Από atexnos
Γράφει ο Νίκος Μόττας //
Μπορεί η Εθνική Ελλάδας να μην κατάφερε να πάρει το εισιτήριο για το παγκόσμιο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου που διεξάγεται στη Ρωσία, η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ ωστόσο έχει φροντίσει η χώρα μας να πρωταγωνιστεί σε ένα άλλου είδους «μουντιάλ»: αυτό των στρατιωτικών εξοπλισμών για το ΝΑΤΟ.
Η σύνοδος κορυφής της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας που διεξάγεται αυτές τις ώρες στις Βρυξέλλες, μας δίνει την αφορμή να θυμηθούμε πως η Ελλάδα (των 10 εκατ. κατοίκων, της καπιταλιστικής κρίσης, των μνημονίων, της ανεργίας, της σφαγής μισθών, συντάξεων και κοινωνικών παροχών) συνεχίζει να κάνει «πρωταθλητισμό» στην κούρσα των ΝΑΤΟικών εξοπλισμών.
Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η συγκυβέρνηση των Τσίπρα-Καμμένου δέχεται τα εύσημα από ΗΠΑ και ΝΑΤΟ για την προσήλωση της στους στόχους της ιμπεριαλιστικής συμμορίας. Σύμφωνα, λοιπόν, με τις επίσημες εκθέσεις του ΝΑΤΟ η Ελλάδα έρχεται δεύτερη, μετά τις ΗΠΑ, σε ότι αφορά τις στρατιωτικές δαπάνες (σε ποσοστό επί του ΑΕΠ).
Σύμφωνα με στοιχεία που αφορούν το 2017, η Ελλάδα δαπανά ετησίως το 2,36% του ΑΕΠ (4,2 δισ. ευρώ) σε δαπάνες για το ΝΑΤΟ, αφήνοντας πίσω ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες όπως τη Βρετανία (2,12%), τη Γαλλία (1,79%) και τη Γερμανία (1,24%). Πρώτες έρχονται οι ΗΠΑ με 3,57%, υψηλά σχετικά ποσοστά δαπανούν και χώρες-δορυφόροι του ΝΑΤΟ απέναντι στη Ρωσία, όπως η Εσθονία (2,08%), η Πολωνία (1,99%), η Λετονία (1,75%) και η Λιθουανία (1,73%).
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στοιχεία για την πορεία των δαπανών της Ελλάδας κατά τη διάρκεια των τελευταίων επτά ετών της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Έτσι, για την επταετία 2010-2017, παρατηρούμε τα εξής:
Το 2010 η Ελλάδα δαπάνησε το 2,64% του ΑΕΠ σε στρατιωτικές δαπάνες. Την επόμενη τετραετία, μέχρι το 2014, το ποσοστό μειώθηκε σταδιακά φτάνοντας το 2,20% το 2014. Με την ανάληψη της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015, οι δαπάνες άρχισαν να παίρνουν την ανιούσα: 2,31% το 2015 και 2,41% το 2016.
Αξιοσημείωτο είναι ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια των τελευταίων επτά χρόνων της οικονομικής κρίσης (2010-2017), παρά τις μειώσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις (των ΠΑΣΟΚ-ΝΔ και των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ) διατήρησαν σταθερά τις στρατιωτικές δαπάνες πάνω από το όριο του 2%. Την ίδια, δηλαδή, περίοδο που κυριολεκτικά τσάκιζαν μισθούς, συντάξεις, προνοιακά επιδόματα και δαπάνες για Υγεία και Παιδεία, διατηρούσαν σε υψηλό ποσοστό – παρά τις μικρές μειώσεις- τις δαπάνες για τη ΝΑΤΟική δολοφονική συμμαχία.
Με βάση λοιπόν τα επίσημα στατιστικά του ΝΑΤΟ, την επταετία 2010-2017 ο ελληνικός λαός πλήρωσε για στρατιωτικές δαπάνες περίπου 44 δισ. δολάρια (37,5 δισ. ευρώ). Όλα αυτά πληρώθηκαν- δήθεν- στο όνομα της «αμυντικής ενίσχυσης» της χώρας. Αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν δαπάνες άμεσα συνδεόμενες με την συμμετοχή και εμπλοκή της χώρας μας στα επικίνδυνα πολεμικά σχέδια μιας στρατιωτικής συμμαχίας που, μεταξύ άλλων:
§ Στήριξε και συνεργάστηκε με το χουντικό καθεστώς την επταετία 1967-1974.
§ Συμμετείχε στο πραξικόπημα στην Κύπρο το 1974 οδηγώντας στην τουρκική εισβολή και κατοχή του 37% του εδάφους του νησιού.
§ Βομβάρδισε τη Γιουγκοσλαβία το 1999, διεξήγαγε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους στο Αφγανιστάν, το Ιράκ, τη Λιβύη, την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και αλλού.
§ Έχει «γκριζάρει» το Αιγαίο δίνοντας αφορμές στην άρχουσα τάξη της Τουρκίας να αμφισβητεί σε μόνιμη βάση κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδα.
§ Κλήθηκε από την συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να παίξει ρόλο μαντρόσκυλου στο Αιγαίο- όχι απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα- αλλά ενάντια σε ανυπεράσπιστους πρόσφυγες και μετανάστες που είναι θύματα των ιμπεριαλιστικών του πολέμων.
§ Βάζει- και πάλι- «χέρι» στη βαλκανική χερσόνησο, δημιουργώντας και ενισχύοντας κράτη-προτεκτοράτα (Κόσοβο, πΓΔΜ) στο πλαίσιο των ενδοιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών ΗΠΑ-ΕΕ με τη Ρωσία.
Να λοιπόν για ποιους οι αστικές ελληνικές κυβερνήσεις δαπανούν δισεκατομμύρια σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, ματώνοντας ταυτόχρονα τους εργαζόμενους με μνημόνια διαρκείας. Προκειμένου να κάνει η χώρα πρωταθλητισμό στο αιματοβαμμένο “Μουντιάλ” των ιμπεριαλιστών δολοφόνων, για την προώθηση των κερδών της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης που είναι σύμφυτα με τη διαρκή μιζέρια του εργαζόμενου λαού.