Η αξία των εμβολιασμών
Με αφορμή την αναμενόμενη εποχική γρίπη, επανέρχεται στην επικαιρότητα το ζήτημα της αξίας των εμβολιασμών.
Παρουσιάζονται και στοιχεία από την προηγούμενη χρονιά, που επιβεβαιώνουν την προβληματική κατάσταση όσον αφορά το σχετικά χαμηλό βαθμό της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού και ιδιαίτερα κατά του ιού της γρίπης και του πνευμονιόκοκκου. Π.χ. τα ποσοστά εμβολιαστικής κάλυψης των ατόμων που ανήκουν στις λεγόμενες ομάδες υψηλού κινδύνου φτάνουν μόλις στο 20% - 40%. Ως αποτέλεσμα της χαμηλής εμβολιαστικής κάλυψης, πέρυσι καταγράφηκαν 435 σοβαρά περιστατικά και 197 θάνατοι.
Επίσης, την περίοδο 2015 - 2016, μόνο το 10,9% των επαγγελματιών Υγείας στα δημόσια νοσοκομεία είχε εμβολιαστεί, στα Κέντρα Υγείας το 24,3%, ενώ από τα 131 δημόσια νοσοκομεία μόνο σε 7 η εμβολιαστική κάλυψη του προσωπικού ξεπέρασε το 50%. Η χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, ιδιαίτερα των υγειονομικών και γενικότερα του προσωπικού των μονάδων Υγείας και της Πρόνοιας, εκθέτει σε κινδύνους τόσο τους ίδιους και τις οικογένειές τους, αλλά και τους ασθενείς που νοσηλεύονται ή επισκέπτονται τις μονάδες Υγείας και αυτούς που περιθάλπονται σε γηροκομεία, μονάδες για ΑμεΑ κ.λπ.
Από τους επιστήμονες τονίζεται ότι τα εμβόλια αποτελούν την αποτελεσματικότερη «ασπίδα» για την πρόληψη και προστασία της δημόσιας υγείας από λοιμώδη νοσήματα. Γενιές ολόκληρες απαλλάχθηκαν από σοβαρές λοιμώδεις ασθένειες λόγω της συστηματικής και εκτεταμένης χρήσης των κατάλληλων εμβολίων. Ο κίνδυνος όμως ελλοχεύει από τη χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και μπορεί να σπάσει το «φράγμα» προστασίας που υπάρχει σήμερα από τους εμβολιασμούς όλου του προηγούμενου διαστήματος και να εμφανιστούν επιδημίες από λοιμώδη νοσήματα όπως η ιλαρά, η φυματίωση, ο κοκκύτης, η μηνιγγίτιδα.
Για το «αντιεμβολιαστικό κίνημα»
Τα τελευταία χρόνια, το λεγόμενο «αντιεμβολιαστικό κίνημα» λειτουργεί ως «ανάχωμα» στην προσπάθεια να αυξηθεί το ποσοστό της εμβολιαστικής κάλυψης, αφού με τα επιχειρήματά τους προκαλούν φόβο και αναστολές, δημιουργούν επιφυλάξεις σχετικά με την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα των εμβολίων. Η τάση αμφισβήτησης για την ασφάλεια των εμβολίων αποκτά μεγάλη έκταση λόγω και της χρήσης του διαδικτύου όπου προσφεύγουν πολλοί γονείς για να «ενημερωθούν». Η ανεπαρκής ενημέρωση από το κράτος ή η αποσπασματική ενημέρωση που ανατίθεται σε διάφορες ΜΚΟ ενισχύουν αυτήν την τάση.
Το «αντιεμβολιαστικό κίνημα» αναπτύχθηκε μαζικά στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '90. Υπήρξε μεγάλη επίδραση, ιδιαίτερα μετά το 1998 όταν επιχειρήθηκε να συσχετιστεί το τριπλό εμβόλιο Ιλαράς - Παρωτίτιδας - Ερυθράς (MMR) με τον αυτισμό. Αξιοποιήθηκε μια δημοσίευση Βρετανού γιατρού σε επιστημονικό περιοδικό που αποδείχτηκε ότι στηρίχτηκε σε χαλκευμένα στοιχεία. Συνολικά, αυτή η ιστορία βασίστηκε σε ιδέα κάποιων δικηγόρων, προκειμένου να διεκδικηθούν αποζημιώσεις από φαρμακευτικές εταιρείες για οικογένειες με αυτιστικά παιδιά. Οι εκτεταμένες μελέτες που έγιναν δεν τεκμηρίωσαν τη συσχέτιση αυτισμού - MMR. Αποκαλύφθηκε ότι ο Βρετανός επιστήμονας ετοίμαζε να λανσάρει στην αγορά δικής του έμπνευσης εμβόλιο που θα αντικαθιστούσε το «ένοχο MMR».
Παρά την αποκάλυψη του «στησίματος» αυτής της ιστορίας, τα «απόνερά» της δημιουργούν πρόβλημα μέχρι σήμερα. Ετσι, υπάρχουν γονείς που παίρνουν το «ρίσκο» και αρνούνται να εμβολιαστούν τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους. Ομως, αυτοί που δεν θα εμβολιαστούν θέτουν σε κίνδυνο όχι μόνο τον εαυτό τους, αλλά και τον περίγυρό τους, μεταφέροντας σε αυτούς τους ιούς. Ακόμα και αν οι ανεμβολίαστοι δεν έχουν επίπτωση στην υγεία τους, μπορεί να «σκοτώσουν» άλλους πιο ευαίσθητους πληθυσμούς που θα έρθουν σε επαφή μαζί τους. Επιβεβαιώνεται ότι στα ζητήματα προστασίας της δημόσιας υγείας πρέπει να εφαρμόζονται τα μέτρα που την προάγουν, αντιμετωπίζοντας τις «ατομικές» προτιμήσεις και επιλογές που θέτουν σε κίνδυνο το κοινωνικό σύνολο.
Οι ευθύνες της κυβερνητικής πολιτικής
Η κυβέρνηση αναπαράγει και καλλιεργεί συνεχώς την ατομική ευθύνη και για την προστασία της δημόσιας υγείας περιορίζει την ευθύνη της στην προτροπή για την πραγματοποίηση των εμβολιασμών. Με τον τρόπο αυτό συγκαλύπτονται οι σοβαρές ευθύνες της για τα προβλήματα που δημιουργεί η πολιτική της και στη δημόσια υγεία, υπονομεύεται η εμβολιαστική κάλυψη. Το ίδιο συμβαίνει και με την πολιτική υποχρηματοδότησης της δημόσιας υγείας, των περικοπών, της έλλειψης προσωπικού και υποδομών, ιδιαίτερα στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας.
Την ίδια στιγμή, μεταφέρει τη δαπάνη από τον κρατικό προϋπολογισμό στον ΕΟΠΥΥ, δηλαδή στα ασφαλιστικά ταμεία. Διατηρεί εκτός ασφαλιστικής κάλυψης εμβόλια όπως για τον μηνιγγιτιδόκοκκο τύπου Β, του οποίου η απαιτούμενη τριπλή δόση κοστίζει 600 ευρώ. Λόγω αυτού του κόστους και παρότι συστήνεται από τους παιδιάτρους, υπάρχει μεγάλος αριθμός ανεμβολίαστων παιδιών. Το εμβόλιο έναντι του ιού των ανθρώπινων θηλωμάτων (HPV), από 1/1/2017 παύει να χορηγείται δωρεάν στις ηλικιακές ομάδες 18 - 26 ετών και θα πρέπει να πληρώνεται εξολοκλήρου από τις γυναίκες αυτής της ηλικιακής ομάδας.
Για τα βρέφη κάτω των 6 μηνών, επειδή δεν μπορούν να εμβολιαστούν έναντι της γρίπης, συστήνεται ο εμβολιασμός όσων τα φροντίζουν ή βρίσκονται στο περιβάλλον τους. Ομως, το εμβόλιο δεν χορηγείται δωρεάν για γονείς που είναι... κάτω των 65 χρόνων (!) και δεν ανήκουν στις ομάδες «υψηλού κινδύνου»... Οι οικογένειες, μάλιστα, υποχρεώνονται να πληρώνουν την ιατρική επίσκεψη και τη συνταγογράφηση, ενώ πολλές εξαναγκάζονται κυριολεκτικά να «μεταναστεύουν» - με μεγάλο οικονομικό κόστος - για να εμβολιαστούν οι ίδιοι και τα παιδιά τους.
Η σχεδόν παντελής έλλειψη δημόσιου συστήματος Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, εκτός των άλλων, ακυρώνει το κρίσιμο ζήτημα της καταγραφής, της συστηματικής παρακολούθησης και της οργάνωσης με ευθύνη του κράτους των εμβολιασμών των παιδιών, ηλικιωμένων, ΑμΕΑ, χρονίως πασχόντων, γυναικών, προσφύγων, μεταναστών κ.λπ. Η ανάθεση ενός όλο και μεγαλύτερου μέρους των εμβολιασμών σε ένα συνονθύλευμα ΜΚΟ, «εθελοντών», χορηγών κ.λπ., αποτελεί μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης του.
Εμπόδιο, λοιπόν, για την εμβολιαστική κάλυψη του πληθυσμού δεν είναι μόνο οι πραγματικά επικίνδυνες απόψεις του «αντιεμβολιαστικού κινήματος», αλλά και η αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική στον τομέα της Υγείας. Αυτή η πολιτική αφήνει «χώρο» για να αναπτύσσονται και να επιδρούν τέτοιες απόψεις. Σε αυτήν την πολιτική οφείλεται ότι, παρά τις τεράστιες δυνατότητες της επιστήμης, της τεχνολογίας και των υλικών μέσων, καθώς και του μεγάλου σχετικά αριθμού υγειονομικών, τα προβλήματα παραμένουν ή και επιδεινώνονται.