Η κυβέρνηση έλεγε πως θα επαναφέρει το βασικό μισθό στα 751 ευρώ με ένα νόμο, σε ένα άρθρο. Της πήρε μια τετραετία και ένα μνημόνιο, για να αποφασίσει τελικά μια πενιχρή αύξηση στα 650 ευρώ. Το βασικό όμως είναι η πιστή εφαρμογή του αντεργατικού νόμου Βρούτση που καταργεί τις διαπραγματεύσεις για την εθνική συλλογική σύμβαση.
από Κατιούσα
Σήμερα ο Αλέξης Τσίπρας ανακοίνωσε στο Υπουργικό Συμβούλιο την πρότασή του για να αυξηθεί ο κατώταοτος μισθός στο ύψος των 650 ευρώ. Ήταν δίκαιο και έγινε πράξη, όλως τυχαίως σε μια καθαρά προεκλογική περίοδο…
Οι εκλογές μας έρχονται, παιδιά βήμα ταχύ
Να τις προϋπαντήσουμε, με μια παροχή…
Να τις προϋπαντήσουμε, με μια παροχή…
Έλεγαν πως θα καταργήσουν τις μνημονιακές μειώσεις και θα επαναφέρουν το βασικό μισθό στα 751, με ένα νόμο σε ένα άρθρο. Τελικά τους πήρε τέσσερα και κάτι χρόνια, ένα τρίτο μνημόνιο και μια “έξοδο” από όλα αυτά, για να αποφασίσουν να αυξήσουν τον κατώτατο μισθό κατά 10% περίπου, που ισοδυναμεί με 60 ευρώ το μήνα ή αλλιώς δύο ευρώ τη μέρα. Θα το κάψουμε απόψε κυρ-Στέφανε…
Αυτά είναι ίσως ψιλά γράμματα για τον κόσμο. Ή μάλλον για όσους μας αντιμετωπίζουν σα Λωτοφάγους, εν όψει των επικείμενων εκλογών και θέλουν να χτίσουν το αισιόδοξο αφήγημα πως “βγαίνουμε από το τούνελ” κι αφήσαμε τα χειρότερα πίσω μας. Χαμογέλα κι εσύ ρε, τι σου ζητάνε;
Χαμογέλα και μη σκέφτεσαι πως το 10% αύξηση σε ορίζοντα τετραετίας είναι ψίχουλα. Ότι οι ανατιμήσεις στα προϊόντα δεν αντιμετώπισαν ποτέ καμία κρίση, εξατμίζουν οποιαδήποτε αύξηση και βασικά την κάνουν μείωση. Πως οι κυβερνώντες πανηγυρίζουν για το αυτονόητο, και την κατάργηση της αθλιότητας του υποκατώτατου μισθού. Πως είμαστε πίσω -ακόμα και με απόλυτους αριθμούς- από το μισθό που υπήρχε μια δεκαετία πριν. Πως οι νέες γενιές ζούνε χειρότερα από τις προηγούμενες. Πως είναι ανέκδοτο να γίνεται λόγος για πρόοδο και βελτίωση.
Το βασικό είναι όμως να μη σκέφτεσαι πως οι εργαζόμενοι έχουν χάσει το βασικό πλεονέκτημα των διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων -κάτι που αφαιρεί μεταξύ άλλων και την τελευταία χρηστική αξία που είχαν οι εργατοπατέρες για το σύστημα. Οι αυξήσεις τώρα δεν έρχονται ως καρπός διαπραγματεύσεων -ή και συγκρούσεων- μεταξύ των “κοινωνικών εταίρων” αλλά ως απόφαση της κυβέρνησης, που έχει το μαχαίρι και το πεπόνι, για να μοιράζει αυτή τα ψίχουλα και να χτίζει προφίλ και προεκλογική λεζάντα, με βάση τον αντεργατικό νόμο του Βρούτση, που εφαρμόζει στο ακέραιο η “αριστερή κυβέρνηση”.
Κι αν αύριο-μεθαύριο αλλάξουν πάλι τα δεδομένα, αρκεί η επίκληση μιας κρίσης, μιας δύσκολης συγκυρίας, ενός εθνικού συμφέροντος, ή ότι “ζούσαμε παραπάνω από τις δυνατότητές μας”, για να παγώσουν εκ νέου οι μισθοί ή να ξαναγυρίσουν στα υποκατώτατα επίπεδα, χωρίς να έχει κανένα λόγο για αυτό το εργατικό κίνημα και τα όργανά του.
Το τυρί το είδες λοιπόν, τη φάκα την είδες;