Παρασκευή 14 Απριλίου 2017

Έξι χρόνια χωρίς το κόκκινο μαντήλι

αντιγράφουμε από το Cogito Ergo Sum
Ήταν μια μέρα σαν ετούτες που διανύουμε τώρα, πριν έξι χρόνια. 17 Απρίλη 2011. Κυριακή των Βαΐων. Στις παρέες συζητούσαμε ακόμα για τον Μανώλη Ρασούλη, που μας είχε αφήσει έναν μήνα νωρίτερα, όταν ήρθε το καινούργιο, χειρότερο χαμπέρι, πάλι από την Θεσσαλονίκη. Ο Νίκος Παπάζογλου είχε φύγει στα 63 του χρόνια για να συναντήσει τον φίλο και συνεργάτη του.

Εκείνη την ημέρα, ο Παπάζογλου πέθανε τυπικά, για ληξιαρχικούς λόγους. Η αλήθεια είναι ότι ουσιαστικά είχε πεθάνει δυο χρόνια νωρίτερα, στις 9 Μαΐου 2009, όταν οικονομικά προβλήματα τον ανάγκασαν να κλείσει το "Αγροτικόν", το στούντιο που είχε φτιάξει ο ίδιος. Ο ίδιος έκανε και τις παραγωγές, βάζοντας στα βινύλια την ένδειξη "Παραγωγή: Στρογγυλοί δίσκοι" και σήμα ένα... κουλούρι Θεσσαλονίκης. Πριν το κλείσει, πρότεινε στην πολιτεία να της το χαρίσει και να το λειτουργήσει εκείνη ως μουσικό σχολείο και ως χώρο εκπαίδευσης νέων μουσικών. Η προσφορά του απορρίφθηκε και ο Νίκος αναγκάστηκε να πετάξει τα πάντα στην ανακύκλωση. Δεν θα συνερχόταν ποτέ απ' αυτή την στενοχώρια. Λίγο καιρό αργότερα διαγνώστηκε ο καρκίνος...
Olympians, 1967: Ο τραγουδιστής τού συγκροτήματος Πασχάλης Αρβανιτίδης υπηρετεί την θητεία του
στο ναυτικό και τον αναπληρώνει για έναν ολόκληρο χρόνο ο 19χρονος Νίκος Παπάζογλου.

Ας γυρίσουμε λίγο πίσω τον χρόνο. Το 1978, ο Διονύσης Σαββόπουλος συλλαμβάνει την ιδέα να φτιάξει έναν δίσκο-αχταρμά, με πολλά ετερόκλητα στοιχεία. Ο Νιόνιος θέλει έναν δίσκο που θα εκφράζει το ιδεολογικό και πολιτιστικό κιτς τής εποχής, γι' αυτό και του δίνει τον τίτλο "Η εκδίκηση της γυφτιάς". Για να τον φτιάξει, μαζεύει τον λυρικό και εστέτ Νίκο Ξυδάκη, τον θεότρελλο Μανώλη Ρασούλη, τον αυτοδίδακτο μπουζουκτσή Νίκο Παππά (με το παρατσούκλι "Κακούργος"!), τον δικηγόρο Τάκη Σιμωτά, ο οποίος γράφει στίχους (δικό του το "Ραγίζει απόψε η καρδιά..."), τον πολύ καλό μπουζουκτσή Δημήτρη Κοντογιάννη, που έχει και καλή λαϊκή φωνή και κάμποσους άλλους ακόμη. Ανάμεσα στους άλλους είναι κι ένας τριαντάρης σαλονικιός, που έχει από χρόνια γοητεύσει τον Σαββόπουλο με την φωνή του, ως μέλος των "Μακεδονομάχων": ο Νίκος Παπάζογλου.

Όταν βλέπει την σύνθεση της ομάδας ο Ρασούλης, βάζει τα γέλια κι αρχίζει το δούλεμα του Ξυδάκη. Τόσα μπουζούκια και λαϊκές φωνές γύρω αλλά ο συνθέτης να γράφει με πιάνο; Ο Ξυδάκης πεισμώνει και κλείνεται σπίτι του όλο το βράδυ. Μέχρι να ξημερώσει, θα έχει σκαρώσει στο πιάνο την μουσική για ένα λαϊκό κομμάτι. Όταν το ακούει ο Ρασούλης, υποκλίνεται και πέφτει με τα μούτρα να γράψει τους στίχους. Έτσι γεννήθηκε η "Τρελλή κι αδέσποτη", το τραγούδι που ανοίγει την "Εκδίκηση της γυφτιάς". Σαββόπουλος και Ρασούλης συμφωνούν να το τραγουδήσει ο Παπάζογλου. Είναι η πρώτη φορά που ακούγεται σε δίσκο η φωνή τού "Παπάζη".


Όταν ο Νίκος πήγαινε σχολείο, η μητέρα του του έδινε καθημερινά ένα καθαρό, λευκό μαντήλι. Το ίδιο έκαναν οι μανάδες όλων των παιδιών. Αυτό το μαντήλι έγινε αφορμή να κάνει ο Νίκος την πρώτη του "επανάσταση", όταν κάποια στιγμή αποφάσισε πως δεν μπορούσε να συμπεριφέρεται σαν να ήταν σε κοπάδι. Έτσι, βρήκε ένα κόκκινο μαντήλι και, όταν έφευγε από το σπίτι, αντικαθιστούσε με αυτό το λευκό τής μητέρας του. Αυτό το κόκκινο μαντήλι έμελλε να γίνει το "σήμα κατατεθέν" του ως το τέλος της ζωής του.

Στα μικράτα του, επειδή το σχολείο ήταν μακρυά κι έπρεπε να πάρει λεωφορείο, τον συνόδευε η αδελφή του. Ένα πρωινό που έβρεχε καταρρακτωδώς, ο οδηγός του λεωφορείου έχασε τον έλεγχο κι έπεσε στην στάση, σκοτώνοντας την αδελφή του. Όπως είναι λογικό, αυτό το περιστατικό σημάδεψε τον μικρό. Πολλά χρόνια αργότερα θα έγραφε ένα τραγούδι στην μνήμη της, που θα περιλαμβανόταν στο άλμπουμ του "Μέσω νεφών", το οποίο κυκλοφόρησε το 1986. Ήταν το "Φύσηξε ο Βαρδάρης" και ήταν αδύνατο να το τραγουδήσει δίχως να δακρύσει:
Φύσηξε ο Βαρδάρης και καθάρισε,
ήλιος λες και τελείωσε ο χειμώνας.
Βγήκα μια βόλτα και μπροστά της βρέθηκα.
Στάθηκα κι απόμεινα κοιτώντας.
 
Φλόγες ζωηρές που τρεμοπαίζουνε
τα ρούχα, τα μαλλιά της στον αέρα.
Στη στάση πέρα δώθε σπινθηρίζουνε
τα δυο της μάτια, κάρβουνα αναμμένα.
 
Πριν να σε χορτάσουνε τα μάτια μου,
σε άρπαξε θαρρείς το λεωφορείο
κι έμεινα να κοιτώ καθώς χανόσουνα
κι έφτανε ως το κόκαλο το κρύο.
Οι θρυλικοί "Μακεδονομάχοι" της Θεσσαλονίκης. Διαλύθηκαν το 1971 με αστυνομική διαταγή. Από αριστερά:
Λεωνίδας Σταματιάδης (ντραμς), Γιάννης Καντζός, Θοδωρής Παπαντίνας (κιθάρες), Νίκος Παπάζογλου (τραγούδι).

Στις αρχές Μαΐου 1978 η Θεσσαλονίκη αρχίζει να δοκιμάζεται από έντονη σεισμική δραστηριότητα. Οι σεισμοί είναι συνεχείς και κάποιοι απ' αυτούς αρκετά ισχυροί, που φτάνουν τα 5,8 ρίχτερ. Ο κύριος σεισμός χτυπάει την πόλη στις 20 Ιουνίου, με 6,5 βαθμούς από βάθος δέκα χιλιομέτρων μόλις και είναι καταστροφικός, με 49 νεκρούς και τεράστιες ζημιές. Ο Παπάζογλου έχει γίνει ήδη χαζομπαμπάς και ανησυχεί για την κόρη του, την Αδελαΐδα. Έτσι, πείθει την γυναίκα του, την Βαρβάρα, να πάρει το μωρό και να πάει να μείνει λίγους μήνες σε κάποιους συγγενείς τους στις ΗΠΑ, ώσπου να τελειώσουν οι σεισμοί.

Με το που μπαίνει ο Αύγουστος, ο Σαββόπουλος τον καλεί να περάσει μαζί του λίγες μέρες στο Πήλιο. Ο Παπάζογλου δέχεται την πρόσκληση. Το κακό είναι ότι ο Νιόνιος έχει μεγάλη παρέα κι ανάμεσα στην παρέα βρίσκεται και μια κοπέλλα, την οποία ο Νίκος ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Το πιθανώτερο είναι πως πρόκειται για έναν ακόμη απ' αυτούς τους καλοκαιρινούς έρωτες που σβήνουν μόλις φτάσει το φθινόπωρο αλλά ο Παπάζογλου υποφέρει, καθώς δε μπορεί να βγάλει από το μυαλό του την γυναίκα του και την κόρη του. Για να γλιτώσει από το καμίνι που τον καίει, αποφασίζει να φύγει. Επιστρέφει στην Θεσσαλονίκη και δίνει διέξοδο στο πάθος του με τον τρόπο που ξέρει καλά: σκαρώνει στίχους.

Εκεί, πάνω στο σβήσε-γράψε, μπαίνει στο στούντιο ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και τον κάνει τσακωτό. "Τραγούδι γράφεις;" - "Ναι" - "Δώσε μου να δω". Ο Χριστιανόπουλος ρίχνει μια ματιά και καρφώνει τον Παπάζογλου με το βλέμμα. "Αυτό δεν είναι τραγούδι, είναι ποίημα" - "Έχω και την μουσική έτοιμη, βρε Ντίνο" - "Να μου το τραγουδήσεις τότε, να τ' ακούσω". Καθώς ο Παπάζογλου τραγουδάει, ο Χριστιανόπουλος παρακολουθεί με προσοχή. "Αν ξεφορτωθείς τις εύκολες ρίμες, σαν το 'έκταση-έξαψη', θα γίνει αριστούργημα", σχολιάζει μόλις ο Νίκος τελειώνει το τραγούδι.
1986: Μόλις έχει ολοκληρωθεί η ηχογράφηση του "Πότε Βούδας, πότε Κούδας". Νίκος Παπαζόγλου,
Μανώλης Ρασούλης, Πέτρος Βαγιόπουλος και Αντώνης Βαρδής (παραγωγός) ακούνε το αποτέλεσμα.

Ο Παπαζόγλου, προβληματισμένος από το σχόλιο του Χριστιανόπουλου, θα κρατήσει το τραγούδι στο συρτάρι του και θα το δουλέψει για δυο ολόκληρα χρόνια. Τελικά, το κομμάτι θα βγει στο φως μέσα από το άλμπουμ "Χαράτσι", το οποίο κυκλοφόρησε το 1984. Χαλάλι η πολύχρονη αναμονή, μιας και ο "Αύγουστος" έμελλε να γίνει η ιδανική μουσική έκφραση των ανεκπλήρωτων ερώτων:
Μα γιατί το τραγούδι να `ναι λυπητερό;
Με μιας θαρρείς κι απ' την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με 'πνιξε.
Φυλάξου για το τέλος, θα μου πεις

Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος.
Λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος.
"Κουράγιο, θα περάσει", θα μου πεις.

Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά,
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου, χιλιάδες φιλιά,
διαμάντια, που απλόχερα μου χάριζε;
Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό.

Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε;
Από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως,
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που τό 'χει δει;

Μεσ' στο βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει, συννεφιάζει, αναδιπλώνεται.
Μα, σαν πέφτει η νύχτα, πλημμυρίζει με φως,
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή.