Οι «κατευθύνσεις» του ΣΕΒ
Η συγκέντρωση της επιχειρηματικής πίτας και των κερδών σε ολοένα και λιγότερα χέρια, με την αποβολή από το «κάδρο» των αυτοαπασχολούμενων και μικρών ΕΒΕ, αλλά και της μεγάλης πλειοψηφίας των μικρομεσαίων αγροτών, επιβεβαιώνεται ως τάση στο πλαίσιο των γενικότερων αναδιαρθρώσεων και του νέου «αναπτυξιακού μοντέλου», που συνδιαμορφώνουν η συγκυβέρνηση, το κουαρτέτο και ισχυρά τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου.
Αποκαλυπτική γι' αυτό είναι η τοποθέτηση του ΣΕΒ, ο οποίος σχεδόν διαμαρτύρεται στο τελευταίο Δελτίο του, επειδή η Ελλάδα έχει το μεγαλύτερο ποσοστό αυτοαπασχολούμενων (34%) έναντι 16% στην ΕΕ, ενώ οι «αποκλίσεις» είναι ακόμη μεγαλύτερες σε κλάδους όπως το Εμπόριο, ο Τουρισμός, οι Μεταφορές και η αποθήκευση.
Οπως παρατηρεί ο ΣΕΒ, «τα μεγέθη αυτά αντανακλούν τη λειτουργία χιλιάδων μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα», που εμποδίζουν την ταχύτερη συγκέντρωση σε κλάδους της οικονομίας, παρά τα μέτρα που πήραν διαχρονικά και παίρνουν προς αυτήν την κατεύθυνση όλες οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου, εξοντώνοντας χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους και μικρούς ΕΒΕ.
Παραπέρα, ο ΣΕΒ τονίζει: «Οταν το κράτος, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, απορροφά άνω του 30% των μισθωτών μιας οικονομίας, όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, καθιερώνοντας πρότυπα εργασιακών σχέσεων και αμοιβών που δεν συνάδουν με τις ανταγωνιστικές συνθήκες που επικρατούν στην ιδιωτική οικονομία, δημιουργούνται πρόσθετα εμπόδια στην ανάπτυξη της ιδιωτικής οικονομίας».
Μέσα σε λίγες λέξεις, οι εγχώριοι βιομήχανοι σκιαγραφούν και πιέζουν για τις επόμενες αντεργατικές ανατροπές, που είναι ήδη στα σκαριά. Χρησιμοποιούν ως άλλοθι ένα σχετικά καλύτερο επίπεδο μισθών και εργασιακών δικαιωμάτων που έχουν απομείνει στο δημόσιο τομέα, για να ζητήσουν παραπέρα ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, απολύσεις στο Δημόσιο και συρρίκνωση της συμμετοχής του κράτους σε κλάδους όπου διατηρεί ακόμα μια σχετικά μεγαλύτερη παρουσία.
Το αυτονόητο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει ο ΣΕΒ, είναι ότι χρειάζεται ακόμα μεγαλύτερη υποτίμηση της εργατικής δύναμης προκειμένου να τονωθεί η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και να προσελκυστούν επενδύσεις. Οπως σημειώνουν με νόημα οι βιομήχανοι, «οι μεγάλες ξένες κερδοφόρες εταιρείες αποφεύγουν κατά κανόνα να εγκατασταθούν, ή περιορίζουν την έκταση των δραστηριοτήτων τους, στη χώρα, για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχουν ή δεν δημιουργούνται ευκαιρίες σχετικά ικανοποιητικής κερδοφορίας, που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν ιδιωτικές επενδύσεις».
Με τα ίδια ακριβώς κριτήρια, αυτά της συγκέντρωσης γης και παραγωγής σε λιγότερα χέρια, αντιμετωπίζεται από τους βιομήχανους και ο αγροτικός τομέας. Με βάση τα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ, στην Ελλάδα, το 12,7% των απασχολούμενων είναι αγρότες, έναντι 4,4% στην ΕΕ, λέγοντας ότι «η συμμετοχή της χώρας στην ΕΕ από το 1981, χωρίς να έχει ολοκληρωθεί ο τεχνολογικός μετασχηματισμός της παραγωγικής διαδικασίας και η συνακόλουθη εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, είχε ως αποτέλεσμα τον εγκλωβισμό πολλών παραγωγικών πόρων στη γεωργία, λόγω των γενναιόδωρων εισοδηματικών ενισχύσεων που απολάμβαναν οι αγρότες από τα κοινοτικά κονδύλια».
Με άλλα λόγια, ο αγροτικός τομέας, λόγω του κατακερματισμού του, απορροφά μεγάλο μέρος των κρατικών και ευρωπαϊκών επιδοτήσεων και ενισχύσεων, στερώντας πόρους από μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται σε άλλους κλάδους της παραγωγής, ή μεγαλύτερες επιχειρήσεις του αγροτοδιατροφικού τομέα. Πέρα απ' όλα τα άλλα, αναφορές όπως αυτή δείχνουν το έντονο ενδιαφέρον των βιομηχάνων να επενδύσουν στον αγροτικό τομέα, και γι' αυτό το σκοπό ζητάνε την ανακατανομή κονδυλίων και πρόσθετα μέτρα υπέρ των μεγάλων εκμεταλλεύσεων και σε βάρος των μικρομεσαίων αγροτών.
Ολα αυτά «κουμπώνουν» και με το παραπάνω με την πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ, ιδιαίτερα μπροστά στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, καθιστώντας επιτακτική ανάγκη να δυναμώσει η συμμαχία των εργαζομένων με τα άλλα λαϊκά στρώματα, να ενισχυθούν τα αντικαπιταλιστικά - αντιμονοπωλιακά χαρακτηριστικά του αγώνα τους.