Η νόσος COVID-19 έχει το χαρακτηριστικό της πλήρους γκάμας βαρύτητας: Από εντελώς ασυμπτωματική, μέχρι θανατηφόρα. Από την αρχή της πανδημίας, οι ερευνητές άρχισαν να εντοπίζουν παράγοντες που οδηγούν σε βαριά νόσηση, όπως η μεγάλη ηλικία, τα χρόνια υποκείμενα νοσήματα και το ανδρικό φύλο. Αλλά αυτές οι δημογραφικές τάσεις δεν λένε τίποτα για τους βιολογικούς μηχανισμούς, που προκαλούν την απειλητική για τη ζωή μορφή της νόσου. Ούτε εξηγούν γιατί κάποιοι νέοι, υγιείς, ακόμη και αθλητικοί άνθρωποι, πεθαίνουν από τον ιό SARS-CoV-2.
Δύο επιστημονικές μελέτες που δημοσιεύτηκαν πριν από λίγες μέρες αρχίζουν να ρίχνουν φως σε αυτά τα μυστήρια. Ως έναν βαθμό εξηγούν τη μεγαλύτερη τρωτότητα των ανδρών απέναντι στον νέο κορονοϊό και ταυτόχρονα δείχνουν την κατεύθυνση για πιθανές θεραπείες και προστατευτικά μέτρα. Και οι δύο υπογραμμίζουν τον κρίσιμο ρόλο των πρωτεϊνών του ανοσοποιητικού συστήματος του ανθρώπου, που ονομάζονται ιντερφερόνες, όνομα που πήραν επειδή ακριβώς παρεμβαίνουν (interfere) στην αναπαραγωγή των ιών.
Υπονομευτικές μεταλλάξεις και αντισώματα
Οι έρευνες πραγματοποιήθηκαν από ένα διεθνές κονσόρτσιουμ ερευνητών, που αναζητούν γενετικές μεταλλάξεις, οι οποίες είτε κάνουν τα άτομα πιο ευπαθή στον SARS-CoV-2, είτε προσφέρουν καλύτερη αντίσταση σ' αυτόν. Στην πρώτη μελέτη, οι ερευνητές σύγκριναν το DNA 659 βαριά άρρωστων από COVID-19 απ' όλο τον κόσμο, με εκείνο μιας ομάδας 534 μολυσμένων από τον ιό που επηρεάστηκαν ελαφρά ή ήταν ασυμπτωματικοί. Αναζήτησαν μεταλλάξεις που θα εμπόδιζαν την παραγωγή ιντερφερονών τύπου 1, μιας ομάδας πρωτεϊνών, που μπορεί να παράξει κάθε κύτταρο και αποτελούν την πρώτη γραμμή άμυνας απέναντι στους ιούς. Προϋπάρχουσες έρευνες είχαν δείξει ότι τέτοιες μεταλλάξεις έκαναν τους ανθρώπους πολύ ευάλωτους απέναντι στη γρίπη και άλλους ιούς. Οπως αποδείχτηκε, αυτές οι μεταλλάξεις υπήρχαν στο 3,5% των ασθενών με δυνάμει θανατηφόρα εκδοχή της COVID-19. Κανένας στην ομάδα ελέγχου δεν είχε τέτοιες μεταλλάξεις.
Η δεύτερη μελέτη επικέντρωσε σε έναν άλλο μηχανισμό, που ακυρώνει την παραγωγή ιντερφερονών από τον οργανισμό των βαριά ασθενών, ως αντίδραση στην COVID-19. Σε αυτήν συγκρίθηκαν δείγματα αίματος από 987 ασθενείς και διαπιστώθηκε ότι το 13,7% περιείχε αντισώματα, που αποκαλούνται «αυτο-αντισώματα», καθώς αδρανοποιούν τις ιντερφερόνες τύπου 1, που παράγει ο οργανισμός του ασθενούς. Στο 10,2% των ασθενών, τα αυτο-αντισώματα μπλοκάρισαν τελείως τη δράση αυτών των κρίσιμων μαχητών ενάντια στους ιούς. Η αδυναμία των κυττάρων να αντιμετωπίσουν τον SARS-CoV-2 επιβεβαιώθηκε και στο εργαστήριο, όταν τα κύτταρα εκτέθηκαν σε πλάσμα αίματος, που περιείχε αυτά τα αυτο-αντισώματα. Τα αυτο-αντισώματα εντοπίστηκαν στο 12,5% των δειγμάτων από βαριά ασθενείς άνδρες με COVID-19, αλλά μόλις στο 2,6% των επίσης βαριά ασθενών γυναικών και ίσως να είναι ένας παράγοντας για την αυξημένη θνητότητα των ανδρών από τον νέο κορονοϊό. Συναντιόνταν επίσης περισσότερο στους ασθενείς ηλικίας μεγαλύτερης των 65 ετών.
«Σκληρά καρύδια»
Αντισώματα ενάντια στις κυτοκίνες του ίδιου του οργανισμού (πρωτεΐνες που κινητοποιούν το ανοσοποιητικό σύστημα, στις οποίες ανήκουν και οι ιντερφερόνες) είναι γνωστό ότι κάνουν πιο βαριές και άλλου είδους λοιμώξεις, που προκαλούνται από παθογόνα όπως ο βάκιλος της φυματίωσης και γενικότερα τα μυκοβακτήρια. Ωστόσο τα αυτο-αντισώματα είναι πολύ σπάνια στον γενικό πληθυσμό. Μεταξύ 1.227 υγιών ατόμων, βρέθηκαν μόλις στο 0,3%. Κατά την εκτίμηση του Ζαν-Λορέν Καζανόβα, του πανεπιστημίου Ροκφέλερ, και ενός εκ των επικεφαλής των δύο ερευνών, αθροιστικά η γενετική και ανοσολογική καταστολή των ιντερφερονών τύπου 1 μπορεί να ευθύνεται για το 14% των απειλητικών για τη ζωή περιπτώσεων νόσησης με COVID-19.
Οι δύο έρευνες αποδεικνύουν πως παρότι ο SARS-CoV-2 καταστέλλει τις ιντερφερόνες, αυτές συνεχίζουν να προσφέρουν άμυνα στον οργανισμό, εκτός αν ο ίδιος ο οργανισμός επίσης τις καταστέλλει. Τα αποτελέσματα αυτά συμφωνούν με προηγούμενες επιστημονικές δημοσιεύσεις για δύο νεαρά αδέρφια από την Ολλανδία, που αρρώστησαν βαριά και στη συνέχεια διαπιστώθηκε ότι μια γενετική μετάλλαξη στο Χ χρωμόσωμά τους παρεμπόδιζε την αντίδραση του ανοσοποιητικού με ιντερφερόνες.
Χρονισμός
Αν οι δύο έρευνες επιβεβαιωθούν και από άλλες ερευνητικές ομάδες, μαζί με προηγούμενες εργασίες σχετικά με τις ιντερφερόνες, θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένα φτηνό τεστ για τον προσδιορισμό του κινδύνου για βαριά νόσηση από τον νέο κορονοϊό. Επίσης, ίσως ανοίγεται μια δίοδος για χρήση σε ασθενείς της ιντερφερόνης - βήτα, όταν τα αυτο-αντισώματά τους καταστέλλουν την ιντερφερόνη - άλφα. Επιπλέον, στο εξής, το πλάσμα ασθενών που ξεπέρασαν την COVID-19 και περιέχει αντισώματα χρήσιμα σε άλλους ασθενείς που δεν τα καταφέρνουν εξίσου καλά, ίσως θα πρέπει να ελέγχεται για αυτο-αντισώματα, ώστε να μην εισάγεται στον οργανισμό ένας παράγοντας που εξασθενεί την άμυνά του.
Ορισμένοι γιατροί θεωρούν ότι η χορήγηση ιντερφερόνης σε βαριά ασθενείς με COVID-19, ανεξάρτητα από μεταλλάξεις και αντισώματα, θα ήταν χρήσιμη, όπως έδειξαν προκαταρκτικές μελέτες στην Κούβα και στη Γουχάν της Κίνας. Αλλά η περίοδος νόσησης που θα μπορούσε να χορηγείται ιντερφερόνη είναι πολύ κρίσιμη, επειδή οι ιντερφερόνες είναι δίκοπο μαχαίρι, καθώς εντείνουν τη φλεγμονή και μπορούν να συμβάλουν στην απόφραξη των πνευμόνων. Γι' αυτό αν είναι να χορηγούνται, τότε πρέπει να γίνεται πριν εκδηλωθεί η λεγόμενη «καταιγίδα κυτοκινών». Δεκάδες κλινικές μελέτες βρίσκονται σε εξέλιξη σε όλο τον κόσμο σχετικά με τη χρήση διαφόρων θεραπειών με ιντερφερόνες. Μένει να φανεί αν κάποια ή κάποιες απ' αυτές θα αποδείξουν την αξία τους, αλλά τα νέα ευρήματα σαφώς εντόπισαν άλλο ένα κομμάτι του δύσκολου παζλ που λέγεται COVID-19.
Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»