Η κατηγοριοποίηση ενισχύει τις ανισότητες και υποβαθμίζει τη μόρφωση
Ενα αρνητικό παράδειγμα από τη διεθνή εμπειρία, την ώρα που στην Ελλάδα η «αυτόνομη» - διαφοροποιημένη σχολική μονάδα αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή
Κατηγοριοποίηση των σχολείων όλων των βαθμίδων, υπεράριθμες τάξεις, λίγοι και κακοπληρωμένοι εκπαιδευτικοί που πάσχουν από επαγγελματική εξουθένωση και μαθητές που δεν μπορούν να αποδώσουν. Φοιτητικές υποτροφίες που έχουν αντικατασταθεί από δάνεια για τους φτωχούς φοιτητές, οι οποίοι όλο και περισσότερο δυσκολεύονται να τα αποπληρώσουν.
Με αφορμή αυτές τις ειδήσεις στον ξένο Τύπο σχετικά με τα σχολεία και τις σπουδές στην Ολλανδία, αναδεικνύεται πως οι ταξικοί φραγμοί στην εκπαίδευση είναι «ολοζώντανοι» και εντείνονται σε όλες τις καπιταλιστικές κοινωνίες, και στις πιο αναπτυγμένες που βρίσκονται στη λεγόμενη πρώτη ταχύτητα της ΕΕ. Ταυτόχρονα, η κρατική υποχρηματοδότηση της Παιδείας και οι «αυτόνομες» σχολικές μονάδες αποτελούν κοινή στρατηγική σε όλες τις χώρες της ΕΕ, με καταστροφικές συνέπειες για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς.
Δεν αξιοποιούνται οι ικανότητες των μαθητών
Η μεγάλη κατηγοριοποίηση των σχολείων όλων των βαθμίδων έχει αποτέλεσμα το ολλανδικό εκπαιδευτικό σύστημα να αποτυγχάνει να αξιοποιήσει στο έπακρο τις ικανότητες των μαθητών. Αυτό προκύπτει από την ετήσια έκθεση των επιθεωρητών του ολλανδικού υπουργείου Παιδείας, ενώ συμπεραίνει ότι η επιλογή του σχολείου είναι πιθανό να έχει σημαντικό αντίκτυπο στο μέλλον ενός παιδιού, λόγω των τεράστιων διαφορών στα επίπεδα επιδόσεων.
Για παράδειγμα, ορισμένοι μαθητές δημοτικού σχολείου ίδιων ικανοτήτων κατέγραψαν 10% έως 20% χαμηλότερες επιδόσεις σε βασικές δοκιμασίες, επειδή το σχολείο τους δεν είναι πάνω από τις συγκεκριμένες προδιαγραφές. Αυτό σημαίνει ότι εισέρχονται στην επόμενη φάση της εκπαίδευσής τους με σημαντικές εκπαιδευτικές ελλείψεις και είναι απίθανο να καλύψουν τη διαφορά, λένε οι επιθεωρητές. Και συμπληρώνουν: «Γνωρίζαμε ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης διαφέρει, αλλά δεν περιμέναμε οι διαφορές να είναι τόσο μεγάλες».
Ακόμη και το ίδιο το υπουργείο Παιδείας αναγνωρίζει τα αποτελέσματα της έκθεσης και παραδέχεται - τουλάχιστον στα λόγια - ότι «προωθείται η ανισότητα αν η πλήρης ανάπτυξη των ταλέντων των μαθητών εξαρτάται από το σε ποιο σχολείο πάνε». Στο μεταξύ, στο σύνολο των Ολλανδών μαθητών η έκθεση δείχνει ότι ο αριθμός των «κορυφαίων μαθητών» μειώνεται, όπως λιγότεροι είναι και οι μαθητές που «πραγματικά αποδίδουν καλά».
Οι διαφορές στην ποιότητα εκτείνονται σε ολόκληρη τη χώρα και εμφανίζονται σε όλους τους τύπους σχολείων, από μικρά δημοτικά σχολεία έως προ-πανεπιστημιακά γυμνάσια, επαγγελματικές σχολές και πανεπιστήμια, σημειώνει η έκθεση.
Μάλιστα, η κατηγοριοποίηση των σχολείων συζητιέται, προχωρά και βαθαίνει - σε πολλές χώρες της ΕΕ, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα - στο όνομα των «ιδιαιτεροτήτων» της κάθε περιοχής, της «καταπολέμησης» των κοινωνικών ανισοτήτων και του «σεβασμού στη διαφορετικότητα», στη θρησκευτική επιλογή κ.λπ.
Αυτόνομες, υποχρηματοδοτούμενες σχολικές μονάδες
Στην Ολλανδία τα σχολεία χωρίζονται σε κατηγορίες: Στα δημόσια, στα ιδιωτικά που βασίζονται είτε σε κάποια θρησκεία (π.χ. καθολικά, προτεσταντικά, εβραϊκά, μουσουλμανικά) είτε σε κάποια ιδιαίτερη παιδαγωγική μέθοδο, σχολεία που ελέγχονται από ένα σχολικό συμβούλιο, στα κοινοτικά, στα ειδικά σχολεία (για μαθητές που χρειάζονται περισσότερη βοήθεια), στα σχολεία Ειδικής Αγωγής (για μαθητές με αναπηρίες, χρόνιες παθήσεις κ.λπ.) και στα διεθνή. Οι διαφορές αυτές υπάρχουν σε όλα τα επίπεδα εκπαίδευσης.
Ολα - δημόσια και ιδιωτικά - χρηματοδοτούνται από το κράτος με ισότιμη οικονομική υποστήριξη από την κυβέρνηση, εάν πληρούνται ορισμένα κριτήρια. Παρόλο που επίσημα είναι δωρεάν, είναι συνηθισμένο αυτά τα σχολεία να ζητούν μια γονική «συνεισφορά» (για γιορτές, εκδρομές, μαθήματα κολύμβησης κ.λπ.). Επίσης οι γονείς πληρώνουν για «εξωσχολική φροντίδα» πριν και μετά το σχολείο (για φαγητό, για ολοήμερη φροντίδα), όπως και κατά τη διάρκεια των διακοπών και αργιών.
Η κατηγοριοποίηση των σχολείων - που είναι αντικειμενική και αναπόφευκτη σε κάθε ταξική κοινωνία, όπου αναπαράγονται οι υπαρκτές ανισότητες - ενισχύεται από τους παραπάνω διαχωρισμούς, από τη δυνατότητα των γονιών να «συνεισφέρουν» οικονομικά, τυπικά ή άτυπα, να επιλέξουν τη μέθοδο διδασκαλίας, τις δραστηριότητες του σχολείου κ.λπ. Αλλωστε, η επιλογή δημοτικού σχολείου στην Ολλανδία γίνεται ανεξάρτητα από τη διεύθυνση κατοικίας (υπάρχει προτεραιότητα στα 8 πιο κοντινά σχολεία), αλλά περισσότερο σχετίζεται με τη μέθοδο διδασκαλίας που διαφέρει από σχολείο σε σχολείο, αλλά και από το θρησκευτικό του υπόβαθρο. Ετσι προκύπτουν τα «καλά» σχολεία, που συγκεντρώνουν μαθητές των οποίων οι γονείς έχουν μεγαλύτερη οικονομική άνεση και υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, και τα «κακά» σχολεία, για τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα, για μετανάστες, πρόσφυγες κ.λπ.
Οχι τυχαία, οι επιθεωρητές του ολλανδικού υπουργείου Παιδείας σημειώνουν πως το «προφίλ» και η κοινωνική θέση των γονιών των μαθητών είναι ένας από τους λόγους για τη διαφορά μεταξύ της ποιότητας των εκπαιδευτικών και της διοίκησης των σχολείων (management). Τα σχολεία όπου η πλειοψηφία των γονιών έχουν χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, δυσκολεύονται να προσελκύσουν εξειδικευμένο προσωπικό, αφού ενδεχομένως οι πιο εξειδικευμένοι και έμπειροι εκπαιδευτικοί αρνούνται να διδάξουν σε ένα υποβαθμισμένο σχολείο.
Στο έδαφος της υποχρηματοδότησης και της φτώχειας
Φυσικά, ο ταξικός διαχωρισμός στην εκπαίδευση «ανθίζει» στο έδαφος της κρατικής υποχρηματοδότησης. Ως αίτια της ανισότητας μεταξύ των σχολείων εμφανίζονται - σύμφωνα με τον οργανισμό των σχολείων της Ολλανδίας - η μακρόχρονη υποχρηματοδότηση και οι περικοπές στο προσωπικό όλων των ειδικοτήτων. Η κατάσταση θα επιδεινωθεί εξαιτίας της επικείμενης έλλειψης εκπαιδευτικών, σημειώνεται. Οπως λέει το συνδικάτο των δασκάλων (AOb), που εκπροσωπεί περίπου 82.000 δάσκαλους και απειλεί με απεργιακές κινητοποιήσεις τον Σεπτέμβρη αν η κυβέρνηση δεν αυξήσει τους μισθούς τους και δεν μειώσει το φόρτο εργασίας τους, «οι τάξεις είναι υπεράριθμες, οι δάσκαλοι είναι φορτωμένοι με πολλή δουλειά γραφείου και πολλοί πάσχουν από επαγγελματική εξουθένωση (burn out), ενώ οι μισθοί τους είναι χαμηλοί, ακόμη και σε σύγκριση με τους συναδέλφους στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση».
Μάλιστα, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση «οι επιδόσεις και οι ικανότητες» του παιδιού είναι αυτές που καθορίζουν το σχολείο όπου θα πάει. Το δημοτικό σχολείο προτείνει τον «τύπο εκπαίδευσης» - και τα αντίστοιχα σχολεία - για το κάθε παιδί. Επίσης, αν ο μαθητής έχει κλείσει την 1η Αυγούστου τα 18 χρόνια, πληρώνει δίδακτρα. Ετσι η κατηγοριοποίηση συνεχίζεται, οι ταξικοί φραγμοί βαθαίνουν χωρίς να αφήνουν περιθώρια αλλαγής, εξέλιξης, κάλυψης κενών στο παιδί.
Ετσι, από την ηλικία των 16 ετών υπάρχει μια μερική υποχρεωτική εκπαίδευση, δηλαδή ο μαθητής πρέπει να παρακολουθήσει κάποια μορφή εκπαίδευσης για τουλάχιστον δυο μέρες τη βδομάδα. Προφανώς αυτοί που σπρώχνονται στην «ημιεκπαίδευση» είναι τα παιδιά των φτωχών οικογενειών, που πρέπει παράλληλα να εργάζονται, κι ας πλασάρεται σαν μια «επιλογή» που βοηθάει τα πιο φτωχά παιδιά και μια «προσαρμογή» του εκπαιδευτικού συστήματος στις ανάγκες τους... Ενδεικτικά, 4 στους 10 εφήβους στην Ολλανδία εργάζονται, κυρίως με μερική απασχόληση, οι περισσότεροι σε σούπερ μάρκετ (στοιβάζοντας προϊόντα στα ράφια ή πίσω από το ταμείο) ή στη διανομή Τύπου, σύμφωνα με την ολλανδική εθνική στατιστική υπηρεσία (CBS).
Ενα άλλο μέτρο που ενίσχυσε τους υπάρχοντες ταξικούς φραγμούς είναι ότι οι σπουδαστικές υποτροφίες αντικαταστάθηκαν πλήρως από δάνεια το 2015 και έκτοτε σχεδόν 100.000 πρώην φοιτητές - το 13% του συνόλου - απέτυχαν να αποπληρώσουν τα φοιτητικά τους δάνεια εντός 15 ετών, σύμφωνα με το γραφείο πληρωμών DUO του υπουργείου Παιδείας.
Προωθείται και στην Ελλάδα
Αλλά και στην Ελλάδα βαδίζουμε προς τη σχετικά «αυτόνομη» - διαφοροποιημένη - ανταγωνιστική σχολική μονάδα, με ευθύνη για τα οικονομικά της, την επιλογή αναλυτικών προγραμμάτων, βιβλίων και εκπαιδευτικών. Πρώτη στη λίστα των άμεσων στόχων που έθεσε για τα επόμενα χρόνια ο Εθνικός και Κοινωνικός Διάλογος για την Παιδεία στην Ελλάδα (2016) βρίσκεται η ενίσχυση της «παιδαγωγικής αυτονομίας» των σχολικών μονάδων, καθώς και του ρόλου των Συλλόγων Διδασκόντων και των Σχολικών Συμβουλίων στη διοίκηση των σχολικών μονάδων, τονίζοντας ότι «η αυτονομία της σχολικής μονάδας αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή».
Στο πόρισμα, από την πρώτη κιόλας σελίδα γίνεται λόγος για «παιδαγωγική, διοικητική και οικονομική αυτονομία», με μεγαλύτερη συμμετοχή των εκπαιδευτικών στις διδακτικές μεθόδους και τα προγράμματα σπουδών, αλλά και για δυνατότητα η σχολική μονάδα να διαχειριστεί τους πόρους της ή να αναζητήσει πρόσθετους (βλέπε γονικές εισφορές, χορηγούς κ.λπ.).
Στην «τεκμηρίωση» της πρότασης αυτής, τα πράγματα λέγονται με το όνομά τους: «Η σχολική μονάδα πρέπει να λαμβάνει υπόψη την ιδιαίτερη σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού της, προσφέροντας διαφοροποιημένη εκπαίδευση», και ότι τάχα έτσι θα «ακυρωθούν οι όποιες κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες»! «Προσαρμογή των εκπαιδευτικών στόχων στις ανάγκες των μαθητών», δηλαδή διαφορετικό επίπεδο σπουδών και παραπέρα υποβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης, ιδιαίτερα σε περιοχές με εργατική - λαϊκή σύνθεση. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη διεθνή εμπειρία σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, σε Ευρώπη και Αμερική.
E.M.