Εφοπλιστές και μονοπώλια της Ενέργειας «τρίβουν τα χέρια» τους για το «νέο τοπίο» που διαμορφώνεται, στο έδαφος της αντιπαράθεσης που οξύνεται ανάμεσα σε ΝΑΤΟ και Ρωσία. Μεγάλοι ενεργειακοί όμιλοι, που έχουν ήδη συσσωρεύσει αμύθητα κέρδη από την «απελευθέρωση» της αγοράς, το εμπόριο ρύπων και το Χρηματιστήριο της Ενέργειας, βλέπουν με ακόμα μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον...
Την ίδια ώρα, ο λαός πληρώνει τον πόλεμο και τους ανταγωνισμούς όχι μόνο με το κόστος της ελληνικής εμπλοκής και τον κίνδυνο μιας πιο γενικευμένης ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης, αλλά και στην τσέπη του: Με τις απανωτές ανατιμήσεις σε καύσιμα και ρεύμα, με αυξήσεις στα τρόφιμα και με το ενδεχόμενο να υπάρξουν ελλείψεις στα ράφια, λόγω των κυρώσεων στη Ρωσία και των δικών της αντικυρώσεων, αλλά και εξαιτίας της μειωμένης παραγωγής πρώτων υλών, που εισάγονται από την Ουκρανία.
Η «πράσινη μετάβαση» οδηγεί στη γρήγορη μετάβαση στην ενεργειακή φτώχεια, σε εκτίναξη των τιμών, σε απαξίωση παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας, όπως ο λιγνίτης. Τάση που δεν ανατρέπεται με τα έκτακτα μέτρα που ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός, παρατείνοντας για μερικά μόνο χρόνια τη λειτουργία των λιγνιτικών σταθμών, για να αντιμετωπιστούν ελλείψεις από τη μείωση της ηλεκτροπαραγωγής με φυσικό αέριο. Το ρεύμα που θα παράγεται όμως θα συνεχίσει να είναι πανάκριβο για τον λαό, εξαιτίας των περιβαλλοντικών καπέλων που παραμένουν απείραχτα.
Οι πρόσφατες αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ επιβεβαιώνουν επιτάχυνση στον δρόμο εκτίναξης της ενεργειακής φτώχειας για τους λαούς. Οι ανταγωνισμοί μέσα στην ΕΕ δεν έχουν ως «μήλον της Εριδος» τη φτηνή Ενέργεια για τους λαούς, αλλά τη διασφάλιση των συμφερόντων και των κερδών των μεγάλων ομίλων της Ενέργειας, ποιοι θα έχουν το πάνω χέρι στην κούρσα και ποιοι θα χάσουν θέσεις στις μεταξύ τους κόντρες.
Ουσιαστικά η «απεξάρτηση» από το ρωσικό φυσικό αέριο μετατρέπεται σε εξάρτηση από το αμερικανικό LNG που θα πληρώσουν ξανά οι λαοί της Ευρώπης.
Την ίδια ώρα, όπως δείχνουν τα μέτρα της κυβέρνησης, αλλά και οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων αστικών κομμάτων για την ακρίβεια:
Η οικονομία «αντέχει» τη μείωση της φορολογίας στα κέρδη των λίγων, αλλά όχι την κατάργηση του ΦΠΑ και του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης.
Η οικονομία «αντέχει» τις δεκάδες φοροαπαλλαγές για τους εφοπλιστές, αλλά όχι μέτρα ενίσχυσης των συστημάτων Υγείας, αυξήσεις στις συντάξεις, επαναφορά της 13ης και της 14ης σύνταξης.
Η οικονομία «αντέχει» πολεμικούς εξοπλισμούς - μαμούθ, αλλά όχι την κατάργηση των «πράσινων» φόρων στην Ενέργεια, τη γενναία μείωση και το πλαφόν στις τιμές σε βασικά είδη διατροφής, την επιδότηση ενοικίου για λαϊκά νοικοκυριά.
Η οικονομία «αντέχει» ο λαός να πληρώνει κάθε χρόνο πάνω από 4 δισεκατομμύρια ευρώ για τις πολεμικές ανάγκες του ΝΑΤΟ και τώρα να πληρώνει την εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά «δεν αντέχει» την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ για τις εργατικές - λαϊκές κατοικίες, την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους επαγγελματίες κ.ά.
Για να πάρει ανάσα ο λαός από την ασφυξία της ακρίβειας, απαιτείται οργάνωση και αγώνας σε σύγκρουση με τις ευρωενωσιακές δεσμεύσεις στη διεκδίκηση άμεσων και πραγματικών μέτρων ανακούφισης, στη σχεδιασμένη αξιοποίηση του συνόλου των ενεργειακών πηγών της χώρας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί επάρκεια και φτηνή Ενέργεια για τον λαό. Απαιτείται σύγκρουση και με τη στρατηγική της πολεμικής εμπλοκής, που επιτείνει τις συνέπειες της ακρίβειας και κάνει τον λαό θύμα των κυρώσεων και αντικυρώσεων σε καύσιμα, πρώτες ύλες και τρόφιμα.
Καμιά εμπιστοσύνη λοιπόν στην κυβέρνηση, στον ΣΥΡΙΖΑ και στα άλλα αστικά κόμματα, που μοιράζονται τις ίδιες προτεραιότητες: Στηρίζουν την εμπλοκή της χώρας στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς και τον πόλεμο, προωθούν τη στρατηγική της «πράσινης» ανάπτυξης, υπερασπίζονται τη «δημοσιονομική σταθερότητα» και τις «αντοχές της οικονομίας» και με τη συνεχόμενη εκλογολογία καλλιεργούν τη μοιρολατρία και νέες αυταπάτες, επιδιώκουν να πείσουν τον λαό να μην αγωνίζεται, να μη διεκδικεί μέτρα ουσιαστικής αντιμετώπισης της ακρίβειας τώρα που η ζωή του έχει γίνει δυσβάσταχτη.