Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, διακρίνω τον κίνδυνο να βαθύνω με τις βέβηλες ετούτες σκέψεις μου το ελληνο-γερμανικό τραύμα. Και να υποβάλλω ίσως σε πρόσθετα έξοδα τη γερμανική πρεσβεία στη χώρα μας. Ένα εκατομμύριο ευρώ έχει ρίξει σε «ιστορικές έρευνες» για να θεραπευθεί αυτό το «τραύμα».
Η πολύ σπουδαία γερμανική εφημερίδα Frankfurter Allgemeine Zeitung (FAZ), σεπολύ θυμωμένη ανταπόκρισή της από την Ελλάδα (5 Οκτωβρίου) εξέφρασε την αγανάκτησή της για το γεγονός ότι το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο της χώρας μας χαρακτήρισε αρχαιολογικού ενδιαφέροντος μερικές δεκάδες από τα χιλιάδες στρέμματα που έχουν πωληθεί σε «επενδυτές» για «αξιοποίηση».
Στο άρθρο, εκτός από την καταγγελία των αρχαιολόγων που αποφασίζουν έχοντας ως μόνο κριτήριο το ότι ανήκουν στον «χώρο της κρατικοδίαιτης γραφειοκρατίας» και ως εκ τούτου συνωμοτούν «για να μπλοκάρουν την επένδυση στο Ελληνικό» υπάρχουν και άλλες καχύποπτες παρατηρήσεις. Παρατηρεί δε η αγαπημένη των Γερμανών χρηματιστών εφημερίδα ότι «οι αρχαιολόγοι εξάλλου δεν ενόχλησαν κανέναν τα τελευταία 60 χρόνια, οπότε προσγειώνονταν και απογειώνονταν εκεί ασταμάτητα τα αεροπλάνα». Τώρα που βρέθηκε «επενδυτής» αποφάσισαν να δράσουν.
Φυσικά η εφημερίδα του κεφαλαίου ελάχιστα γνωρίζει για την ιστορία του αεροδρομίου του Ελληνικού. Η κατασκευή του τελευταίου ανάγεται σε μια πολύ ευτυχισμένη περίοδο των ελληνο-γερμανικών σχέσεων, τότε που ο γερμανικός στρατός είχε «απελευθερώσει» τη χώρα μας από τη βρετανική αποικιοκρατία και τους κομμουνιστές (καμία σχέση το ένα με το άλλο, απλώς οι Γερμανοί λένε…).
Εκείνο λοιπόν τον ευτυχισμένο καιρό οι Γερμανοί, στο πλαίσιο των αναπτυξιακών πρωτοβουλιών τους στην φτωχή μας χώρα αποφάσισαν να κατασκευάσουν ένα μεγάλο αεροδρόμιο στο Ελληνικό. Απαλλοτρίωσαν με άκρως αποτελεσματικό τρόπο τον χώρο –πολύ απλά η Λουφτβάφε δήλωσε ότι της ανήκει, ούτε Συμβούλια Επικρατείας, ούτε τίποτα!– και έστειλαν τους δύστυχους κατοίκους της περιοχής, αστέγους πλέον, στην επίσης ναζιστική κυβέρνηση της Ελληνικής Πολιτείας (Τσολάκογλου) για «αποζημιώσεις». Ολόκληρος οικισμός, το Ελληνικό, ισοπεδώθηκε για να γίνει το αεροδρόμιο.
Ισοπεδώθηκαν και κάτι λόφοι ολόγυρα. Το έργο ήταν μνημειώδες –όπως οι αναμενόμενες σήμερα «επενδύσεις»- και έδωσε δουλειά σε πολλές χιλιάδες ανθρώπους. Έδωσε δουλειά, όχι όμως και αμοιβές. Άλλοι από αυτούς ήταν αιχμάλωτοι, άλλοι κρατούμενοι, άλλοι «αγγαρεμένοι». Γενικώς επρόκειτο για εργάτες που ευγνωμονούσαν το αφεντικό επειδή τους αφήνει να ζουν και δεν είχαν περισσότερες απαιτήσεις από αυτό. Σε εκείνους που οι Γερμανοί πληρώνανε, η πληρωμή ήταν ένα πλήρες (περίπου) σιτηρέσιο της Βέρμαχτ. Από αυτό ας φύλαγαν κάτι για τα παιδιά τους. Η λιτότητα ήταν και είναι το σπουδαιότερο προσόν του εργαζόμενου.
Υπήρχαν ημέρες που ως και οχτώ χιλιάδες άνθρωποι εργάζονταν κάτω από μαύρες συνθήκες στο έργο –συγγνώμη στην επένδυση– των Γερμανών. Ωραίες ημέρες, αρκεί να είσαι Γερμανός ή «Έλληνας» εργολάβος.
Α, ξέχασα. Οι τότε Γερμανοί, ως σωστοί επενδυτές, παρέλειψαν να ρωτήσουν τους αρχαιολόγους. Αλλά οι καιροί αλλάξανε. Και τώρα άλλοι Γερμανοί, το ίδιο καπιταλιστές με τους τότε ναζί, αναρωτιούνται: Μα πού ήταν τόσα χρόνια οι αρχαιολόγοι;
Τώρα που το σκέφτομαι καλύτερα, διακρίνω τον κίνδυνο να βαθύνω με τις βέβηλες ετούτες σκέψεις μου το ελληνο-γερμανικό τραύμα. Και να υποβάλλω ίσως σε πρόσθετα έξοδα τη γερμανική πρεσβεία στη χώρα μας. Ένα εκατομμύριο ευρώ έχει ρίξει σε «ιστορικές έρευνες» για να θεραπευθεί αυτό το «τραύμα». Σε Έλληνες «ιστορικούς» πήγανε τα λεφτά, να ζήσουν και αυτοί. Και εμείς οι αχάριστοι, αντί να πούμε ευχαριστώ…