Η πρόθεση της διοίκησης του ν. Παπαγεωργίου να καταργήσει τη θέση του οδοντιάτρου εντάσσεται στη διαδικασία μετατροπής των δομών υγείας σε επιχειρήσεις-ΑΕ έχοντας ως στόχο την αύξηση των εσόδων και όχι την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της κοινωνίας. Αποτελεί μια κίνηση συνυφασμένη με το «νέο πακέτο αναδιαρθρώσεων» που η κυβέρνηση έχει το θράσος να παρουσιάζει ως «ώριμη ανάγκη που επιβεβαιώθηκε την περίοδο της πανδημίας» Προϋπόθεση είναι η αξιολόγηση των δομών και του προσωπικού. Κριτήριο βέβαια της αξιολόγησης θα είναι η προσαρμογή τους στην ιδιωτική οικονομία.
Ας δούμε ορισμένες τοποθετήσεις
στελεχών της κυβέρνησης: «Χρειάζονται πιο ευέλικτα δημόσια νοσοκομεία, με τη
μετατροπή τους σε Ν.Π.Ι.Δ.» Πρότυπο αποτελείτο μοντέλο λειτουργίας του
Παπαγεωργίου μιας και έχει «οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια» και λειτουργεί
βάσει των νόμων της αγοράς Η διοικήσεις θα αποφασίζουν ποια κλινική ή τμήμα θα
ανοίγει, θα αναπτύσσεται ή θα κλείνει με βάση την οικονομική του απόδοση, αλλά
και τις πιθανότητες που θα έχει να «σταθεί» στην αγορά.
Σε αυτή τη λογική εντάσσεται και η
πρόθεση να μετατραπεί η θέση Οδοντιάτρου σε θέση Γενετιστή, που
υπόσχεται καλύτερα έσοδα. Δεν μπορεί να μπει σε αμφισβήτηση η ανάγκη για Γενετιστές
στο ΕΣΥ. Όμως άλλο είναι να δημιουργείς μόνιμη θέση εργασίας σε μια
ειδικότητα που δεν υπάρχει και άλλο να την «κάνεις τράμπα» με τη θέση
οδοντιάτρου. Ωστόσο, στο πεδίο της οδοντιατρικής κάλυψης υπάρχουν σοβαρές
ανάγκες στα πλαίσια ΠΦΥ και όχι μόνο, αφού οι οδοντίατροι αναλάμβαναν δύσκολες
περιπτώσεις ΑμεΑ καθώς και τους ασθενείς του νοσοκομείου ή και τις ανάγκες των υγειονομικών. Την
ίδια ώρα, σε 4 νοσοκομεία της πόλης που προβλέπεται δευτεροβάθμια οδοντιατρική
φροντίδα υπάρχει σοβαρή υποστελέχωση. Ενώ ανάλογη είναι και η κατάσταση στις
δομές ΠΦΥ. Δεν ξεχνάμε ότι με απόφαση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ κόπηκε η συμμετοχή
των ασφαλιστικών ταμείων στις οδοντιατρικές πράξεις.
Όσο οι λαϊκές
ανάγκες θα μπαίνουν στη ζυγαριά κόστους-οφέλους, τόσο θα πετσοκόβονται.
Ταυτόχρονα, το κόστος των εξετάσεων προγεννητικού-και όχι μόνο- ελέγχου,
επιβαρύνει σχεδόν εξ ολοκλήρου τους ασθενείς. Έτσι απαλλάσσεται ο ασφαλιστικός
φορέας και το κράτος από την πληρωμή και τονώνεται η ρευστότητα και η αυτοχρηματοδότηση
του νοσοκομείου. Το να υπάρχουν και οι δυο ειδικότητες δεν προκρίνεται, γιατί «σκοντάφτει»
στην άρνηση του υπουργείου που εκμεταλλεύεται ως δικαιολογία το ανεπαρκές, όπως
αποδεικνύεται, οργανόγραμμα. Έτσι η διοίκηση με τα χέρια λυμένα, προχωρεί στην
υιοθέτηση της πιο «συμφέρουσας» λύσης. Το ίδιο γίνεται και με τις άλλες
υπηρεσίες. Στον τελευταίο Ε.Κ.Λ. και στο οργανόγραμμα που διεκδικούσε η
διοίκηση δεν ήταν διατεθειμένη να διεκδικήσει περισσότερες θέσεις γιατί ήταν
σαφέστατη η θέση του υπουργείου για μηδενική αύξηση. Έτσι προκρίθηκε την
χρονική εκείνη περίοδο να προχωρήσει στη μείωση των θέσεων της ιατρικής
υπηρεσίας προς χάρη των αναγκών της νοσηλευτικής.
Αποδεικνύεται
ότι η παραγωγή με στόχο το κέρδος, θέτει σε αμφισβήτηση την ίδια την επιστήμη.
Για αυτό το χάσμα ανάμεσα στις ανάγκες και την ικανοποίησή τους, συνεχώς
διευρύνεται.
Αυτές τις ανάγκες και την κάλυψή τους
πρέπει να βάλει μπροστά ο λαός. Να αντιστοιχήσει τις διεκδικήσεις του με τις σύγχρονες
ανάγκες. Να παλέψει για έναν άλλο δρόμο ανάπτυξης της οικονομίας, που στο επίκεντρο θα
έχει την ικανοποίηση των δικών του αναγκών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο μπορούν να εξασφαλίσουν και οι
υγειονομικοί ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς, ξεκούραση, προϋποθέσεις
επιστημονικής εξέλιξης, συνθήκες που θα τους κάνουν πιο αποδοτικούς να
προσφέρουν στην κοινωνία.
ΚΟΒ
Παπαγεωργίου του ΚΚΕ