Δεν υπάρχει σήμερα άνθρωπος που να μην προβληματίζεται και να μην αναρωτιέται: «Πού πάει η κατάσταση; Πού οδηγούν τα πράγματα;». Απλές απαντήσεις δεν υπάρχουν. Η βαθιά και συγχρονισμένη καπιταλιστική κρίση έκανε ακόμα πιο σύνθετη και πολύπλοκη την κατάσταση στον κόσμο, στην ΕΕ, στη χώρα μας και στην ευρύτερη περιοχή, με επακόλουθο την όξυνση των ανταγωνισμών σε όλα τα επίπεδα: Οικονομικό, πολιτικό, στρατιωτικό.
Αυτό όμως που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε είναι ότι από τις εξελίξεις που βρίσκονται μπροστά μας, ο λαός δεν έχει τίποτα καλό να περιμένει, αν ο ίδιος δεν παρέμβει αποφασιστικά με την πάλη του, για να τις καθορίσει προς όφελός του.
Αν κάτι επιβεβαιώνεται από την κρίση και την περίοδο που τώρα ζούμε, είναι ότι ο καπιταλισμός δεν έχει δυνατότητα να κάνει τις παραχωρήσεις προηγούμενων δεκαετιών και επομένως να γυρίσει το ρολόι ακόμα και στα χρόνια πριν από την κρίση.
Αντίθετα, τα μαύρα σύννεφα που μαζεύονται απειλητικά, προμηνύουν καταιγίδα. Φέρνουν μαζί τους «βροχή» από αντιλαϊκά μέτρα, πρόσθετα σ' αυτά που νομοθετήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και τώρα «ωριμάζουν».
Φέρνουν μαζί τους νέους κινδύνους και εντάσεις ανάμεσα σε αντιμαχόμενα ιμπεριαλιστικά κέντρα, με το ενδεχόμενο γενίκευσης του πολέμου να παραμονεύει σε κάθε επόμενη στροφή. Φέρνουν αλλαγές και ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα στην Ευρώπη, στην Ελλάδα και παγκόσμια, που αντανακλούν ευρύτερες διεργασίες και τη δυσκολία που αντιμετωπίζει η οικονομία να ανακάμψει από την κρίση.
Σε μια εικοσαετία και βλέπουμε...
Ας δούμε ορισμένα παραδείγματα: Τι έχει να περιμένει σήμερα ένας άνεργος, ή ένας ευέλικτα απασχολούμενος από την καπιταλιστική ανάκαμψη, που η κυβέρνηση και τα άλλα αστικά κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν αναγορεύσει σε «εθνικό στόχο»;
Ακόμα κι αν υπάρξει τελικά ανάκαμψη της οικονομίας μέσα στο χρόνο που διανύουμε, όπως προβλέπουν η κυβέρνηση και διάφοροι ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, η ανεργία, που σήμερα βρίσκεται περίπου στο 23%, θα χρειαστεί τουλάχιστον δύο δεκαετίες για να βρεθεί στα επίπεδα πριν από την κρίση.
Θα πει κανείς: Τουλάχιστον, υπάρχει μια ελπίδα, μια προοπτική ότι η γενιά που γεννιέται τώρα, στα 20 χρόνια της θα έχει μια δουλειά και θα μπορεί να ζει σχετικά καλύτερα, κάνοντας σύγκριση με τα χρόνια της καπιταλιστικής κρίσης. Η επιστροφή όμως της ανεργίας στα επίπεδα του 2009 μετά από 20 χρόνια, προϋποθέτει ανάκαμψη της οικονομίας με μέτρα που τσακίζουν το εισόδημα και τις σχέσεις εργασίας. Που σημαίνει ότι η φτώχεια γίνεται ακόμα μεγαλύτερη και η ζούγκλα της αγοράς εργασίας χειροτερεύει.
Ετσι, ακόμα κι αν υπάρξει ανάσχεση και σχετική μείωση της επίσημης ανεργίας, έστω και σε βάθος 20ετίας, αυτό δε σημαίνει ότι οι εργασιακές σχέσεις και οι μισθοί θα επιστρέψουν κι αυτοί στο 2009. Πόσο μάλλον που κι εκείνη την εποχή, οι συμβάσεις, τα ωράρια, οι αποδοχές και συνολικά τα εργατικά δικαιώματα κάθε άλλο παρά ευθυγραμμίζονταν με τις ανάγκες των εργαζομένων και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Σημειώνουμε απλώς ότι όλες οι προβλέψεις μιλούν για αναιμική ανάκαμψη, πράγμα που σημαίνει ότι μάλλον ακόμα και η εικοσαετία αποτελεί αισιόδοξη πρόβλεψη.
Μερική εργασία - μερική ανεργία
Τι μέλλον επιφυλάσσουν επομένως για τις επόμενες γενιές, που υποτίθεται ότι θα ζήσουν το «εθνικό όραμα» της ανάκαμψης, αν ισχύσουν βέβαια οι προϋποθέσεις που οι ίδιοι θέτουν και δεν επαληθευτούν οι αβεβαιότητες, πράγμα δύσκολο, παίρνοντας υπόψη τη ρευστότητα στην οικονομία και τους ανταγωνισμούς τους σε όλα τα μέτωπα;
Σήμερα, το 22,48% των μισθωτών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου απασχολείται με μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία, ενώ οι αμοιβές τους είναι σε κάθε περίπτωση κάτω από τα 500 ευρώ μεικτά.
Επίσης, ένας στους πέντε μισθωτούς εργαζόταν το 2016 από 1 έως 20 ώρες τη βδομάδα, που σημαίνει ακραία υποαπασχόληση και αποδοχές κάτω από τα όρια της πείνας. Εξίσου αποκαλυπτικό είναι και το γεγονός ότι το 63,2% των μισθωτών έχει εισόδημα από μερικές δεκάδες ευρώ το μήνα μέχρι 1.000 ευρώ μεικτά.
Ενα ακόμα στοιχείο: Το 2012, πριν από την κατάργηση της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας και τη μείωση του κατώτερου μισθού κατά 22% (και 32% για τους κάτω των 25 ετών), το ποσό των 751 ευρώ μεικτά ήταν η ελάχιστη βάση όλων των μισθών. Το 2016, όμως, σε αυτό το ύψος (μέχρι 800 ευρώ μεικτά) βρίσκεται πλέον το «ταβάνι» για το 50% των μισθωτών!
Αυτή, επομένως, είναι η τάση που διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας, με την παρέμβαση του κράτους του κεφαλαίου και με στόχο την ανάκαμψη της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του.
Το «μοντέλο» του «απασχολούμενου» για τα επόμενα χρόνια περιγράφεται παραστατικά από τους όρους «μερική εργασία» και «μερική ανεργία», που θα εναλλάσσονται και θα αλληλοσυμπληρώνονται στη διάρκεια του εργάσιμου βίου ενός νέου ανθρώπου. Μέχρι τα βαθιά γεράματα, όπου θα τον περιμένει μια σύνταξη πείνας των 360 ευρώ, όσο «εγγυάται» σήμερα το κράτος. Αν κάποιος αμφιβάλλει δεν έχει παρά να δει σε τι κατάσταση ζουν ανάμεσα στη μισοδουλειά και την ανεργία χιλιάδες εργαζόμενοι σε καπιταλιστικά κράτη, όπως η Βρετανία, η Γερμανία κ.ά.