθού «εξετάζονται σε οικονομικά ευνοϊκές συνθήκες και πριν την είσοδο των αναγνωρισμένων προσφύγων στην αγορά εργασίας». Οι τελευταίοι προσφέρονται για πάμφθηνο εργατικό δυναμικό και οποιοδήποτε όριο, ακόμη κι αυτός ο στοιχειώδης κατώτατος μισθός (πείνας για τα δεδομένα της Γερμανίας) αποτελεί εμπόδιο για την ένταση της εκμετάλλευσης.
Κανένα όριο στην «ευελιξία» των εργαζομένων
Ολη η ενότητα «εργασιακά» στην έκθεση των «σοφών» κατακλύζεται από αντεργατικές προτάσεις πάντα «υπό το πρίσμα της αναγκαίας ευελιξίας στις επιχειρήσεις» και πάντα υπέρ «της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης»:
- Να διατηρηθεί η δυνατότητα των εργοδοτών να χρησιμοποιούν συμβάσεις ορισμένου χρόνου χωρίς περιορισμούς και χωρίς «αιτιολόγηση». Αυτές οι απαιτήσεις, προτού ακόμη γίνουν νόμος του κράτους, τίθενται από τους επιχειρηματικούς ομίλους στους εργαζόμενους και τα συνδικάτα. Την προηγούμενη Παρασκευή ο Σύνδεσμος Βιομηχανιών Μετάλλου και Ηλεκτρικών Συσκευών της Σαξονίας (VSME) στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης με το Συνδικάτο μετάλλου (IG Metall) για κλαδική Συλλογική Σύμβαση, απαίτησε να αντικατασταθεί ο μέγιστος ημερήσιος χρόνος από τον μέγιστο εβδομαδιαίο και επιπλέον να επεκταθεί η διάρκεια των προσωρινών συμβάσεων. Τα κόμματα που διαπραγματεύονταν για σχηματισμό κυβέρνησης είχαν συμφωνήσει «οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου να μπορούν να διαρκούν έως και δύο χρόνια χωρίς κάποιον αντικειμενικό λόγο από πλευράς της επιχείρησης», επιθυμούσαν ωστόσο, να ...«καταπολεμήσουν την κατάχρησή τους», όπως ανέφερε το έγγραφο της διαπραγμάτευσης.
- Να διατηρηθεί το δικαίωμα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων να απασχολούν αποσπασμένους εργαζόμενους από άλλες χώρες της ΕΕ με μισθούς της χώρας προέλευσης, δηλαδή με χαμηλότερο μισθό (Οδηγία Μπόλκενστάιν). Αντιτίθενται στη μεταρρύθμιση της σχετικής Οδηγίας (23/10/2017) που θέτει «στα χαρτιά» κάποιους περιορισμούς για να αμβλύνουν τον «αθέμιτο» ανταγωνισμό, εξαιτίας των εξευτελιστικών μισθών (Βαλτικές χώρες, Πολωνία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Ελλάδα κ.ά.), που μειώνουν πολύ σε ορισμένα κράτη - μέλη και ορισμένους κλάδους το εργασιακό «κόστος». «Η ευελιξία των επιχειρήσεων θα επηρεαστεί», «θα μειωθεί η ελκυστικότητα της αποσπασμένης εργασίας» και «αποτρέπει τον ανταγωνισμό από εταιρείες που μπορούν να προσφέρουν φθηνότερες υπηρεσίες», προειδοποιούν.
- «Η ευελιξία της αγοράς εργασίας περιορίστηκε από τη μεταρρύθμιση του νόμου περί προσωρινής εργασίας»: Από τον περασμένο Απρίλη οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι επιτρέπεται να πληρώνονται το πολύ 9 μήνες αργότερα από τους μόνιμους συναδέλφους τους και να απασχολούνται το πολύ έως 18 μήνες μέσω της ίδιας εταιρείας ενοικίασης.
Ούτε ψίχουλο
Ενδεικτικό της αντεργατικής επιθετικότητας του γερμανικού κεφαλαίου είναι πως κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων για κυβέρνηση «Τζαμάικα», οι επιχειρηματίες δεν ήθελαν να αφήνεται ούτε χαραμάδα ανοιχτή για φιλολαϊκές παροχές και πως «η οικονομία παρακολουθεί με ανησυχία την προσπάθεια των κομμάτων να βελτιώσουν το κοινωνικό τους προφίλ για να κρατήσουν τους ψηφοφόρους τους». Οι όποιες παροχές πρότειναν τα κόμματα ήταν ψίχουλα, με δεδομένο ότι «τα πρόσθετα φορολογικά έσοδα θα ανέλθουν στα 300 δισ. ευρώ τα επόμενα τέσσερα χρόνια» (στοιχεία του Συνδέσμου Γερμανικών Βιομηχανιών) και το δημοσιονομικό περιθώριο της επόμενης κυβέρνησης στα 30 δισ. ευρώ (στοιχεία υπουργείου Οικονομικών). Ομως ούτε τα ψίχουλα είναι ανεκτά από τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Σε Χριστιανοδημοκράτες (CDU) και Σοσιαλδημοκράτες (SPD) υπήρχε η σκέψη για περιορισμό των συμβάσεων ορισμένου χρόνου (βλ. παραπάνω) και για δικαίωμα επιστροφής από μερική σε πλήρη απασχόληση. Οι εργοδότες (BDA) απείλησαν με απολύσεις ή φρένο στις προσλήψεις και οι σοφοί υπερθεμάτισαν: «Παραμένει ορθό να μην υπάρχει δικαίωμα επιστροφής των εργαζομένων από μερική σε πλήρη εργασία» καθώς «οι δυνατότητες αύξησης του ποσοστού απασχόλησης και των ωρών εργασίας είναι περιορισμένες μακροπρόθεσμα». Δηλαδή, σε αυτό το «ευέλικτο εργασιακό περιβάλλον», από τη μια, οι εργαζόμενοι θα ξεπατώνονται στη δουλειά με όλο και παραπάνω απλήρωτες ώρες δουλειάς και άλλοι εργαζόμενοι θα υποαπασχολούνται, με μισθούς πείνας και χωρίς δικαιώματα.
Επίσης, νέες «κοινωνικές παροχές» - που ψέλλιζαν οι Πράσινοι - «θα αυξήσουν το μη μισθολογικό κόστος» «διακινδυνεύοντας επίσης τις θέσεις εργασίας», λέει ο BDA. Για τη μείωσή του «οι ασφαλιστικές εισφορές πρέπει να μην ξεπερνούν το 40%» και «να μειωθεί η εισφορά υπέρ ανέργων κατά 0,2% - 0,3%».
Τέλος, «να απορριφθούν προτάσεις για παράταση των παροχών ανεργίας, καθώς αυτό θα αποδυναμώσει τα ...κίνητρα για εύρεση εργασίας» (πρόταση SPD).