Με ποινή που αναμένεται να φτάσει έως και τα 20 χρόνια φυλάκισης έρχεται αντιμέτωπη η Ελίζαμπεθ Χολμς, η άλλοτε νεαρότερη γυναίκα δισεκατομμυριούχος στις ΗΠΑ, για την εξαπάτηση επενδυτών που έριξαν κεφάλαια στην εταιρεία της οποίας ήταν διευθύνουσα σύμβουλος, της «Theranos». H Χολμς το 2003 και σε ηλικία 19 ετών ίδρυσε την εταιρεία βιοτεχνολογίας «Theranos», υποστηρίζοντας πως η συσκευή της, το «Edison», μπορούσε να πραγματοποιήσει μια σειρά ιατρικών εξετάσεων, από τη χοληστερόλη έως τον καρκίνο, χρησιμοποιώντας αίμα από ένα απλό τσίμπημα του δακτύλου και μόλις μέσα σε μία ώρα.
Η προοπτική αυτή, που θα εξασφάλιζε τεράστια κέρδη σε ένα περιβάλλον εμπορευματοποίησης της Υγείας, προσέλκυσε το ενδιαφέρον μεγάλων επενδυτών, που έριξαν πάνω από 700 εκατομμύρια δολάρια στην εταιρεία, με αποτέλεσμα το 2013 η χρηματιστηριακή της αξία να αγγίζει τα 10 δισ. δολάρια και να απασχολεί πάνω από 800 υπαλλήλους. Ωστόσο, η Χολμς και η συσκευή της αποδείχθηκαν ίσως η μεγαλύτερη απάτη των τελευταίων δεκαετιών, καθώς το 2015, όταν οι ελληνικής καταγωγής καθηγητές Ιατρικής Ερευνας, Τζον Ιωαννίδης και Ελευθέριος Διαμαντής, μαζί με τον δημοσιογράφο της «Wall Street Journal», Τζον Καρειρού, αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της τεχνολογίας του «Theranos».
***
Μπορεί η συσκευή που λάνσαρε η Χολμς να αποδείχθηκε «μούφα», όμως η υπόθεσή της αποτελεί ακόμα ένα παράδειγμα για το πώς λειτουργεί ο τομέας της Υγείας, και πόσο μάλλον το ψηφιακό της κομμάτι, σαν «πεδίο δόξης λαμπρό» για το κεφάλαιο. Η Χολμς δεν βρήκε «αφελείς» που τις έδωσαν εκατοντάδες εκατομμύρια, αλλά εκμεταλλεύτηκε τη συγκυρία, δηλαδή το γεγονός ότι όσο προχωρά περισσότερο η εμπορευματοποίηση της Υγείας και του Φαρμάκου και παράλληλα αξιοποιούνται και νέες τεχνολογίες, τόσο μεγαλώνουν ο ανταγωνισμός και τα περιθώρια του κέρδους των επιχειρηματικών ομίλων, σε βάρος της υγείας του λαού.
Την προηγούμενη βδομάδα πραγματοποιήθηκε το ετήσιο «Συνέδριο Υγειονομικής Περίθαλψης» της επενδυτικής «JP Morgan», όπου στο επίκεντρο των εργασιών βρέθηκε η τεχνητή νοημοσύνη, η ψηφιακή διαγνωστική και η τηλε-ιατρική. Σύμφωνα με εκτιμήσεις που αναφέρθηκαν εκεί, η «αγορά» της Υγείας αντιστοιχεί στο 18% του ΑΕΠ στις ΗΠΑ, δηλαδή τα 3,6 τρισ. δολάρια, ενώ σε άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί στο 10% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο, με συνεχή τάση αύξησης που ακολουθεί τη γήρανση του πληθυσμού.
Καθώς η πανδημία δημιούργησε τεράστιες πιέσεις στα υποστελεχωμένα και εμπορευματοποιημένα δημόσια συστήματα Υγείας σε όλο τον κόσμο, οι εταιρείες τηλε-ιατρικής ευημερούν. Η εταιρεία «WeDoctor» στην Κίνα, που υποστηρίζει πως λειτουργεί «διαδικτυακά νοσοκομεία», έχει αξία που αγγίζει πλέον τα 7 δισ., ενώ η αμερικανική «Teladoc» αύξησε τα έσοδά της κατά 80% το 2021, φτάνοντας τα 520 εκατ. ευρώ, με την αξία της να αποτιμάται στα 13 δισ.
***
Ενα άλλο παράδειγμα ότι ο Τομέας Υγείας θεωρείται «χρυσοφόρος» είναι το γεγονός ότι οι επιχειρηματικοί κολοσσοί των νέων τεχνολογιών εισάγουν επίσης υπηρεσίες που σχετίζονται με την Υγεία στα δεδομένα που σχετίζονται με τις υπηρεσίες «νέφους» (cloud). Για το σκοπό αυτόν, η «Microsoft» πλήρωσε 20 δισεκατομμύρια δολάρια πέρυσι για την «Nuance», μια εταιρεία τεχνητής νοημοσύνης που ειδικεύεται στα δεδομένα υγείας. Η «Amazon Web Services», το τμήμα cloud του μονοπωλίου, έχει επίσης ξεκινήσει μια υπηρεσία υγειονομικής περίθαλψης. Αλλη τεράστια εταιρεία, η «Oracle», ολοκληρώνει την εξαγορά της «Cerner», ενός ομίλου πληροφορικής Υγείας, για 28 δισεκατομμύρια δολάρια.
Μάλιστα, το 2021 οι επενδύσεις στις νεοφυείς (start up) εταιρείες που ασχολούνται ιδιαίτερα με την ψηφιακή Υγεία διπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 57 δισ. δολάρια, ενώ μόνο το ίδιο έτος, οι μεγάλες εταιρείες των νέων τεχνολογιών («Google», «Amazon», «Apple», «Meta» και «Microsoft») επένδυσαν 3,6 δισ. σε τεχνολογίες Υγείας με κύρια έμφαση τις έξυπνες συσκευές Υγείας και τα δεδομένα Υγείας.
Την ίδια ώρα, διεθνείς έρευνες αποτιμούσαν πως μόνο ο κλάδος του Φαρμάκου, πριν από την πανδημία, είχε παγκόσμια αξία στα 6,65 τρισ. δολάρια, με τα συνολικά έσοδα να «κλείνουν» για το 2020 στα 1,24 τρισ. Σύμφωνα με την Eurostat, η φαρμακευτική βιομηχανία είναι ο τομέας τεχνολογίας με την υψηλότερη προστιθέμενη αξία ανά απασχολούμενο άτομο, σημαντικά υψηλότερη από τη μέση αξία για τις βιομηχανίες νέας τεχνολογίας και μεταποίησης.
***
Τα τελευταία χρόνια, τα σκάνδαλα που έχουν να κάνουν με τους κλάδους της ιατρικής περίθαλψης, του Φαρμάκου, της βιοϊατρικής κ.ο.κ. τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στη χώρα μας, όλο και πληθαίνουν, είτε πρόκειται για απάτες σαν την παραπάνω, είτε για τεχνητές αυξήσεις τιμών, ή για προώθηση σκευασμάτων και υπηρεσιών ακόμα και εις βάρος της υγείας ασθενών. Αυτά είναι μόνο μια ενδεικτική εικόνα από τα «παρελκόμενα» της επιχειρηματικής δράσης στην Υγεία και το Φάρμακο, τα οποία έχουν δημιουργήσει μια τεράστια αγορά πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ.
Το γεγονός ότι το Φάρμακο, οι υπηρεσίες Υγείας αποτελούν στον καπιταλισμό εμπόρευμα, ότι η παραγωγή και η διακίνησή τους αποφέρουν τεράστια κέρδη στα μονοπώλια, όπως αποδεικνύεται περίτρανα και με τα εμβόλια για τον κορονοϊό, είναι το έδαφος στο οποίο «ανθίζουν» όλες αυτές οι αμέτρητες περιπτώσεις «διαπλοκής» και «διαφθοράς». Γι' αυτό οι επιχειρηματικοί όμιλοι επιδιώκουν με κάθε τρόπο να αυξήσουν το μερίδιό τους στην αγορά, να πετάξουν «εκτός» τους ανταγωνιστές τους.
Ο λογαριασμός, όπως πάντα, καταλήγει στον λαό. Ο χορός των δισεκατομμυρίων, που στήνεται γύρω από τις μπίζνες αυτές, μεταφράζεται την ίδια στιγμή σε μια πρωτόγνωρη «υγειονομική φτώχεια» για τη λαϊκή πλειοψηφία, κάτι που αποδεικνύεται περίτρανα μέσα στην πανδημία.
Ετσι, οι τεράστιες δυνατότητες που αναδεικνύονται από την δυναμική πρόοδο της επιστήμης και της τεχνολογίας, αντί να οδηγούν σε ενίσχυση των δημόσιων συστημάτων Υγείας, για την πρόληψη ασθενειών, την εξασφάλιση υψηλών υπηρεσιών ιατρικής φροντίδας, αξιοποιούνται για να δημιουργείται ακόμα μεγαλύτερος χώρος στην «πίτα» των κερδών του ιδιωτικού τομέα της Υγείας. Το κυνήγι του κέρδους είναι το μεγάλο εμπόδιο στην απρόσκοπτη πρόσβαση του λαού σε υψηλού επιπέδου σύγχρονες υπηρεσίες Υγείας - Πρόνοιας.