
Με τα λεφτουδάκια αυτά αγόρασε ένα μαγαζάκι, μια ταβερνούλα στο Νιουγκέιτ, που τον τελευταίο καιρό έβγαζε με το παραπάνω τα έξοδα της - κάπου σαράντα σελίνια τη βδομάδα. Αυτό τουλάχιστον είδε ο άνθρωπός μας με τα ίδια του τα μάτια στα βρόμικα και καταμουτζουρωμένα τεφτέρια που του παρουσίασαν για λογιστικά βιβλία του μαγαζιού.
Εγκαταστάθηκε λοιπόν εκεί -το μαγαζί είχε κι ένα χωριστό δωματιάκι στο βάθος- και πήρε και μια γριά γυναικούλα να τον βοηθάει. Λίγες βδομάδες όμως μετά, βρέθηκε αναγκασμένος να παραδεχτεί πως η τοποθέτηση που έκανε δεν ήταν και τόσο σπουδαία και δεν άξιζε το πόδι που 'χε χάσει γι' αυτήν: τα έσοδα όλο και πέφτανε κάτω από τα σαράντα σελίνια που είχε υπολογίσει προκαταβολικά. Κι όμως, δεν του 'λείπε ο καλός τρόπος απέναντι στην πελατεία του. [...] (Από το κεφάλαιο "Ένα άσυλο")