ΑΠΟ το ατεχνωσ
Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Η 19η Μαϊου, Ημέρα Μνήμης της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, μας θυμίζει ένα από τα πλέον κτηνώδη μαζικά εγκλήματα του περασμένου αιώνα. Σήμερα, σχεδόν 100 χρόνια μετά τα γεγονότα του Πόντου, οι ηθικοί αυτουργοί του εγκλήματος αυτού συνεχίζουν την προσπάθεια συγκάλυψης των πραγματικών αιτιών που οδήγησαν στη σφαγή 353.000 ανθρώπων. Μέσω της συστηματικής καλλιέργειας εθνικιστικών παθών, επιχειρούν να θολώσουν την ιστορική πραγματικότητα, να αποποιηθούν των ευθυνών τους, βάζοντας τους λαούς στο φαύλο κύκλο μιας ατέρμονης τεχνητής αντιπαλότητας.
Πρόκειται για τις αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, στο βωμό του ανταγωνισμού των οποίων θυσιάστηκε (και) ο ποντιακός ελληνισμός. Η αστική ιστοριογραφία έχει φροντίσει εντέχνως να αποσιωπήσει- ή στην καλύτερη των περιπτώσεων να υποβαθμίσει- τους ενδοαστικούς και ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς της περιόδου 1914-1923, αποδίδοντας την εξολόθρευση και τον ξεριζωμό του ποντιακού ελληνισμού σε «φυλετικά» κριτήρια.
Ωστόσο, αν κάποιος θέλει να θέσει το ζήτημα στην πραγματική του βάση οφείλει να απομακρυνθεί από τις κρατούσες «αναλύσεις» και να προσεγγίσει τις ταξικές παραμέτρους των γεγονότων του Πόντου. Έτσι γίνονται αντιληπτοί και οι βαθύτεροι λόγοι που οδήγησαν στη γενοκτονία του ελληνικού πληθυσμού και, ταυτόχρονα, αποκαλύπτεται ο αληθινός ένοχος: η αστική τάξη σε Τουρκία και Ελλάδα.
Η μεν αστική τάξη της Τουρκίας, ευρισκόμενη σε διαδικασία σύστασης του δικού της έθνους-κράτους, έβλεπε ανταγωνιστικά το ελληνικό κεφάλαιο που δραστηριοποιούνταν στον «ζωτικό χώρο» της. Στο πλαίσιο αυτό καλλιεργήθηκε σε τμήματα του τουρκικού λαού μια βαθιά σοβινιστική ρητορική εναντίον των Ελλήνων του Πόντου. Πρόκειται για μια μέθοδο που η αστική τάξη ακολούθησε πολλές φορές στο διάβα της ιστορίας προκειμένου να συστοιχίσει πλατιές μάζες πίσω από «ομόφυλες» και «ομόθρησκες»- αλλά με ταξικά αντίθετα προς τον εργαζόμενο λαό συμφέροντα- ηγεσίες, ούτως ώστε να ικανοποιήσει τις εκάστοτε επιδιώξεις της.
Από τη δική της πλευρά, η ελληνική αστική τάξη, βυθισμένη στους ιμπεριαλιστικούς τυχοδιωκτισμούς της, φέρει κι’ αυτή πολύ μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την τραγωδία που υπέστησαν οι Έλληνες του Πόντου. Στο βωμό αυτών των τυχοδιωκτισμών- και προκειμένου να εξασφαλίσει μεγαλύτερο κομμάτι στην αναδιανομή της πίτας- η αστική τάξη της Ελλάδας χρησιμοποίησε τον ποντιακό πληθυσμό, άλλοτε ως «διαπραγματευτικό χαρτί» και άλλοτε ως στρατηγικό αντιπερισπασμό, στο πλαίσιο των επιδιώξεων της στη Μικρά Ασία.
Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου αποτελεί άλλη μια ιστορική περίπτωση που αναδεικνύει, με τον πλέον ξεκάθαρο και κατηγορηματικό τρόπο, το γεγονός ότι τα συμφέροντα των λαών είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Μας υπενθυμίζει επίσης τη διαχρονική αλήθεια ότι, στο εκμεταλλευτικό σύστημα που ζούμε, τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις των μεγάλων δυνάμεων, των ιμπεριαλιστών, έχουν προτεραιότητα πάνω από κάθε ανθρώπινο δικαίωμα, κάθε ανθρώπινο πόνο και δράμα.
Την σφαγή στον Πόντο δεν την υπέστησαν οι Έλληνες πλουτοκράτες της εποχής, ούτε οι πολιτικοί και στρατιωτικοί της εκπρόσωποι. Την υπέστησαν, με τον πλέον βάρβαρο τρόπο, οι εργάτες, οι χωρικοί, οι μικροί έμποροι, τα λαϊκά στρώματα των Ελλήνων του Πόντου που σφαγιάστηκαν και ξεριζώθηκαν.
Είναι, επομένως, πολύ σημαντική η διατήρηση της ιστορικής μνήμης. Ιδιαίτερα σε μια περίοδο που, όπως και τότε, στις αρχές του 20ου αιώνα, έτσι και σήμερα, η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό επικαλείται το «εθνικό» συμφέρον και συναίσθημα. Η γενοκτονία των Ποντίων- όπως και μια σειρά σημαντικά γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας- μπορούν να αποτελέσουν πηγή συμπερασμάτων για την σημερινή εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Έτσι ούτως ώστε, εξοπλισμένοι με τα ταξικά «φίλτρα» ερμηνείας της πραγματικότητας, να μπορούν να βλέπουν πίσω και πέρα από την εθνικιστική-εθνοκεντρική ρητορική των εκάστοτε αστικών επιτελείων, προκειμένου να είναι σε θέση να μην επιτρέψουν μια «επανάληψη της Ιστορίας».