Η καθιέρωση του κατώτατου ωρομισθίου - φτώχειας ενίσχυσε τη μερική απασχόληση και τα «mini jobs»
Ωστόσο, η πραγματικότητα στην «ατμομηχανή της Ευρώπης» - πόσο μάλλον στην Ελλάδα - τους διαψεύδει πανηγυρικά. Τα επίσημα στοιχεία στη Γερμανία, με τα τεράστια πλεονάσματα σε προϋπολογισμό και εμπορικό ισοζύγιο, με σημαντικό ρυθμό ανάπτυξης για τα δεδομένα της Ευρωζώνης, με πρωτοπορία στην καινοτομία και επενδύσεις σε όλο τον κόσμο, δείχνουν ακριβώς ότι η ανάπτυξη αυτή βασίζεται στην ολοένα μεγαλύτερη εκμετάλλευση και (νόμιμη) ληστεία των εργαζομένων, των οποίων η ζωή χειροτερεύει. Τα επίσημα στοιχεία στη Γερμανία δείχνουν πως το ποσοστό απασχόλησης αυξάνει, η ανεργία πέφτει (5%) και παράλληλα αυξάνουν οι φτωχοί εργαζόμενοι και συνταξιούχοι. Το ζήτημα, επομένως, δεν είναι μόνο οι «επενδύσεις», η καπιταλιστική «ανάπτυξη», οι «θέσεις εργασίας», αλλά κυρίως οι σχέσεις εργασίας, οι μισθοί, τα εργατικά δικαιώματα, τα ωράρια κ.λπ.
Στα μέτρα του εργοδότη
Το κατώτατο ωρομίσθιο - και όχι ο κατώτατος μισθός - καθιερώθηκε στη Γερμανία το 2015 ως ένα μέτρο που υποτίθεται ότι θα σταματούσε την «πίεση» των μισθών προς τα κάτω. Το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε στα τέλη Οκτώβρη την αύξησή του από 8,84 ευρώ μεικτά στα 9,19 ευρώ μεικτά/ώρα από το 2019 και στα 9,35 ευρώ μεικτά/ώρα από το 2020. Οχι μόνο εξαιρούνται από το κατώτατο ωρομίσθιο μεγάλα τμήματα εργαζομένων (π.χ. οι κάτω των 18 ετών, οι «πρακτικάριοι», οι μαθητευόμενοι, οι μακροχρόνια άνεργοι κατά τους πρώτους έξι μήνες σε μια δουλειά κ.ά.), αλλά επιπλέον αυτό δεν εφαρμόζεται από όλους τους εργοδότες. Πέρυσι τον Απρίλη, μόλις 1,4 εκατ. εργαζόμενοι αμείφθηκαν με βάση το κατώτατο ωρομίσθιο, ενώ περίπου 800.000 αμείφθηκαν με ακόμη λιγότερα, παρότι πληρούσαν τις προϋποθέσεις (Ομοσπονδιακή Στατιστική Υπηρεσία).
Επιπλέον το κατώτατο ωρομίσθιο μεταφράζεται σε αμοιβές πείνας για τα δεδομένα της Γερμανίας, σύμφωνα με το κόστος ζωής της χώρας. Για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης (όσοι εργάζονται πάνω από 20 ώρες τη βδομάδα), το μηνιαίο εισόδημά του είναι πολύ λιγότερο από τον μέσο μισθό στη Γερμανία (περίπου στο μισό) και ενδέχεται να ξεπερνά λίγο το όριο της φτώχειας (περίπου 1.000 ευρώ καθαρά το μήνα). Φυσικά, οι εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης δεν καταφέρνουν να φτάσουν ούτε αυτό το όριο της φτώχειας. Πολύ συνειδητά η κυβέρνηση του «μεγάλου συνασπισμού» (Χριστιανοδημοκράτες - Σοσιαλδημοκράτες) δεν νομοθέτησε κατώτατο μισθό, καθώς το ωρομίσθιο προσαρμόζεται πολύ πιο εύκολα στις ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων. Ετσι, πολλοί εργοδότες προσαρμόστηκαν στο κατώτατο ωρομίσθιο μειώνοντας τις ώρες εργασίας των υπαλλήλων τους και μεγαλώνοντας την εντατικοποίηση της δουλειάς τους.
Υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να γίνει αντιληπτή και η «ανέξοδη» πρόταση των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) και του σοσιαλδημοκρατικού μορφώματος «Η Αριστερά» για αύξηση του κατώτατου ωρομισθίου στα 12 ευρώ, που όχι μόνο γίνεται εκ του ασφαλούς, αλλά εξασφαλίζει ένα επίπεδο ζωής λίγο πάνω από τα όρια της φτώχειας και μόνο σε όσους εργάζονται με πλήρη απασχόληση (40 ώρες τη βδομάδα).
7,6 εκατ. εργαζόμενοι με «mini jobs»
Στοιχεία του γερμανικού υπουργείου Εργασίας, που βγήκαν στη δημοσιότητα την περασμένη βδομάδα («Rheinische Post»), δείχνουν πως η καθιέρωση του κατώτατου ωρομισθίου - και η όποια αύξησή του - «καταπίνεται» από τον «πλούτο» ελαστικών εργασιακών σχέσεων που προσφέρονται στους γερμανικούς επιχειρηματικούς ομίλους, αλλά και από τη μείωση των ωρών εργασίας λόγω και της αυξανόμενης παραγωγικότητας της εργασίας (εξέλιξη της τεχνολογίας και επιστήμης).
Ενδεικτικά, πάνω από 1 στους 5 εργαζόμενους (23%) στη Γερμανία εργάζεται με «mini job». Τα «mini jobs» είναι μερική, αποσπασματική, ιδιαίτερα κακοπληρωμένη απασχόληση και το μηνιαίο εισόδημα αυτών των εργαζομένων δεν μπορεί να ξεπερνά τα 450 ευρώ. Ακόμη, ισχύουν μειωμένες εργοδοτικές εισφορές και ο εργαζόμενος έχει περιορισμένη ασφαλιστική κάλυψη. Ετσι, χιλιάδες εργοδότες επέλεξαν είτε να κάνουν νέες προσλήψεις με «mini jobs», είτε να μετατρέψουν τους απασχολούμενούς τους σε «mini jobbers». Τον περασμένο Μάρτη, οι εργαζόμενοι με «mini job» ανήλθαν στα 7,6 εκατ. από τους συνολικά 32,7 εκατ. ιδιωτικούς υπαλλήλους, δηλαδή αυξήθηκαν κατά 50.000 από πέρσι και κατά 35% σε σχέση με 15 χρόνια πριν.
Επίσης, τα στοιχεία δείχνουν πως η καθιέρωση του κατώτατου ωρομισθίου συνέβαλε στην αύξηση των «mini jobs»: Από το 2015 μέχρι φέτος, ο αριθμός των εργαζομένων «mini jobbers» αυξήθηκε κατά 140.000.
Ενα άλλο στοιχείο που δείχνει την κατρακύλα μισθών και συντάξεων στη Γερμανία είναι ότι το 8,5% των εργαζομένων (περίπου 2,8 εκατ.) έχουν ένα «mini job» ως δεύτερη δουλειά, παράλληλα με την «κανονική» τους. Ο αριθμός αυτός αυξήθηκε φέτος κατά 1 εκατ. σε σχέση με πριν από 10 χρόνια.
Ιδιαίτερα ...«ελκυστική» είναι αυτή η μορφή απασχόλησης για τους χαμηλοσυνταξιούχους, που δεν μπορούν να τα βγάλουν πέρα μόνο με τη σύνταξή τους. Τον περασμένο Μάρτη, περίπου 1 εκατ. συνταξιούχοι είχαν ένα «mini job», δηλαδή οι διπλάσιοι σε σχέση με το 2003. Μόνο τα τελευταία έξι χρόνια, ο αριθμός των «mini jobbers» συνταξιούχων αυξήθηκε κατά 27%.
Ενδιαφέρον, όμως, παρουσιάζουν τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και για το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων με «mini job», οι οποίοι παρουσιάζονται συχνά ως «ανειδίκευτοι», χωρίς «αντικείμενο»: Πάνω από τους μισούς (51%) έχει κατάρτιση και αναγνωρισμένα επαγγελματικά προσόντα, ενώ ένα 7,5% κατέχει ακαδημαϊκό πτυχίο.
Οι εργαζόμενοι «mini jobbers» δεν μπορούν να ζήσουν με το μισθό φτώχειας και γι' αυτό λαμβάνουν ταυτόχρονα τα διαβόητα κρατικά προνοιακά επιδόματα («Χαρτζ 4»). Το κράτος, δηλαδή, επιχορηγεί με χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό το «δικαίωμα» των εργοδοτών να εξοικονομούν εργασιακό «κόστος» μέσω τέτοιων άθλιων εργασιακών σχέσεων.
Οι σύγχρονοι φτωχοί εργαζόμενοι
Περίπου 3,7 εκατ. εργαζόμενοι πλήρους απασχόλησης είναι χαμηλόμισθοι στη Γερμανία, δηλαδή αμείβονται με μισθό κάτω από 2.000 ευρώ το μήνα μεικτά (γύρω στα 1.600 ευρώ καθαρά). Αυτό σημαίνει ότι μετά την αποπληρωμή των πάγιων εξόδων (νοίκι, ρεύμα, λογαριασμοί, μετακίνηση, τρόφιμα κ.λπ.), τους μένουν ελάχιστα ή και καθόλου χρήματα για να ζήσουν. Αυτοί αντιστοιχούν στο 17,7% του συνόλου των ιδιωτικών υπαλλήλων με πλήρη απασχόληση, όπως προκύπτει από επίσημα κυβερνητικά στοιχεία που δόθηκαν στη Βουλή τον περασμένο Απρίλη και αναφέρονται στα τέλη του 2016. Αν συνυπολογιστούν και οι εκατομμύρια με μερική απασχόληση, συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εργολαβικοί, «mini jobs», «μπλοκάκια» κ.λπ., τότε ο αριθμός των χαμηλόμισθων εκτοξεύεται.
Ο όρος «φτωχός εργαζόμενος» στη Γερμανία είναι τόσο διαδεδομένος, που ακόμη και ο εργοδοτικός - κυβερνητικός συνδικαλισμός της χώρας αναγνωρίζει την έκταση του προβλήματος. «Η Γερμανία είναι μια πλούσια χώρα, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αλλά η Γερμανία είναι επίσης μια κοινωνικά διαιρεμένη χώρα: Σε αυτή την πλούσια χώρα, οι φτωχοί εργαζόμενοι είναι πραγματικότητα - είναι άνθρωποι που εργάζονται 40 με 50 ώρες τη βδομάδα αλλά δεν μπορούν να ζήσουν», δηλώνει στο «Εuronews» ο Ντιρκ Χίρσελ, οικονομολόγος στο συνδικάτο ver.di.
Αυτή η κατάσταση αφορά κυρίως εργαζόμενους στις κατασκευές, τα ξενοδοχεία και την εστίαση, το λιανικό εμπόριο και τον τομέα των υπηρεσιών, αλλά και εργαζόμενους με πανεπιστημιακές σπουδές.
Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη των μισθών σε σχέση με το κόστος ζωής στη Γερμανία, παραθέτουμε πρόσφατα στοιχεία μελέτης (Κοινωνικός Σύνδεσμος «Γερμανία» - SoVD) για τις μεγάλες αυξήσεις των ενοικίων τα τελευταία χρόνια: «Η πληρωμή ενοικίου κάνει πάνω από 1 εκατ. νοικοκυριά στις πόλεις τόσο φτωχά, ώστε το εισόδημά τους είναι κάτω από το όριο του "Hartz IV" ("Χαρτζ 4")», αναφέρεται.
Η μελέτη δείχνει πως τα «χαμηλόμισθα» νοικοκυριά επιβαρύνονται σε μεγάλο βαθμό από το ενοίκιο, ζουν σε μικρά διαμερίσματα και σε επισφαλείς συνθήκες. Τα μισά από τα γερμανικά νοικοκυριά που νοικιάζουν σπίτι, δαπανούν τουλάχιστον το 30% του μηνιαίου (καθαρού) εισοδήματός τους στο ενοίκιο του σπιτιού (χωρίς να περιλαμβάνεται η θέρμανση). Οι χαμηλόμισθοι, δηλαδή όσοι έχουν μηνιαίο καθαρό εισόδημα έως 1.300 ευρώ, δαπανούν το 46% αυτού στο ενοίκιο.