Διευρύνεται η «ευελιξία» στην αγορά εργασίας προς όφελος των επιχειρηματικών κερδών
Στοιχεία από την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απασχόληση
Τη ραγδαία επέκταση της «ευελιξίας» στην αγορά εργασίας διαπιστώνει η ετήσια επισκόπηση της απασχόλησης και των κοινωνικών εξελίξεων στην Ευρώπη (ESDE), που δημοσιοποίησε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα μέσα του Ιούλη.
Πίσω από τα πανηγύρια ότι «ο αριθμός των εργαζομένων έφθασε σε νέα επίπεδα ρεκόρ» κρύβεται η άγρια πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, που ισοδυναμεί με ζούγκλα για εκατομμύρια εργαζόμενους, οι οποίοι είτε περιπλανιούνται μεταξύ βραχύχρονης εργασίας και μακρόχρονης ανεργίας είτε υποαπασχολούνται/υπεραπασχολούνται, ανάλογα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής και της κάθε συγκεκριμένης επιχείρησης είτε εργάζονται με μια από τις δεκάδες «ευέλικτες» μορφές απασχόλησης, που μπορεί να διαλέξει η εργοδοσία από τη μεγάλη γκάμα των νόμων που ψηφίζουν γι' αυτόν το σκοπό οι αστικές κυβερνήσεις στα κράτη - μέλη.
Οπως διαπιστώνει η έκθεση, κατά τη διάρκεια των τελευταίων 15 ετών, το ποσοστό της «τυπικής απασχόλησης», που περιγράφει την εργασία αορίστου χρόνου και πλήρους ωραρίου, έχει υποχωρήσει κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες στο σύνολο της απασχόλησης: Από 62% το 2002 μειώθηκε σε 59% το 2016 στην ΕΕ των 28.
Μάλιστα, σε πολλά κράτη - μέλη, όπως και στην Ελλάδα, η αναλογία των «τυπικών» και «άτυπων» μορφών απασχόλησης διαμορφώνεται συντριπτικά υπέρ των δεύτερων τα τελευταία χρόνια, σε ό,τι αφορά τις νέες θέσεις εργασίας, επιδρώντας συνολικά στην παραπέρα ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας.
Κατάρα αντί για λύτρωση
Η Επιτροπή σημειώνει κυνικά ότι η μόνιμη και πλήρους ωραρίου εργασία «μπορεί να συνεχίσει να μειώνεται στο μέλλον» και παρουσιάζει ως βασικές αιτίες την τεχνολογική αλλαγή, την αυτοματοποίηση και την ψηφιοποίηση.
Με άλλα λόγια, η εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή, που αυξάνει την παραγωγικότητα και θα μπορούσε να μειώσει συνολικά το χρόνο εργασίας, γίνεται «κατάρα» για τους εργαζόμενους στον καπιταλισμό, αφού η προσαρμογή στη νέα κατάσταση φέρνει μαζί το μεγαλύτερο σμπαράλιασμα του εργάσιμου χρόνου, την παραπέρα ελαστικοποίηση της εργασίας.
Χαρακτηριστικό μάλιστα των ανατροπών με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωποι οι εργαζόμενοι τα προηγούμενα χρόνια της κρίσης, είναι και το γεγονός ότι, σύμφωνα με την έκθεση, παρά την αύξηση της απασχόλησης (235,8 εκατομμύρια άτομα το 2017 από 231,2 εκατομμύρια το 2008), οι ώρες εργασίας ανά άτομο υπολείπονται από τα επίπεδα του 2008. Μάλιστα, η υστέρηση αυτή παρουσιάζεται ως μέρος «μιας μακροπρόθεσμης διαρθρωτικής πτώσης» που συνδέεται με την αύξηση της μερικής απασχόλησης και της «ευελιξίας».
Ωστόσο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προχωράει απτόητη στις διαπιστώσεις της: Οι «νέες μορφές απασχόλησης», σημειώνει η έκθεση, «ανταποκρίνονται στην ανανεωμένη ζήτηση για περισσότερη «ευελιξία», που προέρχεται από τους εργαζόμενους, τους εργοδότες ή και τις δύο πλευρές». Με άλλα λόγια, ρίχνει στους εργαζόμενους και στις επιθυμίες τους το φταίξιμο για την επέκταση της «ευελιξίας» και όχι βέβαια στις ανάγκες και την επιβολή των εργοδοτών.
Οι δύο βασικές «δεξαμενές»
Οι ράγες στις οποίες κινείται ο «μεταβαλλόμενος κόσμος της εργασίας», όπως είναι και το θέμα της έκθεσης, δεν είναι τίποτα περισσότερο από τους στόχους των επιχειρηματικών ομίλων, της ΕΕ και των κυβερνήσεων για επιμήκυνση του εργάσιμου βίου, επέκταση της «ευελιξίας» στις εργασιακές σχέσεις και «κοινωνικό διάλογο», που «βαφτίζει» τις εργοδοτικές αξιώσεις εργατικά «αιτήματα», θυσιάζοντας στο βωμό της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας τις σύγχρονες ανάγκες των εργαζομένων.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναγνωρίζει περιχαρής τον σημαντικό ρόλο των «κοινωνικών εταίρων», όσον αφορά τη «διαχείριση της αυξανόμενης ευελιξίας». Η «ευελιξία» αυτή αναδεικνύεται σε κινητήριο μοχλό για την άντληση εργατικού δυναμικού από δύο μεγάλες δεξαμενές, που περιγράφονται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Η πρώτη αφορά τους εργαζόμενους που βλέπουν τη συνταξιοδότηση να γίνεται άπιαστο όνειρο. Η παράταση του εργάσιμου βίου μέσα από τις ανατροπές στην Κοινωνική Ασφάλιση, την αύξηση των ηλικιακών ορίων συνταξιοδότησης, τη μετατροπή των συντάξεων σε προνοιακά βοηθήματα, αλλά και την προώθηση μοντέλων «μερικής συνταξιοδότησης», στόχο έχει να διατηρήσει για περισσότερα χρόνια στην παραγωγή τους παλιότερους εργαζόμενους.
Η δεύτερη μεγάλη «εφεδρεία» είναι οι γυναίκες, η συμμετοχή των οποίων στο εργατικό δυναμικό εξακολουθεί να αυξάνεται, κατά κύριο λόγο με «ευέλικτες» μορφές εργασίας. «Υπάρχει ακόμη σημαντικό περιθώριο και για τις δύο ομάδες να αυξήσουν τη συμμετοχή τους στην αγορά εργασίας», σημειώνει η Επιτροπή, εμφανίζοντας την «ευελιξία» ως τη συνταγή που μπορεί να εξασφαλίσει την αύξηση της απασχόλησης των γυναικών αλλά και των ηλικιωμένων τα επόμενα χρόνια.
Προκαλούν χωρίς όριο
Ειδικά για τις γυναίκες, η έκθεση επιχαίρει προκλητικά ότι «οι αλλαγές στον κόσμο της εργασίας φέρνουν και νέες ευκαιρίες», διαφημίζοντας την «ευελιξία» ως τη λύση για «καλύτερη ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και ιδιωτικής ζωής». Ετσι, αντιμετωπίζοντας τη φροντίδα των παιδιών και των ηλικιωμένων, όπως και όλες τις ανάγκες της οικογένειας, ως ατομική υπόθεση, η Επιτροπή βρίσκει στην «ισορροπία» οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής ένα ακόμα εργαλείο για να γενικεύει τις ευέλικτες εργασιακές σχέσεις σε όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εργατικού δυναμικού.
Αλλά και για τους μεγάλους σε ηλικία εργαζόμενους, που στοιχίζουν πολύ στο κεφάλαιο και στο κράτος να παραμένουν για πολλά χρόνια στη σύνταξη, η έκθεση διαπιστώνει ότι «σε πολλές χώρες, η αύξηση των ηλικιών συνταξιοδότησης δεν είναι μόνο επιθυμητή, αλλά και επιτακτική λόγω της καθυστέρησης στην είσοδο στην αγορά εργασίας και της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης».
Ούτε λίγο ούτε πολύ, μας λένε ότι πρέπει να επιμηκυνθεί ο εργάσιμος βίος επειδή η ένταξη στην παραγωγή γίνεται πλέον αργότερα και δεν υπάρχει δυνατότητα για πολλούς να συμπληρώσουν προϋποθέσεις συνταξιοδότησης. Αρα, η λύση είναι να δουλεύουν μέχρι να πεθάνουν!
Τα εύσημα στους εργατοπατέρες
Τις ...ευεργετικές ιδιότητες της «ευελιξίας», εκτός από την ΕΕ, φαίνεται πως έχουν ανακαλύψει και οι «κοινωνικοί εταίροι», μεταξύ των οποίων φιγουράρουν συνδικαλιστικές πλειοψηφίες μιας σειράς οργανώσεων.
Ετσι, «η συζήτηση για τον χρόνο εργασίας απομακρύνεται από τη συνηθισμένη πολωμένη συζήτηση στην οποία τα συνδικάτα ζητούν μικρότερους χρόνους εργασίας και οι εργοδότες επιδιώκουν μεγαλύτερη ευελιξία» και «εξετάζονται νέες επιλογές, που εξισορροπούν τις ανάγκες των εργοδοτών και των εργαζομένων κατά περίπτωση», διαπιστώνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Γι' αυτό η Ευρωπαϊκή Επιτροπή βγάζει το καπέλο στις συνδικαλιστικές οργανώσεις που δεν τάσσονται πια υπέρ μιας γενικής μείωσης του εργάσιμου χρόνου, ένα αίτημα το οποίο σπεύδει να αποδώσει σε εποχές που ανήκουν ανεπίστρεπτα στο παρελθόν, αλλά αναζητούν «λύσεις προσαρμοσμένες στις ανάγκες των εταιρειών και των εργαζομένων».
Ως παράδειγμα της προσπάθειας αυτής φέρνει τη συμφωνία στην οποία κατέληξαν στις αρχές του έτους η γερμανική συνδικαλιστική οργάνωση στον κλάδο του Μετάλλου IG Metall με την αντίστοιχη εργοδοτική ένωση, με βάση την οποία δίνεται η δυνατότητα να μειώνεται ή να αυξάνεται «σε ατομική βάση» ο χρόνος εργασίας. Η συμφωνία αυτή αφορά ένα κρατίδιο αλλά θεωρείται ως πιλοτική με στόχο τη γενίκευση στο σύνολο της χώρας.
Σύμφωνα με την έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, «οι ρυθμίσεις αυτές θεωρούνται ότι εξυπηρετούν αμοιβαία συμφέροντα όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας με τρόπο που εξασφαλίζει την καλύτερη δυνατή αντιστοιχία μεταξύ των ατομικών αναγκών των εργαζομένων και των οικονομικών συμφερόντων της επιχείρησης». Η «ισορροπία», όμως, ανάμεσα στις «ατομικές ανάγκες», από τη μια, και στα «οικονομικά συμφέροντα», από την άλλη, αποτελεί μια εξίσωση που θα βρίσκει τους εργαζόμενους όλο και περισσότερο χαμένους...
Ευ. Χ