Τώρα που θα φτιάξει ο καιρός πρέπει ν’ ασπρίσουμε την κάμαρη και να φυτέψουμε κάνα λουλούδι στην αυλή μας. Έστω μολόχες. Νάναι σα σπίτι που κάθονται άνθρωποι. Θα δουλεύουμε κι’ οι δυό. Ο πόλεμος τέλειωσε απ’ τα πέρσι. Άμα θάχουμε λεφτά θα βάψουμε και τα παράθυρα. Ας μην είναι δικό μας το σπίτι. Όταν τα παράθυρα είναι βαμένα μπαίνει περισσότερος ήλιος. Κάτι γίνεται στη διπλανή αίθουσα. «Τι με νοιάζει εμένα». Με το δεύτερο βδομαδιάτικο θ’ αγοράσει η Γεωργία φουστάνι. Θα μπει άνοιξη και δε μπορεί νάναι με το τσόχινο παλτό. Κι’ ο Θανάσης μπορεί να πάρει κάνα επίδομα. Τώρα με τους πολέμους έχουνε τελειοποιηθεί τα ξύλινα χέρια. Υπάρχουνε τώρα εξαρτήματα για τραυματίες, όχι με πέτσινο γάντι για φιγούρα, αλλά με κάτι γερούς γάτζους ατσαλένιους για να πιάνουνε κάτι. Τα δένουνε με τιράντες απ’ τους ώμους και δεν ξέρω πόσες οκάδες σηκώνουν. Κι’ άμα του μιλήσει κανείς θα μπορεί να τον ξεσκίσει με το γάτζο. «Τι να σου κάνω κύριε, το δικό μου μού τόφαγε η μηχανή που πήγα να τη δουλέψω για να κρατήσουνε τη γυναίκα μου στο νοσοκομείο και για ν’ αποχτήσω μεροκάματο. Λίγο τόχεις.» Κι’ όμως είναι πολύ φυσικό πράμα να δουλεύεις και δε θάπρεπε να βάζεις ενέχειρο ολόκληρο χέρι. Τώρα ο πόλεμος τέλειωσε και λέγαμε πως θ’ ανοίξουνε οι δουλειές. Λέγαμε ακόμα πως θάναι ντροπή να πεινάει έστω κι’ ένας άνθρωπος σ’ όλο τον κόσμο. Δε μπορείς να γυρίσεις. Κάτι γίνεται εδώ δίπλα. Κι’ η μηχανή πάει κι’ έρχεται μ’ όλο το σύστημά της πάνω στους κοχλίες. Καλά. Μπορεί να ήρθανε δω δίπλα για να βοηθήσουνε σε καμιά δύσκολη δουλειά, να τραβήξουνε κάτι που δεν το τραβάει η τροχαλία, να πάρουνε λεφτά. Ο Αργύρης ρεγουλάρισε τη μηχανή του όπως περιποιείται ένα παιδί. Κανόνισε τα λάδια και τα γρασαρίσματα, γιατί τούτες οι πολύστροφες θέλουνε να τις ταΐζεις συνέχεια με λίπος, είναι βλέπεις, οι τριβές και τα κουζινέτα ανάβουνε. Με την άκρη του ματιού του είδε τους μαζεμένους ανθρώπους έξω απ’ τα κάγκελα. Κάτι λένε, μα τούτη δω δεν τον αφήνει ν’ ακούσει. Του ζητάει νάχει όλη την προσοχή του. Κάποιος ήρθε απ’ το διάδρομο. Ο μηχανικός.