Τυπικό περιεχόμενο του ιταλικού δημοψηφίσματος
Τυπικό περιεχόμενο του δημοψηφίσματος είναι η έγκριση μιας ευρείας συνταγματικής αλλαγής, που έχει προτείνει η κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι, βασικό περιεχόμενο της οποίας είναι η σημαντική ισχυροποίηση της κυβέρνησης έναντι του κοινοβουλίου, μέσα απ' την αλλαγή της μορφής του ιταλικού Κοινοβουλίου. Το τελευταίο αποτελείται από δύο Σώματα, τη Γερουσία και τη Βουλή των αντιπροσώπων, που πρέπει να συμφωνούν για τη στήριξη της κυβέρνησης ή για την υπερψήφιση ενός νόμου. Ο ισχύων εκλογικός νόμος πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα σε εθνικό επίπεδο στη Βουλή των αντιπροσώπων, και έχει ως αποτέλεσμα μια ισχυρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία του πρώτου σε ψήφους κόμματος (ή συνασπισμού κομμάτων), ενώ δεν οδηγεί υποχρεωτικά σε πλειοψηφία στη Γερουσία. Χαρακτηριστικά, ο κυβερνών συνασπισμός κομμάτων με 29,5% των ψήφων έχει το 54,7% στη Βουλή των αντιπροσώπων, ενώ με 31,5% των ψήφων το 39% των εδρών στη Γερουσία. Η συγκεκριμένη δομή του ιταλικού Κοινοβουλίου απαιτεί ευρύτερη αστική συναίνεση και καθιερώθηκε μετά το Β Παγκόσμιο Πόλεμο, ως μια τάχα «δικλίδα ασφαλείας», στο πλαίσιο της αστικής στρατηγικής για την πλήρη ενσωμάτωση του ισχυρού κομμουνιστικού κινήματος της Ιταλίας εκείνης της περιόδου. Ως αποτέλεσμα, η Ιταλία σημειώνει συχνές αλλαγές κυβερνήσεων, έχοντας αλλάξει 62 κυβερνήσεις τα τελευταία 67 χρόνια. Σίγουρα η ανάγκη υπερψήφισης από δύο διαφορετικά Κοινοβούλια διαφορετικής σύνθεσης βάζει ορισμένα προσκόμματα στην ταχεία προώθηση ορισμένων πλευρών της αστικής πολιτικής, ιδιαίτερα όσων δεν βρίσκουν ευρύτατη στήριξη απ' την άρχουσα τάξη.
Η συνταγματική μεταρρύθμιση του Ρέντσι υποβαθμίζει στην πράξη τη Γερουσία σε ένα ουσιαστικά συμβουλευτικό όργανο. Αναιρεί την ανάγκη συναίνεσης ευρύτερων τμημάτων της αστικής τάξης, αφού ισχυροποιείται η κοινοβουλευτική παρουσία του πρώτου κόμματος. Με τον τρόπο αυτό, τελικά ισχυροποιείται η αστική κυβέρνηση έναντι του Κοινοβουλίου και διευκολύνεται η ταχύτερη υλοποίηση ορισμένων μέτρων, όπως επίσης οδηγεί σε σταθερότερες κυβερνήσεις. Ωστόσο, η άσκηση της αστικής εξουσίας στην Ιταλία τα τελευταία 70 χρόνια δεν απειλήθηκε ποτέ ούτε βρήκε ουσιαστικές δυσκολίες λόγω της μορφής της κοινοβουλευτικής λειτουργίας.
Γι' αυτό και η σημαντική δυναμική του ΟΧΙ δεν αφορά κυρίως τη μορφή του πολιτεύματος. Αντίθετα, εκφράζει αποκλίνοντα συμφέροντα που διαπερνούν την ιταλική αστική τάξη.
Τα δύο στρατόπεδα και η διαπάλη τους
Ο Ματέο Ρέντσι προσέλαβε τον υπεύθυνο της προεκλογικής εκστρατείας του Μπαράκ Ομπάμα για να οργανώσει την καμπάνια του ΝΑΙ. Ανοικτά υπέρ του ΝΑΙ έχει τεθεί ο Σύνδεσμος Ιταλών Βιομηχάνων (Confindustria), η εργατική συνομοσπονδία των χριστιανοδημοκρατών (CISL), το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και ένα τμήμα του Τύπου.
Αντίθετα, το στρατόπεδο του ΟΧΙ έχει δύο διακριτές οργανωτικές επιτροπές, που διαφοροποιούνται στο περιεχόμενο της πρότασής τους. Ανοικτή υποστήριξη για το ΟΧΙ έχει εκφράσει το Κίνημα των Πέντε Αστέρων (του Μπέπε Γκρίλο), το Forza Italia του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, η αποσχιστική Λέγκα του Βορρά, το νεοσύστατο κόμμα της «Ιταλικής Αριστεράς», η Γενική Εργατική Συνομοσπονδία της Ιταλίας (η πάλαι ποτέ «κομμουνιστική» συνομοσπονδία), και μια σειρά σημαντικές πολιτικές φυσιογνωμίες της Ιταλίας.
Την ίδια στιγμή, σημαντικοί πυλώνες του αστικού συστήματος της Ιταλίας δεν έχουν τοποθετηθεί με ξεκάθαρο τρόπο απέναντι στο δημοψήφισμα.
Το δημοψήφισμα έχει μεταβληθεί σε σύγκρουση δύο ισχυρών αστικών στρατοπέδων, που εκφράζονται κάθετα σ' ολόκληρη την ιταλική κοινωνία και διαπερνούν παραδοσιακούς πολιτικούς σχηματισμούς. Ετσι, Ρέντσι και Ντ' Αλέμα, παρά την κοινή κεντροαριστερή προέλευσή τους βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Η διαίρεση εμφανίστηκε μέσα στους κόλπους της κύριας οργάνωσης της άρχουσας τάξης, τον Σύνδεσμο Ιταλών Βιομηχάνων, που πρακτικά διαιρέθηκε στα δύο προτού τελικά υπερισχύσει η θέση υπέρ του ΝΑΙ.
Σε προηγούμενη φάση, η κυβέρνηση Ρέντσι αναγόρευσε το δημοψήφισμα ως γενική έγκριση της πολιτικής της. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις που επιδιώκει να προωθήσει με ταχύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο μετά τις συνταγματικές αλλαγές αφορούν δημοσιονομικά μέτρα που αναφέρονται στην αστική πολιτική εξόδου απ' την κρίση και τη δημοσιονομική πειθαρχία της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης και της στρατηγικής της ΕΕ γενικότερα.
Ετσι, το δημοψήφισμα έχει στην πράξη αναγορευτεί σε «λυδία λίθο» τόσο σχετικά με τη στήριξη της κυβέρνησης Ρέντσι, όσο και με τη στήριξη των μέτρων δημοσιονομικής πειθαρχίας της ΕΕ.
Σημαντικό τμήμα της ιταλικής άρχουσας τάξης αμφισβητεί πλέον ανοικτά τη συμμετοχή της χώρας στην Ευρωζώνη ακόμα και στην ΕΕ1. Η συμμετοχή στην Ευρωζώνη δεν βρήκε όλα τα κράτη - μέλη εξίσου ωφελημένα. Στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, ανάμεσα στις τρεις μεγαλύτερες οικονομίες της ΕΕ, καθαρά κερδισμένη βγήκε η Γερμανία που είδε την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της να βελτιώνεται. Σημαντικό τμήμα των ιταλικών μονοπωλιακών ομίλων είδαν την ανταγωνιστικότητά τους να υποχωρεί απέναντι στους γερμανικούς, ενώ η συμμετοχή στην Ευρωζώνη και στην ΕΕ αναιρεί τα προστατευτικά όπλα ενός αδύναμου νομίσματος και μιας δασμολογικής πολιτικής προστασίας. Ως αποτέλεσμα της σχετικής οικονομικής επιδείνωσης, το ιταλικό κρατικό χρέος ανέρχεται σε 130% του ΑΕΠ, ενώ το απόλυτο μέγεθός του ξεπερνά τα 2,2 τρισ. ευρώ, καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολη τη διαχείρισή του. Η αποδυνάμωση της ιταλικής βιομηχανίας και γενικότερα της οικονομίας είναι η οικονομική βάση όλου του αστικού ρεύματος που υποστηρίζει το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα.
Συγχρόνως, η «βελούδινη» έξοδος της Βρετανίας απ' την ΕΕ αποδυνάμωσε σε μεγάλο βαθμό ένα απ' τα κύρια επιχειρήματα εναντίον μιας πιθανής εξόδου της Ιταλίας από την Ευρωζώνη.
«Ντόμινο» εξελίξεων
Μια πιθανή επικράτηση του ΟΧΙ στην Ιταλία ενδέχεται να δράσει σαν «θρυαλλίδα» πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων.
Οκτώ μεγάλες ιταλικές τράπεζες εμφανίζουν σημαντικό κεφαλαιακό έλλειμμα που υπερβαίνει τα 100 δισ. ευρώ. Μια επικράτηση του ΟΧΙ ενδέχεται να οδηγήσει σε απόσυρση καταθέσεων απ' τις αδύναμες ιταλικές τράπεζες και να απαιτηθεί η άμεση διάσωσή τους. Η ανακεφαλαιοποίησή τους απαιτεί, με βάση τις τελευταίες ευρωπαϊκές οδηγίες, «κούρεμα» καταθέσεων και καταστροφή των μετόχων. Οι διεργασίες στο ιταλικό αστικό σύστημα θα επιταχυνθούν, αφού ήδη ο βαθμός συναίνεσής του στην εφαρμοζόμενη πολιτική δεν είναι καθολικός. Το αστικό ρεύμα που καλεί σε «εθνική» δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, δηλαδή σε Italexit αντικειμενικά θα ισχυροποιηθεί.
Ο πρωθυπουργός, Ματέο Ρέντσι, έχει επενδύσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο στην επικύρωση των συνταγματικών αλλαγών, και η αποτυχία να τις προωθήσει μπορεί να οδηγήσει σε παραίτησή του, σε πολιτική αστάθεια στην Ιταλία και σε πρόωρες εκλογές, μέσα στο 2017. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Κίνημα των πέντε αστέρων του ευρωσκεπτικιστή Μπέπε Γκρίλο, που μιλά ανοιχτά για δημοψήφισμα για την παραμονή της Ιταλίας στην Ευρωζώνη θα ισχυροποιηθεί σημαντικά.
Συγχρόνως, το Μάη του 2017 είναι προγραμματισμένες οι γαλλικές προεδρικές εκλογές. Η αντιπαράθεση στο εσωτερικό της γαλλικής άρχουσας τάξης έχει αντίστοιχο χαρακτήρα με τη σχετική ιταλική και εδράζεται στην αποδυνάμωση της γαλλικής οικονομίας σε σχέση με τη γερμανική την τελευταία δεκαπενταετία, που τροφοδοτεί τον αστικό ευρωσκεπτικισμό. Η επικράτηση του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα της Ιταλίας θα τροφοδοτήσει το σχετικό ρεύμα και στη Γαλλία.
Αλλωστε, αντίστοιχες εξελίξεις παρατηρούνται σ' ολόκληρη την Ευρώπη. Αυτήν την τάση τελικά αντανακλά και η αναβολή του 2ουγύρου των προεδρικών εκλογών στην Αυστρία για σήμερα, 4 Δεκέμβρη, όπως και η πιθανή επικράτηση του ακροδεξιού και αντιμεταναστευτικού «κόμματος της Ελευθερίας της Αυστρίας».
Οι εξελίξεις αυτές επαναφέρουν στο επίκεντρο των αστικών αναλύσεων τη γνωστή συζήτηση για το μέλλον της Ευρωζώνης2, με πιθανολογούμενα σενάρια μια έξοδο της Ιταλίας που θα κλυδωνίσει την Ευρωζώνη ή ακόμα και μια έξοδο της Γαλλίας που θα τη διαλύσει.
Ορισμένες γενικότερες επισημάνσεις
Οι εξελίξεις τόσο στην Ιταλία όσο και διεθνώς τελικά αντανακλούν την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας. Η ιταλική οικονομία δεν έχει επανέλθει στα προ κρίσης επίπεδα, και γενικότερα η διεθνής οικονομία βρίσκεται σε επιβράδυνση, εμφανίζοντας αδυναμία διαχείρισης της απαραίτητης απαξίωσης του υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου.3 Η αδυναμία σταθεροποίησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης διεθνώς, αλλά και η όξυνση της ανισόμετρης ανάπτυξης που παρατηρείται την τελευταία 15ετία και μεταβάλλει τους διεθνείς οικονομικούς συσχετισμούς πυροδοτούν πολιτικές αλλαγές σ' ολόκληρο τον κόσμο, ενώ αυξάνουν σημαντικά και την πιθανότητα εκδήλωσης γενικευμένων πολεμικών αναμετρήσεων.
Οι τάσεις αυτές οξύνουν την αντιπαράθεση μέσα στις ΗΠΑ, στην ΕΕ, αλλά και στην Ιαπωνία και τροφοδοτούν ένα ισχυρό αστικό ρεύμα που σηκώνει τη σημαία του εθνικού προστατευτισμού, απέναντι στη γραμμή του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου, που αποτελεί την κυρίαρχη διεθνή αστική στρατηγική τις τελευταίες δεκαετίες.
Σε τελευταία ανάλυση, η διαπάλη αυτή, ανάμεσα στις δύο διαφορετικές αστικές οικονομικές πολιτικέςεκφράζεται σ' όλα τα κράτη του καπιταλιστικού κόσμου, με τις συμμαχίες των μερίδων της άρχουσας τάξης, σε εθνικό και διεθνές επίπεδο να επηρεάζονται σημαντικά απ' αυτήν τη διαπάλη.
Η οξυμένη διαπάλη στο εσωτερικό του αντίπαλου και η πιθανή αστάθεια απαιτούν προετοιμασία της εργατικής τάξης και του επαναστατικού κινήματός της για τα επερχόμενα καθήκοντα.
Πρώτα και κύρια, αποδεικνύουν πως ο εχθρός δεν είναι ανίκητος. Αποδεικνύουν πως οι εσωτερικές αντιθέσεις του σύγχρονου καπιταλισμού είναι μεγάλες, ολοένα και πιο οξυνόμενες, πως τελικά είναι αγεφύρωτες. Δείχνουν πως η ανάπτυξη του καπιταλισμού οξύνει τις αντιθέσεις και παράγει, με αντικειμενικό τρόπο, εκείνες τις καταστάσεις που μπορεί να επιτρέψουν την επαναστατική πολιτική δράση.
Παράλληλα, η όξυνση των αντιθέσεων επιτρέπει στο επαναστατικό κίνημα, στο βαθμό που κατανοεί τις αντιθέσεις, το χαρακτήρα τους, την αιτία που τις παράγει να τις αξιοποιήσει για να προωθήσει τους στόχους του.
Τόσο η θεωρία όσο και η ιστορική πείρα δείχνουν πως αναγκαία προϋπόθεση για την αξιοποίηση των αντιθέσεων από πλευράς του κινήματος είναι η ξεκάθαρη στρατηγική του. Η κατανόηση πως βασική αντίθεση του καπιταλισμού είναι η αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, και πως μόνο η στοχοπροσήλωση στην επίλυσή της, μόνο η γραμμή ταξικής σύγκρουσης με την πολιτική της αστικής τάξης σε κάθε χώρα μπορεί να ανασυντάξει το εργατικό κίνημα και να ισχυροποιήσει το Κόμμα. Μόνο με αυτήν τη γραμμή σύγκρουσης τόσο με τον εθνικισμό όσο και με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου το κίνημα δεν θα μεταβληθεί σε ουρά της μίας ή της άλλης αστικής γραμμής, αλλά θα αξιοποιήσει τις αντιθέσεις για να βάλει τις σφραγίδα του στις εξελίξεις.