ΑΠΟ ΣΦΥΡΟΔΡΕΠΑΝΟΣ ΣΤΟ ΙΟΥΛ 1, 2016ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Γράφει ο Βασίλης Κρίτσας //
Αν ο ήλιος έκαιγε έτσι από Ιούνη μήνα, φαντάσου τι έχει να γίνει από εδώ και πέρα. Αλίμονο στους καψερούς που δεν έχουν λεφτά για κλιματισμό και συνωστίζονται σε δημόσιους, κλιματιζόμενους χώρους (ΚΑΠΗ, σούπερ μάρκετ, τράπεζες). Αλίμονο σε όσους λούζονται τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής -ήταν στραβό το κλίμα το ‘φαγε και ο καπιταλισμός, με την οικολογική καταστροφή. Και στους άλλους που θα βάλουν το αρκουδίσιον, για να μην καούν ζωντανοί σε αυτές τις άθλιες τσιμεντουπόλεις, που μας χορεύουν κάθε μέρα στο ταψί και μας βγάζουν το λάδι (ρίξε κι άλλο λάδι στη φωτιά). Αλλά θα καεί η γούνα που δεν έχουν, μόλις τους έρθει ο λογαριασμός της ΔΕΗ.
Καλοκαίρι, καλοκαίρι, σου ‘ρχομαι ακράτητος…
Καλοκαίρι, καλοκαίρι, σου ‘ρχομαι ακράτητος…
Αλίμονο σε όλους εμάς μαζί, που βλέπουμε παθητικά, σαν θεατές, τους λιγοστούς πνεύμονες πράσινου γύρω μας να λιγοστεύουν κι άλλο από τις φωτιές. Ενώ εμείς βράζουμε στο ζουμί μας και στο ίδιο καζάνι, της επίγειας κόλασης, σαν τους τρεις παίδες εν καμίνω, με την ελπίδα πως θα ξαναγεννηθούμε απ’ τις στάχτες μας. Και πως θα πέσει μια φωτιά να κάψει ό,τι μας καίει, ό,τι μας τρώει την ψυχή, έτσι για αλλαγή, αντί να καίει δάση και να τα κάνει οικόπεδα
Αλίμονο στης γης τους κολασμένους και το κοριτσάκι με τα σπίρτα, που τα ανάβει για να ζεσταθεί, αλλά μια μέρα θα κάψει τον άδικο κόσμο της εκμετάλλευσης, για να χτίσει έναν καινούριο, ύστερα από τη δημιουργική καταστροφή της φωτιάς. Εκτός κι αν ανάψει κάνα μαγκάλι στο σπίτι, χωρίς να ρωτήσει τον Τζήμερο, και τη βρει ο θάνατος, πριν από τη διαπόμπευση του μισάνθρωπου διαφημιστή.
Αλίμονο στους καμένους και τους ψεκασμένους αυτού του κόσμου, που προσπαθούν να τον εξηγήσουν σαν 5χρονα παιδιά με παραμύθια. Καψίματα υπάρχουν πολλά, ο Καμμένος σκοτώνει, αυτή είναι η διαφορά. Στους εμπρηστικούς λόγους, που είναι σκέτα πυροτεχνήματα, στιγμιαία και ψεύτικα, χωρίς ουσία και φλόγα.
Αλίμονο στους καψούρηδες, που καίγονται από πόθο ανεκπλήρωτο (ενώ αφήνουν την πάλη των τάξεων ιστορικά αδικαίωτη) και πέφτουν στη φωτιά, χωρίς να φοβηθούν τα εγκαύματα. Στα νεαρά κορίτσια, που ονειρεύονται καριέρα και παίρνουν καυτές πόζες με τα καυτά κορμιά τους μπροστά στο φακό και το δέλεαρ των χρημάτων, που αφήνουν όμως το μυαλό (όχι μόνο το δικό τους) κρύο κι ακατοίκητο.
Αλίμονο σε όσους βλέπουν το σπίτι του γείτονα να καίγεται και αδιαφορούν, μέχρι να έρθει η δική τους σειρά και να αρχίσουν να καίγονται τα μπατζάκια τους. Κι αυτοί είναι οι μόνοι που αξίζουν αυτό το ‘αλίμονο’, που αντί να ριχτούν στη μάχη της φωτιάς, μένουν απαθείς, διασκεδάζουν με τη μελωδία της παρακμής, ενόσω η Ρώμη καίγεται. Και όταν φτάσουν τελικά οι φλόγες δίπλα τους, θυμούνται πάνω στην πυρά αυτά που τους λέγαμε: σύντροφε, σύντροφε, πόσο δίκιο είχες…
Και να πεις όμως πως αυτοί ήταν τίποτα Κροίσοι, που δεν τους άγγιξε η κρίση…
Και να πεις όμως πως αυτοί ήταν τίποτα Κροίσοι, που δεν τους άγγιξε η κρίση…
Αλλά υπάρχει ένα φως που πάντα καίει και μας δείχνει το δρόμο. Τα δυνατά πάθη που σιγοκαίνε και θα τινάξουν το καπάκι, την κρίσιμη ώρα. Κι αυτοί που δε φοβούνται, γιατί ξέρουν πως αξίζει να υπάρχεις και να αγωνίζεσαι για ένα όνειρο, ένα ιδανικό, κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει.
Εξάλλου, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ, πώς θα γενούνε τα σκοτάδια φως…;