Καλό το 6ωρο, αλλά ... κοστίζει για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και το κράτος τους
Με αφορμή το «πείραμα» σε ένα δημοτικό γηροκομείο στο Γκέτεμποργκ και σε άλλες περιοχές της χώρας
«Οι Σουηδοί, που ανυπομονούσαν να εφαρμοστεί η 6ωρη εργασία, πρέπει να ακούσουν τα "κακά μαντάτα": Το κόστος υπερβαίνει τα οφέλη». Αυτή η είδηση στο «Bloomberg» αποτυπώνει γλαφυρά την ουσία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, όπου η εργατική δύναμη ως εμπόρευμα πρέπει διαρκώς να φτηναίνει για χάρη της ανταγωνιστικότητας των επιχειρηματικών ομίλων.
Αυτό αποδεικνύεται και με αφορμή τη συμπλήρωση δυο χρόνων από το «πρωτοποριακό» - όπως είχε χαρακτηριστεί από τις αστικές κυβερνήσεις και τον αστικό Τύπο - πείραμα στη δημοτική μονάδα φροντίδας ηλικιωμένων «Svartedalens» στην περιοχή Γκέτεμποργκ της Σουηδίας, το οποίο αξιοποιούνταν από τους σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές ως παράδειγμα ενός «ανθρώπινου καπιταλισμού». Πιο συγκεκριμένα, για 2 χρόνια (2015 - 2017) ένα τμήμα των εργαζομένων του γηροκομείου - μόνο βοηθοί νοσοκόμοι - εργάζονταν 6ωρο αντί για 8ωρο, δηλαδή 30 ώρες τη βδομάδα, και αμείβονταν κανονικά. Το «πείραμα» αυτό στόχευε να καταδείξει αν τα οφέλη από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και από την καλύτερη υγεία των εργαζομένων θα ήταν τέτοια, ώστε να θεωρούνται προς το συμφέρον της καπιταλιστικής οικονομίας και ανάπτυξης.
Οπως προέκυψε, η παραγωγικότητα της εργασίας τους αυξήθηκε αξιοσημείωτα, οι εργαζόμενοι αυτοί εμφάνισαν λιγότερα προβλήματα υγείας, έπαιρναν λιγότερες αναρρωτικές άδειες, είχαν περισσότερη ενέργεια όταν επέστρεφαν στο σπίτι και περισσότερο ελεύθερο χρόνο για άλλες δραστηριότητες, ενώ βελτιώθηκαν και οι παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους ηλικιωμένους της μονάδας.
«Ημουν συνεχώς εξαντλημένη, γύριζα σπίτι και έπεφτα στον καναπέ. Αλλά τώρα έχω περισσότερη ενέργεια για τη δουλειά μου και για την οικογένεια», δήλωνε στην εφημερίδα «Γκάρντιαν» η Λίζε - Λότε Πέτερσον, 41χρονη βοηθός νοσοκόμα στην αρχή του «πειράματος» το Σεπτέμβρη του 2015. Επίσης, η Α. Σ. Ντάλμπομ Λάρσον, επικεφαλής της φροντίδας των ηλικιωμένων, τόνιζε: «Από τις αρχές της δεκαετίας του '90, είχαμε περισσότερη δουλειά και λιγότερο προσωπικό - δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό. Στον τομέα της Περίθαλψης κυριαρχούν οι ασθένειες και η κατάθλιψη στους εργαζόμενους εξαιτίας της εξουθένωσης», ενώ αυτό μεταφέρεται και στους ηλικιωμένους που φιλοξενούνται στη μονάδα, «πολλοί από τους οποίους αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας, έχουν άνοια κ.λπ.».
Παρά τα θετικά αποτελέσματα για τους εργαζόμενους και τους φιλοξενούμενους, από τον περασμένο Φλεβάρη οι εργαζόμενοι άρχισαν να δουλεύουν ξανά το καθιερωμένο 8ωρο, καθώς το κόστος για το κράτος για την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού θεωρήθηκε «μεγάλο» και «μη βιώσιμο».
Στόχος οι περικοπές, η ανταγωνιστικότητα, η κερδοφορία
Στη Σουηδία έχουν γίνει ή βρίσκονται σε εξέλιξη κι άλλα αντίστοιχα πειράματα, σε περίπου 10 εργασιακούς χώρους και για περιορισμένο αριθμό εργαζομένων. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, τα κίνητρα τέτοιων πειραμάτων είναι η μείωση των δαπανών Υγείας, η μείωση των αδειών των εργαζομένων, αλλά και να μπει φρένο σε διεκδικήσεις για αύξηση στους μισθούς. Οπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Ντάνιελ Μπέρνμαν, επικεφαλής του σοσιαλδημοκρατικού «Αριστερού Κόμματος» στο τοπικό συμβούλιο του Γκέτεμποργκ, ήταν αντιμέτωποι με μια κοινωνία «με μεγαλύτερη νοσηρότητα και πρόωρες συνταξιοδοτήσεις». Από την άλλη, οικονομολόγοι υποστήριζαν πως μια θεωρητική μείωση των ωρών εργασίας σε όλη την πόλη του Γκέτεμποργκ θα έκανε την οικονομία να υποφέρει από μειωμένη ανταγωνιστικότητα και άσχημα οικονομικά αποτελέσματα. «Δεν μπορούμε να πληρώνουμε ανθρώπους για να μη δουλεύουν», τονίζουν.
Αλλο κίνητρο είναι η αύξηση της παραγωγικότητας, που ενδεχομένως να κάνει πιο ικανοποιημένους τους πελάτες μιας επιχείρησης, να εμποδίσει την πρόσληψη επιπλέον προσωπικού ή να μειώσει το ήδη υπάρχον. Εξάλλου, στον καπιταλισμό άνοδος της παραγωγικότητας και της αποδοτικότητας σημαίνει άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στα όσα παράγει η εργατική τάξη και στους μισθούς. Στην εταιρεία βελτιστοποίησης αναζήτησης στο ίντερνετ «Brath», στην κωμόπολη της βόρειας Σουηδίας Οrnskοldsvik, εφαρμόστηκε πριν χρόνια το 6ωρο για τους 20 υπαλλήλους της και, όπως δήλωνε η ιδιοκτήτρια, «δεν χρειάστηκε να προσλάβουμε επιπλέον προσωπικό αφού ανέβηκε η εντατικοποίηση της δουλειάς», ενώ «τα κέρδη της εταιρείας αυξάνουν χρόνο με το χρόνο». Επιπλέον, τονίζει ότι «οι εργαζόμενοι παραμένουν στην εταιρεία λόγω του μειωμένου ωραρίου, ακόμη κι αν βρουν μια πιο καλοπληρωμένη δουλειά». Συνεπώς, για διεκδίκηση υψηλότερων μισθών ούτε λόγος...
Το τσάκισμα της τιμής της εργατικής δύναμης και η αύξηση του απλήρωτου χρόνου εργασίας είναι νομοτέλεια στον καπιταλισμό, αφού ο καπιταλιστής που δεν θα επιδιώξει να αυξήσει το ποσοστό κέρδους του, θα πεταχτεί έξω από το παιχνίδι λόγω του ανταγωνισμού. Αυτός είναι και ο λόγος που ενώ σήμερα η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης προσφέρει τεράστιες δυνατότητες για μείωση του εργάσιμου χρόνου με ταυτόχρονη αύξηση των αποδοχών και για εξάλειψη της ανεργίας, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Αντίθετα, απέναντι στη σημερινή υπερώριμη δυνατότητα των παραγωγικών δυνάμεων για μια γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου και ουσιαστική κάλυψη των αναγκών των εργαζομένων, ο καπιταλισμός απαντά με την πραγματικότητα των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, της ανεργίας, των μειωμένων μισθών, της σχετικής και απόλυτης εξαθλίωσης, των κρίσεων και των πολέμων.
Δηλαδή, μπορεί να ισχύει το «μότο» ότι «ένας ευτυχισμένος εργαζόμενος είναι καλύτερος εργαζόμενος», όμως αυτό στον καπιταλισμό έχει ένα - και μάλιστα χαμηλό - ταβάνι. Αφού η όλο και μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, το κέρδος, η ανταγωνιστικότητα, οι περικοπές του κράτους για κοινωνικές δαπάνες είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας.
Ενδεικτικά, στη Γαλλία, όταν το 2000 εφαρμόστηκε πιλοτικά το 35ωρο (από 40ωρο) τη βδομάδα, οι επιχειρήσεις αντέδρασαν, καθώς αυτό μείωσε την ανταγωνιστικότητα και δημιούργησε δισεκατομμύρια επιπλέον κόστη για προσλήψεις και κοινωνικές επιβαρύνσεις. Τώρα σχεδόν όλοι εργάζονται πάλι 40ωρο.
Η «πρόοδος» φέρνει στρατιές ανέργων
Πολύς λόγος γίνεται από τις αστικές κυβερνήσεις (και από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ) για το λεγόμενο «προβάδισμα» των καπιταλιστικών οικονομιών σε «παραγωγικότητα, αποδοτικότητα και καινοτομία». Από αυτό, όμως, δεν κερδίζουν οι εργαζόμενοι κι οι άνεργοι, αφού με την καπιταλιστική ιδιοποίηση η αύξηση της παραγωγικότητας όχι μόνο δεν οδηγεί στη μείωση του εργάσιμου χρόνου και την αύξηση των μισθών των εργαζομένων, αλλά, αντίθετα, κάνει χιλιάδες εργαζόμενους «περιττούς» για τους καπιταλιστές.
Θυμίζουμε την εφιαλτική έρευνα του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ που ανακοινώθηκε στο Νταβός, το Γενάρη του 2016, σύμφωνα με την οποία θα χαθούν περισσότερες από 7 εκατομμύρια θέσεις εργασίας και θα δημιουργηθούν 2 εκατομμύρια νέες, ως αποτέλεσμα των τεχνολογικών αλλαγών που συντελούνται σε 15 αναπτυγμένες και «αναδυόμενες» οικονομίες, μέχρι το 2020. Αυτό θα προκύψει λόγω μεγάλων αλλαγών στην αγορά εργασίας, επειδή θα αυξηθεί η χρήση ρομπότ και τεχνητής νοημοσύνης στην παραγωγή. Η εφαρμογή των «νέων τεχνολογιών», που αυτοματοποιούν την παραγωγική διαδικασία, κάνει περιττές πολλές ανθρώπινες εργασίες, αντί να βελτιώνει τη ζωή των ανθρώπων, να αυξάνει τον ελεύθερο χρόνο και τις απολαβές.
Η έρευνα είχε τον τίτλο «Το Μέλλον των Θέσεων Εργασίας» και έγινε σε 15 οικονομίες που απασχολούν 1,9 δισεκατομμύρια εργαζόμενους ή περίπου το 65% του παγκόσμιου εργατικού δυναμικού. Ανάμεσά τους και σε ΗΠΑ, Κίνα, Μεγάλη Βρετανία, Βραζιλία, Γαλλία, Γερμανία, Αυστραλία, Ινδία, Ιταλία, Τουρκία.
Η κατάργηση της εκμετάλλευσης είναι ο δρόμος
Στον αντίποδα του σάπιου καπιταλισμού, όπου η πρόοδος των τεχνολογιών και της επιστήμης είναι «κατάρα» για τους εργαζόμενους, στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή, στο σοσιαλισμό, όπου καταργείται η εκμετάλλευση, οι εργαζόμενοι ιδιοποιούνται όλο τον πλούτο που παράγουν.
Τι είναι αυτό που έχει υπερωριμάσει στον καπιταλισμό; Η κοινωνική εργασία που χρειάζεται και κοινωνική ιδιοκτησία για να επιφέρει γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου, με μισθούς ικανούς να εξασφαλίσουν ζωή αντίστοιχη με αυτά που ήδη παράγει η κοινωνία, με κοινωνικές υπηρεσίες που εξασφαλίζουν τις ανάγκες όλων στην Εκπαίδευση, στον Πολιτισμό - Αθλητισμό, στην ανάπαυση, σε κατοικία με όλες τις σύγχρονες λειτουργίες της (ύδρευση, φωτισμό, κλιματισμό χειμώνα - καλοκαίρι).
Οι αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, που σήμερα υπονομεύονται γιατί δεν αποδίδουν κέρδος στους καπιταλιστές, στο πλαίσιο της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας αναπτύσσονται πλήρως προς όφελος των λαϊκών αναγκών. Αξιοποιούνται τα νέα επιτεύγματα των τεχνολογιών και της επιστήμης, με στόχο τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, τη διεύρυνση του ελεύθερου χρόνου, ώστε να επιτυγχάνεται η ανύψωση του πολιτιστικού - μορφωτικού επιπέδου, να κατακτάται η ικανότητα ουσιαστικής συμμετοχής στον έλεγχο της διοίκησης, στους θεσμούς της εξουσίας. Ενας τέτοιος δρόμος ανάπτυξης, όπου η παραγωγή τίθεται στην υπηρεσία των κοινωνικών αναγκών κι όπου εξαλείφονται φαινόμενα σύμφυτα του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης όπως είναι η ανεργία, η φτώχεια κ.λπ., είναι ο μόνος δρόμος που δίνει ελπίδα στους λαούς.