Οφσόρ
Στις (νόμιμες) δραστηριότητες που ήρθαν στο φως με τα «Paradise papers», γίνονται αναφορές σε εταιρείες - κολοσσούς που εκμεταλλεύονται εκατομμύρια εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο. Τη μερίδα του λέοντος έχουν όμιλοι από κράτη που παρέχουν πλήθος από κίνητρα για τη «διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας». Για παράδειγμα, η «Apple», η «Νike» και άλλοι αμερικανικοί μονοπωλιακοί όμιλοι επιλέγουν να επενδύουν μέσω «οφσόρ», για να φοροαποφεύγουν, ενώ προέρχονται από ένα κράτος που για κανένα λόγο δεν χαρακτηρίζεται «εχθρικό στην επιχειρηματικότητα». Και επειδή αυτήν τη φιλολογία ακούνε συνέχεια οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα, για να στηρίξουν κάθε είδους προνόμια στους επιχειρηματικούς ομίλους (φτηνή εργατική δύναμη, φοροαπαλλαγές κ.λπ.), ας μείνει ως συμπέρασμα ότι μπροστά στην αύξηση της κερδοφορίας του, το κεφάλαιο δεν χορταίνει με τίποτα. Και ότι οι κυβερνήσεις και τα κόμματα του κεφαλαίου δεν έχουν κανέναν ενδοιασμό, δίπλα στις «νόμιμες» φοροαπαλλαγές, να διατηρούν ορθάνοιχτους διαύλους για τη διοχέτευση των κερδών τους σε φορολογικούς παραδείσους, για την επανεπένδυσή τους με ακόμα καλύτερους όρους.
Σαπίλα
Στο όλο θέμα υπάρχει και μια ακόμα ενδιαφέρουσα πλευρά: Στα «Paradise papers» εμφανίζονται ως μέτοχοι σε επενδυτικές εταιρείες μια πλειάδα από ανθρώπους της λεγόμενης «show biz», δηλαδή παγκοσμίου φήμης καλλιτέχνες, άνθρωποι του θεάματος και δεν συμμαζεύεται. Ολοι αυτοί, μαζί με χιλιάδες άλλους επιχειρηματίες, που εμφανίζονται στα μετοχολόγια των «εξωχώριων» εταιρειών, μέσα από την επένδυση των χρημάτων τους αποκτούν μετοχές σε κάθε λογής μονοπωλιακούς ομίλους. Για παράδειγμα, δεν είναι απίθανο να δεις την Μαντόνα μέτοχο σε ...ναυτιλιακή εταιρεία και τον Μπόνο των «U2» μεγαλομέτοχο σε ενεργειακό κολοσσό, που εκμεταλλεύεται χιλιάδες εργαζόμενους σε όλο τον κόσμο. Αν τους ρωτήσεις, βέβαια, είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν να σου πουν σε ποιες μετοχές έχουν επενδυθεί ως κεφάλαιο τα λεφτά τους και στα μετοχολόγια ποιων εταιρειών συμμετέχουν. Μιλάμε, δηλαδή, για την αποθέωση του παρασιτισμού του κεφαλαίου, που δείχνει ταυτόχρονα τα όρια του καπιταλισμού και την ανάγκη κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής.