Κόκκινη κλωστή
Είχε κάτι μεγάλα μάτια, κατάμαυρα σαν κάρβουνα, που εκείνες τις πικρές στιγμές πεισμωμένα άναβαν, σπίθιζαν. Ενας δυστυχής, ψημένος, αργασμένος σε φωτιές, πλημμύρες και θύελλες.
Με έναν κόκκινο σκούφο Αγιοβασίλη στο κεφάλι, πάλευε στην ανηφοριά κόντρα στη λάσπη. Πίσω φιδοσέρνεται από μονοπάτι σε γκρεμό το καραβάνι της απελπισίας. Μία νύχτα, δύο, δέκα και οι μουλιασμένες στο βρώμικο νερό πατούσες να γδέρνονται, να ματώνουν και τα κουρασμένα μισόκλειστα μάτια βλέπουν οράματα, ένα κρεβάτι να ξαποστάσουν, ένα κομμάτι ψωμάκι, ένα χαμόγελο... Πάνω τους πετούν πουλιά. Τα πουλιά βαραίνουν τη μοναξιά των αιώνων. Κι αυτοί εξακολουθούν να περπατούν και να παλεύουν σαν στα χαμένα. Να χτυπιoύνται σαν την πέρδικα στα νύχια του γερακιού.
Βενεζουέλα, λασπωμένη, πνιγμένη από τη μανία του ουρανού. Πνιγμένη στα δάκρυα κάθε νύχτα που πέφτει σαν άυλο κρύσταλλο. Τώρα που ερχόταν η «αυγή» που περίμεναν πενήντα χρόνια, μισό αιώνα και βάλε. Περιμένουν... περιμένουν...
Είναι νύχτα και περιμένεις να αρπαχτείς από έναν ψίθυρο δίπλα σου που δεν το καταλαβαίνεις. Βλέπω τα μάτια σου να ανάβουν και θυμάμαι τα μάτια αυτού του προσώπου που χαράχτηκε στη μνήμη και ας είναι χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και ας μην γνωριστήκαμε ποτέ. Είναι περίεργο σκέφτομαι... μία κόκκινη κλωστή συνδέει μυστικά τους ανθρώπους. Βλέπω αυτή την κόκκινη κλωστή στα μάτια σου. Ομως, σε ακούω να λες:
- Δε με ενδιαφέρει τίποτα πια. Κάθισα και σκέφτηκα. Εχω να πληρώσω το ενοίκιο, τις δόσεις, τα έξοδα. Δε μετράει τίποτα άλλο. Εχω πνιγεί. Δε με ενδιαφέρει τίποτα άλλο.
-Ηρέμησε, όλα θα γίνουν. Τα όνειρα γίνονται αληθινά, μόνο αν τα πιστεύεις...
-Τι να ηρεμήσω; Τελείωσε. Θα τα ξεκαθαρίσω όλα. Δεν μπορώ άλλο. Δεν πάει άλλο.
Δεν προλαβαίνω να ψελλίσω τίποτα άλλο. Ανοίγω τα μάτια, μα δεν έχω φωνή. Παλεύω, σφίγγω τα δόντια μου. Σφίγγω τις αδύνατές μου γροθιές, σφίγγω την καρδιά μου να γίνει πέτρα, γιατί καταλαβαίνω, νιώθω, ότι το κόκκινο νήμα έχει χαθεί. Αυτό το νήμα που σου επέτρεπε να διατρέχεις χωρίς να χάνεσαι στη δίνη του «πολέμου». Αραγε, αναρωτιέσαι ποιος είσαι και γιατί έγινες έτσι;
Οσο και αν «αντρώθηκα» πρόωρα, καθώς η ζωή βίαια με πέταξε σε κάποια άλλη ηλικία, η καρδιά μου πάντα χτυπούσε και χτυπά στους μεγάλους δρόμους της ελευθερίας, στους συντρόφους της αγωνίας, του πάθους, της φτώχειας και των παιχνιδιών, που μ' απόμειναν. Ομως, είμαι ακόμη παιδί κι έξω λαμποκοπά η μέρα, όσο σκοτεινή και κρύα και αν είναι, χωρίς να χρειάζεται την ψεύτικη λάμψη των φώτων της γιορτής. Και μια τέτοια δουλιά λεπτεπίλεπτη καταπλακώνει την ψυχή μου.
Νομίζεις πως αντέχω σε αυτή τη συνεχή δοκιμασία, να γράφω με αγωνία να μη φύγει χιλιοστό της ώρας ή λέξη παραπάνω για τη φωτιά του πολέμου, που σπέρνει θάνατο μέχρι την καταχώριση νεκρών στους απολογισμούς;
Αλλά προσπαθώ να μη χάνω τον κόσμο μου. Αρπάζομαι από το κάθε τι. Από έναν ψίθυρο, από ένα καινούριο πρόσωπο που σκύβει πάνω μου και προσπαθώ να το θυμηθώ. Ε! Οχι, λοιπόν, δε θα «πεθάνω»! Είμαι ένα παιδάκι ακόμη. Γιατί να «πεθάνω»; Ολόγυρά μου στροβιλίζεται ένας κόσμος, που μόλις μ' αγγίζει σαν από πολύ μακριά μέσα από μία αχλή γαλατένια, από ένα σύννεφο σταχτί...
Γιατί να «πεθάνω» και απλά να αναγνωρίζω τη ζωή σε λογαριασμούς; Εχω τόσα «αδύνατα» να ονειρεύομαι. Και τα όνειρα γίνονται αληθινά, όταν τα πιστεύεις και δε σταματάς να τα παλεύεις.