Σε ανοδική πορεία η φτώχεια, πλήττοντας εκατομμύρια εργαζόμενους, συνταξιούχους, άνεργους
Η αυξανόμενη φτώχεια στη Γερμανία, την ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, έχει έρθει στο προσκήνιο με αφορμή δύο πρόσφατα γεγονότα. Πριν από μερικές βδομάδες η «τράπεζα τροφίμων» στην πόλη Εσσεν ανακοίνωσε πως θα αποκλείονται όσοι δεν έχουν γερμανικό διαβατήριο, καθώς οι πρόσφυγες και μετανάστες που προσέρχονται για ένα πιάτο φαΐ είναι πλέον συντριπτική πλειοψηφία, με αποτέλεσμα να μένουν εκτός πολλές γερμανικές οικογένειες (κυρίως μονογονεϊκές, πολύτεκνοι, άνεργοι, χαμηλοσυνταξιούχοι κ.λπ.). Τελικά η απόφαση αυτή ανακλήθηκε, μετά από τις αντιδράσεις που ξέσπασαν.
Στον απόηχο αυτού του συμβάντος, ήρθε και η κυνική δήλωση του νέου υπουργού Υγείας, Γενς Σπαν (CDU) στη νέα κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού με τους Σοσιαλδημοκράτες: «Ακόμα και αν δεν υπήρχαν τα συσσίτια, κανείς δεν θα έπρεπε να πεινάει στη Γερμανία. Με τα προνοιακά επιδόματα Hartz IV (Χαρτζ 4) καθένας έχει αυτά που χρειάζεται για να ζήσει».
Στη Γερμανία εκατομμύρια άνθρωποι καλούνται να ζήσουν με λιγότερα από το όριο της φτώχειας(περίπου στα 900 ευρώ το μήνα) και μάλιστα ακόμη και με 400 ευρώ το μήνα, όταν το κόστος ζωής είναι πολλαπλάσιο. Σε αυτούς δεν ανήκουν μόνο οι 4,3 εκατ. άποροι - ικανοί προς εργασία - που παίρνουν «Χαρτζ 4», αλλά και εκατομμύρια εργαζόμενοι με μερική απασχόληση ή μίνι τζομπς (mini jobs), οι χαμηλόμισθοι και χαμηλοσυνταξιούχοι.
Αυτή η πραγματικότητα αναδεικνύει την αντιστρόφως ανάλογη κατάσταση για τα λαϊκά στρώματα: Ενώ η καπιταλιστική γερμανική οικονομία γνωρίζει επίπεδα ανάπτυξης - ρεκόρ και χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη «ευημερία» των τελευταίων δέκα χρόνων, με χαμηλή ανεργία, υψηλό εμπορικό πλεόνασμα και τεράστιο πλεόνασμα στον προϋπολογισμό (περίπου 35 δισ. ευρώ το 2017), αντίστοιχα η φτώχεια βρίσκεται σε τροχιά ανόδου το ίδιο διάστημα.
Η ανεργία μειώνεται, η φτώχεια αυξάνεται
Οπως παρατηρεί στην εφημερίδα «Frankfurter Allgemeine Zeitung» ο καθηγητής κοινωνιολογίας στο ερευνητικό κέντρο (SOCIUM) του Πανεπιστημίου της Βρέμης, Ολαφ Γκρο - Ζάμπεργκ,«η φτώχεια έχει αυξηθεί σαφώς στη Γερμανία, ιδιαίτερα από τα τέλη της δεκαετίας του '90 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2000. Και από το 2005 και μετά συνέχισε να αυξάνεται, αν και ελαφρώς».
Ο ίδιος υπογραμμίζει πως παρότι η ανεργία άρχισε να μειώνεται με γοργούς ρυθμούς από το 2005 μέχρι σήμερα - όπου τα ποσοστά απασχόλησης έχουν φτάσει σε επίπεδα ρεκόρ - δεν υπήρξε καμία αντιστροφή στην ανοδική πορεία της φτώχειας. «Στατιστικά, το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης της φτώχειας (περίπου 40% με 50%) εξηγείται στην πραγματικότητα από την κατάσταση των μισθών και από την αύξηση των χαμηλόμισθων.Παρά την απότομη μείωση της ανεργίας (σ.σ. στο 5,7% σήμερα), οι μισθολογικές ανισότητες υφίστανται και έχουν να κάνουν με το υψηλό ποσοστό των mini jobs και άλλων ελαστικών μορφών απασχόλησης», σημειώνει.
Ενδεικτικά, το 2017 4,7 εκατ. εργαζόμενοι ήταν με mini jobs (ημιαπασχόληση, συχνά ανασφάλιστοι), με μισθό στα 450 ευρώ. Αλλα 2,7 εκατ. εργαζόμενοι είχαν μια mini job σαν συμπληρωματική δουλειά, δηλαδή έχουν τουλάχιστον δύο εργοδότες και εργάζονται ακόμη και 50 - 60 ώρες τη βδομάδα για να τα βγάλουν πέρα.
Ο Ζάμπεργκ προσθέτει πως αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο από τη φτώχεια είναι οι μονογονεϊκές οικογένειες, οι ανειδίκευτοι εργαζόμενοι και οι μετανάστες. Επίσης οι νέοι ενήλικες, που βρίσκονται στην αρχή του επαγγελματικού τους βίου, βρίσκονται πάνω από το μέσο όρο στα ποσοστά φτώχειας. Ενδεικτικά, περίπου 1 εκατ. ηλικιωμένοι 65 - 74 ετών εργάζονται, είτε συμπληρωματικά με τη σύνταξη, είτε επειδή δεν παίρνουν καν σύνταξη. Ανάμεσα στις πιο ευάλωτες στη φτώχεια κοινωνικές ομάδες είναι και οι μονογονεϊκές οικογένειες, που ανέρχονται στα 2,7 εκατ., με τις μισές να πρέπει να ζήσουν με λιγότερα από 1.100 ευρώ το μήνα.
Ακόμη και τα ψίχουλα «ενοχλούν»
Η καπιταλιστική ανάπτυξη και η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων έχουν εκτοξεύσει τον αριθμό των εργαζομένων με ελαστικές μορφές απασχόλησης, οι μισθοί είτε παραμένουν καθηλωμένοι, είτε αυξάνονται λιγότερο σε σχέση με το κόστος ζωής, οι συντάξεις έχουν πάρει τον κατήφορο και ιδιαίτερα όσοι δεν έχουν ιδιωτική ασφάλιση, συμπληρωματικά με την κρατική, δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα.
Καθόλου τυχαία, λοιπόν, η νέα κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού (CDU/CSU και SPD) επιδιώκει στην κυβερνητική συμφωνία να δώσει έναν τόνο «ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής», ενώ η ίδια η καγκελάριος, Αγκελα Μέρκελ, μίλησε πρόσφατα για «ευημερία» που πρέπει «να πηγαίνει σε όλους». Βέβαια η κυβερνητική συμφωνία προβλέπει δεκάδες δισ. ευρώ να δοθούν ποικιλοτρόπως στους επιχειρηματικούς ομίλους και ελάχιστα ψίχουλα για ορισμένες μόνο κοινωνικές ομάδες.
Ομως ακόμη και αυτές οι «παροχές» - κοροϊδία αντιμετωπίζονται εχθρικά από τις βιομηχανικές και εργοδοτικές ενώσεις. Στον τελευταίο διάλογο κορυφής της γερμανικής οικονομίας, στο Μόναχο την προηγούμενη βδομάδα, εξέφρασαν τα παράπονά τους για το «υψηλό κόστος» του μεγάλου συνασπισμού και απαίτησαν ακόμη περισσότερη «ευελιξία» στην αγορά εργασίας και σημαντικά χαμηλότερο μη μισθολογικό «κόστος» από αυτό που ήδη έχει υποσχεθεί η νέα κυβέρνηση. Με κάθε αφορμή, οι βιομήχανοι, οι μεγαλέμποροι και οι μεγαλοεργοδότες τονίζουν πως για να συνεχιστεί η καλή πορεία της γερμανικής οικονομίας και να παραμείνει στην κορυφή της ΕΕ, οι «μεταρρυθμίσεις» θα πρέπει να είναι μόνιμο στοιχείο κάθε κυβέρνησης και να αποκλείονται οι οποιεσδήποτε παροχές.
Πάντως και το κυβερνητικό πρόγραμμα, που αποσκοπεί στην ανταγωνιστικότητα και κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου με ένταση της εκμετάλλευσης των λαϊκών στρωμάτων, δεν μπορεί παρά να αναπαράγει τις συνθήκες φτώχειας για αυτά. Αφού η αιτία της βρίσκεται στην ίδια την καπιταλιστική εκμετάλλευση, τις σχέσεις παραγωγής, το ύψος των μισθών, στην εμπορευματοποίηση βασικών αγαθών όπως η στέγη, η Υγεία, η Παιδεία.
Τα επιδόματα «ξεγυμνώματος»
«Η Γερμανία έχει ένα από τα καλύτερα συστήματα Κοινωνικής Πρόνοιας», τόνισε ο χριστιανοδημοκράτης υπουργός Υγείας, Γ. Σπαν, υπονοώντας πως τα συσσίτια και τα κοινωνικά παντοπωλεία είναι περιττά. Οι «τράπεζες τροφίμων» στη Γερμανία έχουν σχεδόν διπλασιαστεί την τελευταία 10ετία. Το 2005 δεν ήταν ούτε 500 και το 2017 ανέρχονται σε 934 σε όλη τη χώρα, με περίπου 2.000 κοινωνικά παντοπωλεία και ιατρεία, τα οποία επισκέπτονται μεσοσταθμικά 1,5 εκατ. άνθρωποι κάθε χρόνο. Πάνω από τους μισούς (53%) είναι ενήλικες σε παραγωγική ηλικία (άνεργοι και εργαζόμενοι), περίπου 1 στους 4 (23%) είναι παιδιά και έφηβοι και 1 στους 4 (23%) είναι συνταξιούχοι.
Ας δούμε τι ισχύει για το «Hartz IV», που καθιερώθηκε το 2003 από την κυβέρνηση συνασπισμού Σοσιαλδημοκρατών - Πρασίνων με καγκελάριο τον Γκέρχαρντ Σρέντερ και σήμανε το ραγδαίο ξήλωμα του γερμανικού «κοινωνικού κράτους». Το «Hartz IV» είναι ουσιαστικά ένα «ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα», που δίνεται σε απόρους ικανούς προς εργασία ή εργαζόμενους που απασχολούνται για ελάχιστες ώρες (έως και 15 τη βδομάδα), με αποτέλεσμα να μην μπορούν να ζήσουν μόνο από τη δουλειά τους, ή ακόμη και σε συνταξιούχους με πολύ μικρή σύνταξη.
Ενδεικτικά: Ενα μεμονωμένο άτομο ή ένας γονιός που μεγαλώνει μόνος του παιδιά δικαιούται 415 ευρώ το μήνα. Τα ζευγάρια παίρνουν 374 ευρώ ο καθένας το μήνα. Για κάθε παιδί μέχρι 6 ετών δίνονται 240 ευρώ, για παιδιά 7-14 ετών 296 ευρώ και για εφήβους κάτω των 18 ετών 316 ευρώ το μήνα. Οι ενήλικες κάτω των 25 ετών, που ζουν ακόμη με τους γονείς τους και δεν εργάζονται, παίρνουν 327 ευρώ το μήνα.
Στη Γερμανία τα επιδόματα αυτά ονομάζονται «επιδόματα ξεγυμνώματος», γιατί για να τα πάρει κανείς δεν πρέπει να έχει «στον ήλιο μοίρα», να μην έχει οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, ενώ ελέγχεται και η κίνηση του τραπεζικού λογαριασμού. Τα τελευταία χρόνια έχουν αυστηροποιηθεί κι άλλο οι προϋποθέσεις για να θεωρείται κάποιος δικαιούχος. Παρ' όλα αυτά, οι δικαιούχοι του «Hartz IV» στη Γερμανία ανήλθαν μεσοσταθμικά το 2017 σε 4,3 εκατ. Σε κάθε περίπτωση, οι οικογένειες που υπόκεινται στα επιδόματα «Hartz IV» δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στο μεγάλο κόστος ζωής. Σχεδόν όλες οι περιπτώσεις «Hartz IV» ζουν σε συνθήκες φτώχειας, επειδή κατά κανόνα οι παροχές κυμαίνονται κάτω από το επίσημο όριο της φτώχειας.
Ε. Μ.