
Και ξεκινάμε με την "ηγέτιδα"οικονομική δύναμη.
Στη Γερμανία, την ισχυρότερη
οικονομία της ΕΕ, οι ελαστικές μορφές απασχόλησης διευρύνονται συνεχώς. Οι
θέσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης το 1997 ανέρχονταν στο 82,5% επί του
συνόλου και σήμερα έχουν πέσει στο 57%. Κατά την ίδια περίοδο αυξήθηκαν οι νέες
μορφές απασχόλησης (συμβάσεις ορισμένου χρόνου, μερική απασχόληση, προσωρινή
εργασία κ.ά.) φτάνοντας στο 43%, από 17,5% που ήταν το 1997.
Διαδεδομένη
μορφή ελαστικής απασχόλησης είναι τα λεγόμενα «mini jobs» ή «οριακή
απασχόληση», που αμείβεται έως 450 ευρώ το μήνα. Με αυτή τη μορφή απασχολούνται
περίπου επτά εκατομμύρια άνθρωποι, κυρίως στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο, τη
συντήρηση και επισκευή μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών, ξενοδοχεία και
υπηρεσίες εστίασης, την υγειονομική περίθαλψη και την κοινωνική μέριμνα.
Μια ακόμη
διαδεδομένη μορφή ευελιξίας είναι η «εργασία μετά από κλήση - τηλεφώνημα»
(Arbeit auf Abfuf). Ο εργαζόμενος δεν ξέρει πότε και για πόση ώρα θα εργαστεί
και δεν έχει κανένα εργασιακό και κοινωνικό δικαίωμα (Υγεία, Ασφάλιση). Οι
μηνιαίες απολαβές κυμαίνονται από 100 έως 300 ευρώ. Η πλειονότητά τους έχει
απολαβές περίπου 150 ευρώ το μήνα, τις οποίες συμπληρώνει το κράτος με κάποιο
επίδομα ανεργίας.
