Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

«Στην πραγματικότητα δεν έχουμε επιδημιολογική επιτήρηση στη χώρα»



Αναδημοσίευση από την εφημερίδα των συντακτών

Ντάνι Βέργου

Οταν σπεύδουν να κάνουν τεστ μόνο αυτοί που αγωνιούν ότι μπορεί να ήρθαν σε επαφή με κάποιο κρούσμα, δεν θα αποτυπωθεί η εικόνα της επιδημίας στην κοινότητα και, ακόμα περισσότερο, δεν θα συμπεριληφθούν περιθωριοποιημένοι και ευάλωτοι πληθυσμοί - πρόσφυγες, Ρομά, μετανάστες χωρίς χαρτιά ● Η πολιτική ηγεσία της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας υποστηρίζει ότι με τους 192 ιχνηλάτες, τους οποίους θεωρεί υπερεπαρκείς, ιχνηλατεί επαρκώς το 92,3% των κρουσμάτων, όμως το 77,5% είναι άγνωστης προέλευσης ή ακόμα υπό διερεύνηση.

Τα επίπεδα επιδημικής ετοιμότητας στη χώρα ήταν και παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά ενώ βρισκόμαστε στο δεύτερο επιδημικό κύμα, με 33.000 ενεργά κρούσματα στην κορύφωσή του, πάνω από 4.000 θανάτους σ’ αυτή τη δεύτερη φάση και την ανοσία της κοινότητας όνειρο θερινής -και βάλε- νυκτός.

Ο Ηλίας Κονδύλης, αναπληρωτής καθηγητής στο Εργαστήριο Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Γενικής Ιατρικής και Ερευνας Υπηρεσιών Υγείας του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ, μιλά στην «Εφ.Συν.» για την επιδημιολογική επιτήρηση, την πυξίδα δηλαδή που πρέπει να διαθέτει η χώρα μέσα στο πανδημικό πέλαγος, και μας λέει ότι είναι... χαλασμένη. Χαρακτηριστικά, η χώρα, σύμφωνα με τον ΠΟΥ και το ECDC, δεν δηλώνει μια σειρά στοιχεία που είναι υποχρεωμένη να δηλώνει σε αυτούς τους διεθνείς οργανισμούς.

● Πώς φτάσαμε από την εικόνα του Ιουνίου σε αυτήν τη δραματική κατάσταση που βιώνει σήμερα η χώρα και τα νοσοκομεία της;


Η απάντηση, για να χρησιμοποιήσω το ύφος αυτών που διαχειρίζονται την επιδημία, είναι ότι κατηγορηματικά φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση διότι τα επίπεδα επιδημικής ετοιμότητας στη χώρα ήταν και παραμένουν εξαιρετικά χαμηλά. Η έννοια της επιδημικής ετοιμότητας είναι πολυσύνθετη, πολυδιάστατη, η δε επίτευξή της δεν είναι εύκολη υπόθεση, είναι μια απαιτητική διαδικασία η οποία αφορά την ικανότητα ενός συστήματος Υγείας να προλαμβάνει επιδημίες, αλλά ακόμα και όταν αυτές ξεσπάσουν, την ικανότητα να τις ελέγχει, να τις επιβραδύνει και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζει τις υγειονομικές τους συνέπειες, καθώς επίσης και τις κοινωνικοοικονομικές τους επιπτώσεις με τρόπο ο οποίος να είναι κοινωνικά δίκαιος και κοινωνικά αποδεκτός.

● Ποια είναι η κύρια προϋπόθεση για την επιδημική ετοιμότητα;

Να μπορείς να ελέγξεις ή να επιβραδύνεις μια επιδημία, η επιδημιολογική επιτήρηση, δηλαδή η ικανότητα να συλλέγεις στοιχεία εκεί που γεννιέται και διαδίδεται, μεταδίδεται, τρέφεται και ξεσπάει η επιδημία. Αυτά τα στοιχεία να μπορείς να τα καταχωρείς επαρκώς σε μια βάση δεδομένων, να είναι πλήρη, να μπορείς να τα αναλύεις, να τα δημοσιοποιείς και τελικά να σχεδιάζεις δράσεις στοχευμένες, αποτελεσματικές και αποδεκτές από τον πληθυσμό. Στη χώρα μας δεν παρακολουθούμε την επιδημία, δεν βγαίνουμε δηλαδή στον πληθυσμό, απλώς αναφέρουμε τα κρούσματα που μας έρχονται.

● Ποιες είναι οι δυνατότητες επιδημιολογικής επιτήρησης;

Είναι πάμπολλες. Από τη μαξιμαλιστική, την καθολική επιδημιολογική επιτήρηση -κάνω διαγνωστικά τεστ σε όλο τον πληθυσμό- που εφαρμόστηκε στην πόλη Τσινγκτάο της Κίνας, μεγέθους 10,9 εκατ. ανθρώπων, στις 11-16 Οκτωβρίου και ανακόπηκε το επιδημικό κύμα, μέχρι την κλασική με τυχαιοποιημένους διαστρωματοποιημένους δειγματοληπτικούς ελέγχους στον πληθυσμό, ή την επιδημιολογική επιτήρηση τύπου Sentinel με πολλαπλά σταθερά σημεία περιοδικής παρακολούθησης της επιδημίας στην κοινότητα. Για κάποια χρόνια αυτή η τελευταία χρησιμοποιήθηκε στη χώρα μας για την παρακολούθηση της γρίπης, αλλά κατά την περίοδο των μνημονίων υποχρηματοδοτήθηκε και τελικά εγκαταλείφθηκε. Οι έλεγχοι αυτοί δεν έχουν καμία σχέση φυσικά με τους τυχαίους ελέγχους που κάνει ο ΕΟΔΥ σε πλατείες και γειτονιές, ακόμα και μέσω της πλατφόρμας testing.gov.gr. Διότι θα σπεύσουν να κάνουν τεστ μόνο αυτοί που αγωνιούν ότι μπορεί να ήρθαν σε επαφή με κάποιο κρούσμα, επομένως δεν θα αποτυπωθεί η εικόνα της επιδημίας στην κοινότητα και, ακόμα περισσότερο, δεν θα συμπεριληφθούν περιθωριοποιημένοι και ευάλωτοι πληθυσμοί - πρόσφυγες, Ρομά, μετανάστες χωρίς χαρτιά. Επομένως η εικόνα είναι ελλιπής. Δεν είναι πραγματική.

Στην πραγματικότητα δεν έχουμε επιδημιολογική επιτήρηση. Αυτό που κάνουμε είναι αναφορά (reporting) της επιδημίας. Αναφέρουμε μόνο την κορυφή του παγόβουνου, κάνοντας τελικά επικοινωνιακή διαχείριση του κρίσιμου ζητήματος της επιτήρησης, δίνοντας μόνο βάρος στο να φαίνεται ότι κάνουμε πολλά τεστ.


● Ο πρωθυπουργός από το Πολυδύναμο Κέντρο Υγείας Περιστερίου προχθές μίλησε για «12.000 rapid tests καθημερινά», που «μας δίνουν τη δυνατότητα να μπορούμε να ελέγχουμε τον δείκτη θετικότητας σε ασυμπτωματικούς συμπολίτες μας» για να «μπορούμε γρήγορα να εντοπίζουμε τυχόν τοπικές επιδημίες, ώστε να παρεμβαίνουμε γρήγορα και τοπικά για να τις περιορίζουμε».

Είναι επιστημονικά ασυνάρτητη η δήλωση του πρωθυπουργού, και το γνωρίζει και ο ίδιος. Αποτελεί επικοινωνιακή διαχείριση. Το ζητούμενο δεν είναι τα πολλά τεστ για να πω ότι έκανα πολλά τεστ, αλλά γιατί τα κάνω, σε ποιους και πού. Αν, για παράδειγμα, βρήκαμε 100 θετικούς, μεταξύ των οποίων είμαι εγώ και οι 99 επαφές μου, αυτό δεν αντανακλά το τι συμβαίνει στον πληθυσμό. Το δεύτερο ζήτημα είναι το τι κάνεις με τα αποτελέσματα των τεστ. Πώς τα συλλέγεις, πώς τα αναλύεις, τι σχεδιασμό κάνεις με βάση τα αποτελέσματα της ανάλυσης, πώς επικοινωνείς με αξιοπιστία και διαφάνεια αυτά τα αποτελέσματα στον πληθυσμό. Παράδειγμα: Ο ΕΟΔΥ ανακοινώνει πλήθος ημερήσιων τεστ και από τα τέλη Νοεμβρίου ανά εβδομάδα και το ποσοστό θετικότητας των τεστ. Αυτό που δεν μας δηλώνεται είναι σε πόσους ανθρώπους αντιστοιχούν αυτά τα τεστ, ποιος είναι δηλαδή ο παρονομαστής του κλάσματος. Κάντε την εξής υπόθεση: Αν εγώ έκανα ένα rapid test και βγήκε θετικό και έκανα και δεύτερο και στη συνέχεια και μοριακό έλεγχο, αλλάζουν τα δεδομένα. Μπορεί να ανακοινώνεται ότι έγιναν 1.000 τεστ, αλλά να αφορούν 800 ανθρώπους. Ο δείκτης θετικότητας βγαίνει επί των ανθρώπων στους οποίους έγινε ο διαγνωστικός έλεγχος και όχι επί του αριθμού των τεστ. Στη δεύτερη περίπτωση το ποσοστό θετικότητας υποεκτιμάται.

Αντίστοιχα προβλήματα παρουσιάζει και η λεγόμενη ενεργητική επιτήρηση, γνωστή ως ιχνηλάτηση, στη χώρα μας. Επιτήρηση συρροών, δηλαδή παρακολούθηση μεγάλων συρροών κρουσμάτων σε εργασιακούς χώρους, επίσης δεν πραγματοποιείται, επιλεκτικά μόνο σε μεγάλες συρροές και όταν αυτές πλέον ξεφύγουν από τα όρια και δουν και το φως της δημοσιότητας. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Κέντρου Φιλοξενίας στο Κρανίδι, οι συρροές στην πληθυσμιακή ομάδα των Ρομά και επιλεκτικά κάποιες συρροές σε εργασιακούς χώρους, π.χ. στην κονσερβοποιία στη Σκύδρα, όταν πλέον ο αριθμός των κρουσμάτων είχε εκτιναχθεί...

● Πόσα δαπανούμε ως χώρα στην επιδημιολογική επιτήρηση;

Ιστορικά δαπανούμε λιγότερο από το 1% της συνολικής δημόσιας δαπάνης Υγείας. Στην καλύτερη περίπτωση, το 2010, δαπανούσαμε 120 εκατ. ευρώ. Την περίοδο της δημοσιονομικής προσαρμογής, 2009-2018, η σχετική δαπάνη για επιδημιολογική επιτήρηση μειώθηκε κατά 45%, έφτασε τα 60 εκατ. ευρώ. Με αυτή τη χρηματοδότηση μπήκαμε στην πανδημία. Είναι ενδιαφέρον, δε, ότι το ξήλωμα στην ουσία της επιδημιολογικής επιτήρησης συνεχίστηκε το 2017-2018, παρά το γεγονός ότι στην αντίστοιχη περίοδο η δημόσια δαπάνη Υγείας είχε σταθεροποιηθεί.

● Περιπλέκουν τη διαδικασία της επιδημιολογικής επιτήρησης και της χάραξης πολιτικής οι πολλαπλοί πόλοι καταγραφής των κρουσμάτων στη χώρα;

Από την αρχή της επιδημίας λειτουργούσαν τρία κέντρα, τρεις πόλοι καταγραφής στοιχείων στη χώρα μας, εξ ου και τρεις πόλοι χάραξης πολιτικής: ο ΕΟΔΥ, το υπουργείο Υγείας -το οποίο μέσω της ΗΔΙΚΑ διαχειρίζεται το Μητρώο Covid Ασθενών- και η Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Μια υδροκέφαλη κατασκευή, η οποία δεν έχει καμία απολύτως περιφερειακή συγκρότηση ή αναφορά, δεν εδράζεται δηλαδή σε μονάδες δημόσιας Υγείας ανά περιφέρεια, πόσο δε μάλλον σε ομάδες δημόσιας Υγείας σε επίπεδο γειτονιάς σε οργανική διασύνδεση με την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας. Ενα σύστημα καταγραφής επίσης κατακερματισμένο, όπου άγνωστο παραμένει ακόμη και σήμερα το πώς και εάν επικοινωνούν οι καταγραφές του ΕΟΔΥ με το Μητρώο Covid Ασθενών ή με τα στοιχεία της ιχνηλάτησης.

● Είναι διαφανής η διαδικασία, είναι επαρκή τα στοιχεία που δημοσιεύονται;

Η πολιτική ηγεσία του ΕΟΔΥ και κατ’ επέκταση το υπουργείο Υγείας υποστηρίζουν ότι τα στοιχεία που περιέχονται στις ημερήσιες εκθέσεις, αυτές που επικοινωνεί με τον πληθυσμό, είναι επαρκή. Ισχυρίζεται, δε, ότι κάποια επιπρόσθετα στοιχεία, τα οποία δεν δημοσιοποιεί, τα παραχωρεί μόνο στην Επιτροπή Εμπειρογνωμόνων. Παρ’ όλ’ αυτά, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (WHO) και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC) δεν μοιάζει να επιβεβαιώνουν αυτόν τον ισχυρισμό.

Η χώρα, σύμφωνα με τον ΠΟΥ και το ECDC, δεν συλλέγει ή δεν δηλώνει -το σίγουρο είναι ότι δεν δηλώνει- μια σειρά στοιχεία τα οποία συμπεριλαμβάνονται στα υποχρεωτικώς δηλούμενα στοιχεία προς αυτούς τους διεθνείς οργανισμούς. Ενδεικτικά, δεν υπάρχει συστηματική καταγραφή και δήλωση του αριθμού των νοσηλευόμενων και εξελθόντων από τα νοσοκομεία λόγω Covid, των θανάτων ανά γεωγραφικό διαμέρισμα, νομό, πόλη, των κρουσμάτων σε υγειονομικούς, των διαθέσιμων κλινών και της πληρότητας των κλινών και των ΜΕΘ Covid, των συρροών σε εργασιακούς χώρους, σε νοσοκομεία, σε οίκους ευγηρίας, σε φυλακές, γενικά σε έγκλειστους και ευάλωτους πληθυσμούς.

Ομοίως η πολιτική ηγεσία της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας υποστηρίζει ότι με τους 192 ιχνηλάτες, τους οποίους θεωρεί υπερεπαρκείς, ιχνηλατεί επαρκώς το 92,3% των κρουσμάτων. Αν είναι έτσι τα πράγματα, θα πρέπει η Γ.Γ. Πολιτικής Προστασίας να δημοσιοποιήσει άμεσα τα στοιχεία της ιχνηλάτησης και αυτό γιατί το μόνο το οποίο γνωρίζει η επιστημονική κοινότητα, που παρακολουθεί και καταγράφει αυτά τα στοιχεία καθημερινά, είναι τα επίσημα στοιχεία που δίνει ο ΕΟΔΥ, από τα οποία φαίνεται ότι το 22% των κρουσμάτων στη χώρα σχετίζεται με γνωστό κρούσμα, το 1,5% των κρουσμάτων σχετίζεται με ταξίδι στο εξωτερικό και το 77,5% των κρουσμάτων είναι άγνωστης προέλευσης ή ακόμα υπό διερεύνηση.

Ανάγκη ενίσχυσης της δημόσιας Υγείας

● Τι επείγει τη συγκεκριμένη στιγμή, δεδομένου ότι ο δρόμος για την ανοσία της κοινότητας μέσω του εμβολιασμού είναι μακρύς;

Η επιδημία του Covid, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, θέτει ξανά στο επίκεντρο την ανάγκη ενίσχυσης τόσο των υπηρεσιών δημόσιας Υγείας όσο και των δημόσιων συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης σε ανθρώπινο δυναμικό και υποδομές. Ενίσχυση που αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για το επόμενο εξάμηνο ή οκτάμηνο ή και δεκάμηνο, έως ότου δούμε δηλαδή τα ευεργετικά αποτελέσματα των εμβολίων, αλλά αποτελεί και μια αναγκαία επένδυση για το μέλλον.

Το γεγονός ότι η πολιτική ηγεσία σήμερα δεν επενδύει στα αυτονόητα δεν είναι ένα τεχνοκρατικό πρόβλημα, δεν είναι ότι της ξέφυγε. Είναι μια συνειδητή ταξική επιλογή, διότι το κεντρικό ερώτημα σε μια επιδημική κρίση, σε μια οικονομική κρίση ή σε οποιαδήποτε κρίση είναι ποιος θα την πληρώσει, ποιος θα επωμιστεί το βάρος της -οικονομικό, υγειονομικό κ.ο.κ.-, το κεφάλαιο ή οι δυνάμεις της εργασίας. Είναι ξεκάθαρο ότι οι επιλογές που γίνονται σε εθνικό και σε διεθνές επίπεδο είναι επιλογές που έχουν ταξικό πρόσημο, καθορίζοντας ότι το βάρος και αυτής της κρίσης θα κληθούν να το πληρώσουν οι πολλοί, οι δυνάμεις δηλαδή της εργασίας.