Η περίπτωση της Γαλλίας

Ο εβδομαδιαίος χρόνος εργασίας παραμένει τυπικά στις 35 ώρες, όμως ορίζονται ως μέγιστο όριο οι 48 ώρες τη βδομάδα, που μπορούν να γίνουν 60 μετά από έγκριση της διοίκησης και να υπολογίζονται στο τρίμηνο. Συμπληρωματικά στα παραπάνω, η προσαύξηση του μισθού για τις υπερωρίες μειώνεται.
Σε ό,τι αφορά τις Συμβάσεις Εργασίας, στο εξής, με μια επιχειρησιακή συμφωνία, οι κανόνες της κλαδικής θα μπορούν να αλλάξουν και να προσαρμοστούν στις ανάγκες της επιχείρησης. Παράλληλα, εισάγονται νέοι, ελαστικότεροι όροι για τις απολύσεις. Η εταιρεία θα μπορεί να επικαλεστεί «σημαντική έλλειψη ρευστότητας» ή «εταιρική αναδιοργάνωση, αναγκαία για τη διατήρηση της ανταγωνιστικότητας», ενώ για εργαζόμενους πάνω από 20 χρόνια, οι αποζημιώσεις δεν θα ξεπερνούν τους 15 μισθούς.
Τα μέτρα αυτά έρχονται να προστεθούν σε άλλα που έχουν πάρει έως τώρα η σημερινή και οι προηγούμενες κυβερνήσεις στη Γαλλία και τα οποία έχουν σαν αποτέλεσμα σήμερα η μερική απασχόληση να αγγίζει το 18%, ενώ πολύ λιγότερες από τις μισές προσλήψεις που γίνονται κάθε μήνα αφορούν σε μόνιμες θέσεις εργασίας.
Στο όνομα, εξάλλου, της αντιμετώπισης της ανεργίας, εφαρμόζονται μέτρα που επιτρέπουν στους εργοδότες να απασχολούν μέχρι τρία χρόνια, με συμβάσεις μαθητείας, νέους 16 έως 25 ετών, οι οποίοι αμείβονται με μισθό ίσο με το 25% έως και το 78% του κατώτατου. Ακόμα, επιτρέπεται να απασχολούν μέσω «συμβολαίων επαγγελματικής κατάρτισης» νέους 16 - 25 ετών που δεν έχουν προσόντα ή και άνω των 25, για 6 έως 21 μήνες, πληρώνοντας με το 55% έως 85% του κατώτατου μισθού.

Σημειώνουμε επίσης τα εξής: Η γαλλική κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι οι μεταρρυθμίσεις αυτές είναι αναγκαίες για να μειωθεί η ανεργία (είναι περίπου στο 10%) και να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Γι' αυτό το τελευταίο, επικαλείται το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών όπου εφαρμόστηκαν τέτοια μέτρα και απέδωσαν. Επικαλείται δηλαδή κι αυτή τις «βέλτιστες πρακτικές».