Κυριακή 1 Αυγούστου 2021

«Ορεκτικά» στο φαγοπότι του Ταμείου Ανάκαμψης


Κάθε άλλο παρά σύμπτωση είναι το γεγονός ότι η βδομάδα που μας πέρασε ξεκίνησε με δύο «εμβληματικές» αντεργατικές παρεμβάσεις από την κυβέρνηση και ολοκληρώθηκε με τη συζήτηση στη Βουλή για τη σύμβαση του Ταμείου Ανάκαμψης, του υπερμνημονίου δηλαδή που φορτώνει μόνιμα βάρη στις πλάτες των εργαζομένων.

Ετσι, μπορεί τα κόμματα του κεφαλαίου να μιλούσαν για τις «τομές» και τον «εκσυγχρονισμό», την «κοσμογονία» που φέρνουν τα 32 δισ. που έχουν να λαμβάνουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι από το πακέτο της ΕΕ, όμως οι εργαζόμενοι είδαν από πρώτο χέρι ποιοι είναι οι όροι για τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και την καπιταλιστική ανάκαμψη: Μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, ένταση της εκμετάλλευσης, απαλλαγή του κράτους και της εργοδοσίας από κάθε υποχρέωση απέναντι στους εργαζόμενους. Αυτό τεκμηριώνεται τόσο από τη συζήτηση στις αρμόδιες επιτροπές του νομοσχεδίου για την ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων, όσο και από την απόφαση της κυβέρνησης για πάγωμα του κατώτατου μισθού το 2021 και «αύξηση» - παρωδία, 2%, για το 2022.

Οι εισφορές των εργαζομένων στον τζόγο...

Σε ό,τι αφορά το πρώτο, τόσο το περιεχόμενο του νομοσχεδίου για τις επικουρικές συντάξεις όσο και η συζήτηση στην Επιτροπή Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής επιβεβαίωσαν ότι η κυβέρνηση προσθέτει άλλη μια «χάντρα» στο κομπολόι του ξηλώματος κάθε έννοιας δημόσιας Κοινωνικής Ασφάλισης. Από το πρώτο κιόλας άρθρο του νομοσχεδίου επιβεβαιώνεται ότι ιδρύεται ουσιαστικά μια επενδυτική εταιρεία, που ως κεφάλαια θα έχει τις εισφορές των εργαζομένων και θα τις τζογάρει σε διάφορα χρηματιστηριακά προϊόντα.

Ετσι τώρα συμπληρώνεται η αντιασφαλιστική νομοθεσία ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από την παράδοση του δεύτερου πυλώνα της υποχρεωτικής δημόσιας Ασφάλισης στα κοράκια του τζόγου και των αγορών, χωρίς καμία εγγύηση για τις μελλοντικές συντάξεις των νέων ασφαλισμένων.

Και μπορεί η κυβέρνηση να ισχυρίζεται ότι το νομοσχέδιο αφορά μόνο τους νέους ασφαλισμένους, όμως η αλήθεια είναι ότι σε κίνδυνο μπαίνουν και οι υφιστάμενες επικουρικές συντάξεις, λόγω των ελλειμμάτων δεκάδων δισ. ευρώ που θα προκύψουν στο υφιστάμενο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης (ΕΤΕΑΕΠ). Το χρηματοδοτικό κενό που θα προκύψει, άλλωστε, εκτιμάται από την ίδια την Εθνική Αναλογιστική Αρχή σε 48 έως 78 δισ. ευρώ.

Στο νέο Ταμείο Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ), που θα λειτουργεί με βάση την κεφαλαιοποίηση, δηλαδή το τζογάρισμα των εισφορών, θα υπαχθούν υποχρεωτικά οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας από 1/1/2022 και - σε μια προσπάθεια μεγέθυνσης της «πελατείας» - προαιρετικά όσοι ασφαλισμένοι είναι κάτω των 35 ετών, αλλά και κλάδοι ελεύθερων επαγγελματιών, που μέχρι τώρα δεν υπάγονται στην επικουρική ασφάλιση. Ετσι οι εισφορές των εργαζομένων, που υπολογίζονται σε πάνω από 80 δισ. ευρώ σε βάθος χρόνου (40 έτη), θα γίνουν «καύσιμο» για την καπιταλιστική ανάπτυξη, αποτελώντας άλλο ένα «ταμείο ανάκαμψης» από όπου θα αντλούνται κεφάλαια για χρηματοδότηση επενδύσεων.

Στο νέο ιδιωτικοποιημένο σύστημα, ενώ οι ασφαλισμένοι γνωρίζουν και είναι καθορισμένο το ύψος των εισφορών τους (6% επί των αποδοχών τους ή του εισοδήματός τους), δεν καθορίζεται το ύψος της επικουρικής σύνταξης, ούτε δίνεται καμία εγγύηση γι' αυτή. Ολα επαφίενται στην «απόδοση» του επενδυτικού ρίσκου και στην πορεία των αγορών, μετατρέποντας την Ασφάλιση από προστασία, με ευθύνη του κράτους, για όποιον βγαίνει στη σύνταξη, σε χρηματιστηριακό τζόγο - ατομική υπόθεση.

Η ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα του νόμου 4387/2016 και του νόμου 4760/2020 της ΝΔ, οι οποίοι από κοινού συνιστούν πραγματική λαιμητόμο για τις κύριες συντάξεις και θεσμοθετούν συντάξεις πείνας στο διηνεκές. Ταυτόχρονα, η ιδιωτικοποίηση των επικουρικών θα αποτελέσει το πρόπλασμα για ιδιωτικοποίηση και των κύριων συντάξεων, όσον αφορά το ανταποδοτικό κομμάτι. Αλλωστε οι «καλές ευρωπαϊκές πρακτικές», τις οποίες εκθειάζουν και δίνουν όρκους πίστης σε αυτές ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ, είναι που προωθούν την ιδιωτικοποίηση των δημόσιων συστημάτων Ασφάλισης και εξασφαλίζουν τη σταδιακή απόσυρση κράτους και εργοδοσίας από τις υποχρεώσεις τους απέναντι σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους.

..και οι μισθοί τους στον «κόφτη» της ανταγωνιστικότητας

Και επειδή η ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου εκτός από τζάμπα χρήμα απαιτεί και έναν όσο γίνεται πιο φθηνό εργάτη, έρχεται και η κυβερνητική απόφαση για τη διαμόρφωση του κατώτατου μισθού, κατ' εφαρμογή του μνημονιακού νόμου Βρούτση - Αχτσιόγλου. Για φέτος δεν προβλέπει ούτε ένα ευρώ αύξηση, ενώ τα λίγα ψίχουλα (+13 ευρώ) θα δοθούν από τον Γενάρη του 2022. Ετσι, για ολόκληρο το 2021 ο κατώτατος μισθός παραμένει για δεύτερη χρονιά παγωμένος στα 650 ευρώ μεικτά, ενώ με την «αύξηση» - παρωδία θα διαμορφωθεί στα 663 ευρώ μεικτά το 2022! Αντίστοιχα, το ημερομίσθιο εργατοτεχνίτη παραμένει και φέτος στα 29,04 ευρώ μεικτά, για να ...εκτοξευθεί στο ποσό των 29,62 ευρώ μεικτά του χρόνου!

Η απόφαση αυτή της κυβέρνησης αποτελεί υλοποίηση του νόμου 4172/2013 και των μετέπειτα προσαρμογών του, με τον οποίο η υπόθεση του κατώτατου μισθού και γενικά της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης πέρασε εξολοκλήρου στα χέρια της κυβέρνησης, απαγορεύοντας τις όποιες συλλογικές διαπραγματεύσεις από τα συνδικάτα με τους εργοδότες. Προβλέπεται, αντίθετα, ότι το ύψος του μισθού καθορίζεται από τους δείκτες της «ανταγωνιστικότητας» και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων.

Ετσι, δέκα ολόκληρα χρόνια μετά την περίφημη ΠΥΣ αρ. 6 του 2012, με την οποία επιβλήθηκε δραστική μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% και στους νέους εργαζόμενους κατά 32% (μείωση από τα 751 ευρώ στα 586 και 511 ευρώ αντίστοιχα), ο κατώτατος μισθός συνεχίζει να βρίσκεται καθηλωμένος και μάλιστα να είναι μικρότερος κατά 101 ευρώ σήμερα σε σχέση με τότε! Ακόμα και του χρόνου, μετά την «αύξηση» - κοροϊδία, ο κατώτατος μισθός θα είναι μικρότερος κατά 88 ευρώ, συμπαρασύροντας προς τα κάτω το σύνολο των εργατικών μισθών και εξασφαλίζοντας τεράστια περιθώρια κέρδους στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Και, βέβαια, γι' αυτήν την αθλιότητα σε βάρος της εργατικής τάξης, και σε νομοθετικό επίπεδο και σε επίπεδο εφαρμογής της, έχουν βάλει το χέρι τους και είναι συνυπεύθυνες οι κυβερνήσεις ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, αλλά και η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, που όχι μόνο διατήρησε αλλά και εφάρμοσε τον κατάπτυστο νόμο της απαγόρευσης των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Στις δηλώσεις τους τα κυβερνητικά στελέχη, για να δικαιολογήσουν το νέο έγκλημα σε βάρος των εργαζομένων, επικαλέστηκαν τη «βαθιά ύφεση εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας». Ομως οι μισθωτοί ήδη έχουν πληρώσει ακριβά την πανδημία, με τεράστιες απώλειες εισοδήματος, με ανεργία, μαζικές αναστολές συμβάσεων, όταν αντί για μισθό φυτοζωούσαν με τα 534 ευρώ, ενώ την ίδια ώρα το καθημερινό κόστος ζωής και οι τιμές στα βασικά είδη αυξάνονταν, με την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις να κλιμακώνονται.

Τέλος, οι δηλώσεις του πρωθυπουργού περί «συμβολικής αύξησης» και του υπουργού Εργασίας ότι πρόκειται για μια «συνετή αύξηση, που δεν βάζει εμπόδια στην ανοδική τροχιά της οικονομίας» καταδεικνύουν, για άλλη μια φορά, ότι οι ανάγκες των εργαζομένων θεωρούνται «εμπόδιο» για την «ανάπτυξη» και τα κέρδη των ομίλων.