από ΚΑΤΙΟΥΣΑ
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κοψ’ τη φωνή σου, σώπασε…
Ο εαυτός σου είναι ό,τι πολυτιμότερο στον κόσμο. Προστάτευσέ τον, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να λες πολλά. Τι να τα κάνεις τα λόγια; Έρχονται και παρέρχονται. Γι’ αυτό κοίτα το σπίτι σου, τη δουλειά σου και ζήσε τη ζωή σου καλά, χωρίς να μιλάς…
Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια. «Τι σε νοιάζει, μου έλεγαν, θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά, σώπα».
Είσαι ηθικός, έντιμος και νομοταγής. Έτσι αυτοπροσδιορίζεσαι και κυκλοφορείς ανάμεσα σε ανθρώπους που πιστεύουν το ίδιο για τον εαυτό τους κι αυτοί. Χαμογελάτε, χαριεντίζεστε και δηλώνετε σε έρευνες και δημοσκοπήσεις πως ο Χρυσοχοΐδης είναι ο αγαπημένος σας υπουργός. Γιατί; Ισχυρίζεστε πως τάχα μου φοβάστε κι αυτός έχει τον τρόπο να επιβάλλει την τάξη και την ασφάλεια. Σας ρωτάνε τι είναι αυτό που φοβάστε κι αναπαράγετε κλισέ που σας είπαν άλλοι, αλλά ξέρετε – και ξέρουμε – πως κατά βάθος το μόνο που φοβάστε είναι ο ίδιος σας ο εαυτός.
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν: «Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Προχωράς στον δρόμο με βήματα γοργά και μάτια κολλημένα, άλλοτε στο έδαφος και άλλοτε στο κινητό. Περνάς δίπλα από άστεγους, συναντάς διαδηλωτές, περιδιαβαίνεις κλούβες των ΜΑΤ, αν είσαι «τυχερός» μπορεί να πετύχεις και κανέναν αστυνομικό να κραδαίνει το γκλομπ του και να προσπαθεί να βρει το επόμενό του θήραμα. Τα ξεχνάς, όμως, όλα αμέσως. Στο σπίτι και τη δουλειά σου δεν μιλάς γι’ αυτά, παρά μόνο γκρινιάζεις αόριστα, αναθεματίζεις όποτε και όταν σου το επιτρέψουν μέσα στο πλαίσιο που σου δίνουν, βαριανασαίνεις και βαρυγκομάς και φυσικά εξωτερικεύεις συχνά πυκνά τις ελπίδες σου πως η νέα χρονιά θα φέρει όλα όσα σου λείπουν. Πώς; Με μαγικά… Ναι, καλά άκουσες, με μαγικά. Τώρα τελευταία λένε πως άρχισες να πιστεύεις και στα ξωτικά…
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα», και μαζευτήκαμε πολλοί, μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη αλλά μουγκή!
Απέλυσαν τη μητέρα σου, λίγο πριν τα εξήντα, λίγο πριν τη σύνταξη – ναι αυτήν που την κατάντησαν κουτσουρεμένη και πενιχρή. Δεν μιλάς…
Δεν έχεις δέκα ευρώ να δώσεις στον γιο σου για να κεράσει την κοπέλα του. Δεν βγαίνεις – λογαριασμοί, νοίκι, υποχρεώσεις. Και πάλι δεν μιλάς…
Ο άλλος σου ο γιος ξυλοκοπήθηκε άγρια από τα ΜΑΤ τις προάλλες, επειδή έκανε το «λάθος» να περάσει από τα Εξάρχεια. Δεν μιλάς ούτε γι’ αυτό… Πηγαίνεις να τον μαζέψεις από το τμήμα, σου λένε κάτι συγκεχυμένα λόγια πως έχουμε χούντα και καλά θα κάνεις να το καταλάβεις νωρίς και εσύ σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Επιστρέφεις στο σπίτι και προσπαθείς να απαλύνεις τις πληγές του γιου σου που ντρέπεται να σε κοιτάξει κατάματα. Κι εσύ ντρέπεσαι, γι’ αυτό και του μαθαίνεις κι εκείνου να μη μιλάει… Απαλύνει την ντροπή του λες αυτό. Ψέματα, όλα ψέματα.
…κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου και καν’ την να σωπάσει.
Η ΔΕΗ απειλεί να σου κόψει το ρεύμα, επειδή χρωστάς. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοικιάζεις σε απειλεί με έξωση, επειδή χρωστάς. Δεν μιλάς. Κατεβάζεις το κεφάλι και ψελλίζεις πως θα τα τακτοποιήσεις όλα. Χρόνο, ζητάς χρόνο. Μόνο γι’ αυτόν μιλάς…
Ένας ξάδερφός σου τραβολογιόταν στο τμήμα, επειδή πουλούσε κάστανα χωρίς άδεια. Μια άλλη θεία σου καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης, επειδή πλαστογράφησε το απολυτήριο δημοτικού για να δουλέψει ως καθαρίστρια στο δημόσιο. Ξέρει η δικαιοσύνη, λες. Παρανόμησαν, πρέπει να πληρώσουν.
Το ήξερες το παιδί που δολοφόνησαν οι ναζί. Στο από κάτω τετράγωνο έμενε. Συγκλονίστηκες, όταν το έμαθες εκείνη τη μέρα. Κλείδωσες την πόρτα σου καλά και από τότε παραφυλάς. Να μη σε βρει κι εσένα το κακό, να γλυτώσεις. Γι’ αυτό και δεν μιλάς. Αυτός μιλούσε λες. Δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό.
Οι δολοφόνοι του είναι έξω. Ένας μόνο την πλήρωσε. Ο απαραίτητος αποδιοπομπαίος τράγος, ο χρήσιμος καταδικασθέντας που θα ξεπλύνει τους υπόλοιπους. Για να κοκορεύονται αύριο μεθαύριο πως είναι αθώοι. Ποιος τους πιστεύει, όμως; Κανείς. Ούτε κι εσύ καλά καλά που συνεχίζεις να μη μιλάς εναντίον τους, που ακόμα έχεις την άποψη πως πρέπει να τα έχεις καλά με όλους. Δεν τους πιστεύεις παρότι θέλεις μόνο τη ζωούλα σου, το σπιτάκι σου και να προχωράς…
…νομίζω πως θα έρθει η στιγμή που δε θ’ αντέξω και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!
* Τα αποσπάσματα που είναι με bold στο κείμενο προέρχονται από το ποίημα «Σώπα, μη μιλάς» του Τούρκου συγγραφέα, Αζίζ Νεσίν (1915-1995).
** Ο τίτλος είναι παράφραση της γνωστής φράσης του Μενέλαου Λουντέμη: «Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι!» (Οδός Αβύσσου, αριθμό 0)
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή, κοψ’ τη φωνή σου, σώπασε…
Ο εαυτός σου είναι ό,τι πολυτιμότερο στον κόσμο. Προστάτευσέ τον, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να λες πολλά. Τι να τα κάνεις τα λόγια; Έρχονται και παρέρχονται. Γι’ αυτό κοίτα το σπίτι σου, τη δουλειά σου και ζήσε τη ζωή σου καλά, χωρίς να μιλάς…
Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια. «Τι σε νοιάζει, μου έλεγαν, θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά, σώπα».
Είσαι ηθικός, έντιμος και νομοταγής. Έτσι αυτοπροσδιορίζεσαι και κυκλοφορείς ανάμεσα σε ανθρώπους που πιστεύουν το ίδιο για τον εαυτό τους κι αυτοί. Χαμογελάτε, χαριεντίζεστε και δηλώνετε σε έρευνες και δημοσκοπήσεις πως ο Χρυσοχοΐδης είναι ο αγαπημένος σας υπουργός. Γιατί; Ισχυρίζεστε πως τάχα μου φοβάστε κι αυτός έχει τον τρόπο να επιβάλλει την τάξη και την ασφάλεια. Σας ρωτάνε τι είναι αυτό που φοβάστε κι αναπαράγετε κλισέ που σας είπαν άλλοι, αλλά ξέρετε – και ξέρουμε – πως κατά βάθος το μόνο που φοβάστε είναι ο ίδιος σας ο εαυτός.
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν: «Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Προχωράς στον δρόμο με βήματα γοργά και μάτια κολλημένα, άλλοτε στο έδαφος και άλλοτε στο κινητό. Περνάς δίπλα από άστεγους, συναντάς διαδηλωτές, περιδιαβαίνεις κλούβες των ΜΑΤ, αν είσαι «τυχερός» μπορεί να πετύχεις και κανέναν αστυνομικό να κραδαίνει το γκλομπ του και να προσπαθεί να βρει το επόμενό του θήραμα. Τα ξεχνάς, όμως, όλα αμέσως. Στο σπίτι και τη δουλειά σου δεν μιλάς γι’ αυτά, παρά μόνο γκρινιάζεις αόριστα, αναθεματίζεις όποτε και όταν σου το επιτρέψουν μέσα στο πλαίσιο που σου δίνουν, βαριανασαίνεις και βαρυγκομάς και φυσικά εξωτερικεύεις συχνά πυκνά τις ελπίδες σου πως η νέα χρονιά θα φέρει όλα όσα σου λείπουν. Πώς; Με μαγικά… Ναι, καλά άκουσες, με μαγικά. Τώρα τελευταία λένε πως άρχισες να πιστεύεις και στα ξωτικά…
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα», και μαζευτήκαμε πολλοί, μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη αλλά μουγκή!
Απέλυσαν τη μητέρα σου, λίγο πριν τα εξήντα, λίγο πριν τη σύνταξη – ναι αυτήν που την κατάντησαν κουτσουρεμένη και πενιχρή. Δεν μιλάς…
Δεν έχεις δέκα ευρώ να δώσεις στον γιο σου για να κεράσει την κοπέλα του. Δεν βγαίνεις – λογαριασμοί, νοίκι, υποχρεώσεις. Και πάλι δεν μιλάς…
Ο άλλος σου ο γιος ξυλοκοπήθηκε άγρια από τα ΜΑΤ τις προάλλες, επειδή έκανε το «λάθος» να περάσει από τα Εξάρχεια. Δεν μιλάς ούτε γι’ αυτό… Πηγαίνεις να τον μαζέψεις από το τμήμα, σου λένε κάτι συγκεχυμένα λόγια πως έχουμε χούντα και καλά θα κάνεις να το καταλάβεις νωρίς και εσύ σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Επιστρέφεις στο σπίτι και προσπαθείς να απαλύνεις τις πληγές του γιου σου που ντρέπεται να σε κοιτάξει κατάματα. Κι εσύ ντρέπεσαι, γι’ αυτό και του μαθαίνεις κι εκείνου να μη μιλάει… Απαλύνει την ντροπή του λες αυτό. Ψέματα, όλα ψέματα.
…κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου και καν’ την να σωπάσει.
Η ΔΕΗ απειλεί να σου κόψει το ρεύμα, επειδή χρωστάς. Ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που νοικιάζεις σε απειλεί με έξωση, επειδή χρωστάς. Δεν μιλάς. Κατεβάζεις το κεφάλι και ψελλίζεις πως θα τα τακτοποιήσεις όλα. Χρόνο, ζητάς χρόνο. Μόνο γι’ αυτόν μιλάς…
Ένας ξάδερφός σου τραβολογιόταν στο τμήμα, επειδή πουλούσε κάστανα χωρίς άδεια. Μια άλλη θεία σου καταδικάστηκε σε δέκα χρόνια φυλάκισης, επειδή πλαστογράφησε το απολυτήριο δημοτικού για να δουλέψει ως καθαρίστρια στο δημόσιο. Ξέρει η δικαιοσύνη, λες. Παρανόμησαν, πρέπει να πληρώσουν.
Το ήξερες το παιδί που δολοφόνησαν οι ναζί. Στο από κάτω τετράγωνο έμενε. Συγκλονίστηκες, όταν το έμαθες εκείνη τη μέρα. Κλείδωσες την πόρτα σου καλά και από τότε παραφυλάς. Να μη σε βρει κι εσένα το κακό, να γλυτώσεις. Γι’ αυτό και δεν μιλάς. Αυτός μιλούσε λες. Δεν κρατούσε το στόμα του κλειστό.
Οι δολοφόνοι του είναι έξω. Ένας μόνο την πλήρωσε. Ο απαραίτητος αποδιοπομπαίος τράγος, ο χρήσιμος καταδικασθέντας που θα ξεπλύνει τους υπόλοιπους. Για να κοκορεύονται αύριο μεθαύριο πως είναι αθώοι. Ποιος τους πιστεύει, όμως; Κανείς. Ούτε κι εσύ καλά καλά που συνεχίζεις να μη μιλάς εναντίον τους, που ακόμα έχεις την άποψη πως πρέπει να τα έχεις καλά με όλους. Δεν τους πιστεύεις παρότι θέλεις μόνο τη ζωούλα σου, το σπιτάκι σου και να προχωράς…
…νομίζω πως θα έρθει η στιγμή που δε θ’ αντέξω και θα ξεσπάσω και δε θα φοβηθώ και θα ελπίζω και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω μ’ έναν φθόγγο μ’ ένα τραύλισμα με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!
* Τα αποσπάσματα που είναι με bold στο κείμενο προέρχονται από το ποίημα «Σώπα, μη μιλάς» του Τούρκου συγγραφέα, Αζίζ Νεσίν (1915-1995).
** Ο τίτλος είναι παράφραση της γνωστής φράσης του Μενέλαου Λουντέμη: «Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι, γιατί ούρλιαζαν οι άνθρωποι!» (Οδός Αβύσσου, αριθμό 0)