Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Πάσχα στο χωριό...


"Κοντά δέκα χρόνια μετράει η οικογένειά μου στην Αθήνα. Αναγκαστική η «επιλογή» της εσωτερικής μετανάστευσης. Η γνωστή, κι ίσως τετριμμένη για πολλούς, ιστορία, που κρύβει μερικές χιλιάδες ανθρώπινα δράματα. Το εργοστάσιο που έκλεισε. Οι εργάτες που σε μια νύχτα βρέθηκαν στο δρόμο. Μια ολόκληρη περιοχή που μαράζωσε. Η αγωνία και η ανασφάλεια για το αύριο. Η ελπίδα πως στην πρωτεύουσα όλο και κάποιο μεροκάματο θα βρισκόταν. Και να 'μαστε... Δέκα χρόνια. Τέτοιες μέρες τα πρώτα χρόνια ξεκινούσαν και οι ετοιμασίες μας για Πάσχα στο χωριό . Κάποιοι έφευγαν νωρίτερα, να ασπρίσουν το σπίτι, να προμηθευτούν τα απαραίτητα και οι υπόλοιποι ακολουθούσαν τη Μεγάλη Παρασκευή.
Ανάταση ψυχής αυτές οι μέρες στο χωριό . Ολάνθιστο να μοσχοβολάει πασχαλιές και λιβάνι. Παλιοί φίλοι και συγγενείς που ξανάσμιγαν. Το πατροπαράδοτο σούβλισμα του οβελία. Να ξυπνάς το πρωί από καμπάνες, να νανουρίζεσαι το βράδυ από τα τροπάρια που έψελναν οι γυναίκες στον επιτάφιο. Να ζυμώνεις κουλούρες, να βάφεις αυγά. Και κατά ένα περίεργο τρόπο να μην κουράζεσαι από το φόρτο της ημέρας. Απεναντίας, να σε ξεκουράζει. Να σου παίρνει από το κεφάλι τη σκοτούρα και το άγχος.
Ούτε που καταλάβαμε πώς άρχισαν να αραιώνουν οι πασχαλιάτικες επισκέψεις στο χωριό . Ούτε που καταλάβαμε πώς σταμάτησαν ολωσδιόλου. «Πού να πάμε πάλι; Κούραση, να κουβαλιόμαστε τόσοι άνθρωποι, τόσες ετοιμασίες»... Δικαιολογίες. Το ζήτημα ήταν ένα: τα έξοδα. Χρόνο με το χρόνο όλο και πιο μεγάλα, όλο και πιο δυσβάστακτα για το οικογενειακό εισόδημα, που ολοένα και μίκραινε. Δικαιολογίες, παραμυθιαζόμασταν και μεταξύ μας, για να μην παραδεχτεί κανείς μας την αλήθεια, ότι δηλαδή δεν είναι πως δε θέλουμε να πάμε, αλλά πως δεν μπορούμε πια. Πως ακόμα κι αυτό το Πάσχα των Ελλήνων, έγινε μια πολυτέλεια απρόσιτη για πολλούς. Το πρώτο Πάσχα στην Αθήνα μας κακοφάνηκε, ακόμα μας κακοφαίνεται. Παρηγοριόμαστε όμως, καθώς βλέπουμε πως δεν είμαστε μόνοι, πως όλο και περισσότεροι γείτονες, φίλοι, συγγενείς παραμένουν στο «κλεινόν άστυ» και έτσι, όλοι μαζί, πνίγουμε σε ένα ποτηράκι κρασί τον πόνο της νοσταλγίας, διηγούμενοι αναμεταξύ μας ιστορίες από τις εποχές που, Πάσχα μακριά από το χωριό , δε νοούνταν καν.
Και κάθε φορά ξεγελιόμαστε, «άντε του χρόνου θα πάμε, θα καλέσουμε και το θείο με την οικογένειά του, θα περάσουμε ωραία». Και τα χρόνια περνάνε... Με την ίδια δέσμευση, που κρύβει ελπίδα και προσδοκία, όχι πως του χρόνου θα κάνουμε Πάσχα στο χωριό , αλλά πως του χρόνου θα είναι καλύτερα. Κάποιοι από μας, που βλέπουμε την πορεία των πραγμάτων, ξέρουμε πως κανένας καλύτερος χρόνος δε θα 'ρθει. Οχι με ευχές. Πως Ανάσταση για τη λαϊκή εργατική οικογένεια μπορεί βεβαίως να έρθει, αλλά θέλει θυσίες, θέλει αγώνα. Και φέτος, στο διαμέρισμα, στην Αθήνα, θα πιούμε σ' αυτό, στη δύναμη του αγώνα που δίνουμε όλο τον υπόλοιπο χρόνο, να ξημερώσει καλύτερες μέρες. Σε κάτι δηλαδή που μπορούμε στα σίγουρα να εναποθέτουμε τις ελπίδες μας."

Βάσια ΤΕΛΩΝΗ