Οι ανακοινώσεις του υπουργείου Εργασίας, όπως και οι σχετικές «διαρροές» στον Τύπο, για την επικείμενη κατάθεση από την κυβέρνηση νομοσχεδίου για τη «δημιουργία θεσμικού και νομικού πλαισίου για την τηλεργασία» - δηλαδή για τη μονιμοποίηση και γενίκευσή της ως μίας ακόμα μορφής «ευελιξίας» - επιβεβαιώνουν από μία ακόμα πλευρά ότι το κεφάλαιο, οι κυβερνήσεις και τα κόμματά του, στο όνομα της αντιμετώπισης της πανδημίας, βρήκαν την ευκαιρία να «τρέξουν» αντεργατικά μέτρα που είχαν από καιρό σχεδιασμένα.
Σε συνέχεια των Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου και των απανωτών παρατάσεων με τις οποίες η κυβέρνηση ΝΔ έδωσε τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να επιβάλλουν μονομερώς καθεστώς τηλεργασίας στους εργαζομένους, το κυβερνητικό νομοσχέδιο έρχεται να βάλει πλέον και την επίσημη βούλα στο καθεστώς που μεταξύ άλλων διευκολύνει παραπέρα το «σβήσιμο» των ορίων μεταξύ εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου, σε βάρος του δεύτερου, με σοβαρές συνέπειες στην υγεία, την οικογενειακή και κοινωνική ζωή και τις μισθολογικές απολαβές του εργαζόμενου.
Στην πρώτη φάση της πανδημίας, σε κλάδους όπως οι Τηλεπικοινωνίες και η Πληροφορική, η τηλεργασία έφτασε να εφαρμόζεται στο 80% του εργατικού δυναμικού. Χαρακτηριστικό είναι ότι στον όμιλο ΟΤΕ η τηλεργασία εφαρμόστηκε στους 13 από τους 16 χιλιάδες εργαζόμενους. Ακόμα και σήμερα, ωστόσο, διατηρείται σε υψηλά ποσοστά που φτάνουν το 70%.
Σε ευρεία κλίμακα εφαρμόστηκε και συνεχίζει να εφαρμόζεται και σε άλλους κλάδους, όπως είναι το χρηματοπιστωτικό σύστημα κ.ά.
Η τηλεργασία, βέβαια, δεν μπορεί να εφαρμοστεί παντού και για όλους, αφού όπως επιβεβαιώθηκε και το προηγούμενο διάστημα, μεγάλα τμήματα της παραγωγικής διαδικασίας απαιτούν την παρουσία εργαζομένων στο χώρο της επιχείρησης. Η εκτεταμένη εφαρμογή της τηλεργασίας μέσα στην πανδημία, ωστόσο, αποτελεί μια πρώτης τάξης ευκαιρία για τους εργοδότες να πειραματιστούν ώστε να βρουν τις κατάλληλες αναλογίες για την αποδοτικότερη χρήση της, να επιβάλουν ακόμα πιο γρήγορα τη γενίκευσή της.
«Σβήνει» κάθε όριο μεταξύ εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου
Η εκτεταμένη εφαρμογή της τηλεργασίας συνοδεύεται από μια προσεκτικά δομημένη προπαγάνδα που προβάλλει τα δήθεν «θετικά» της για τον εργαζόμενο, προτάσσοντας την υποτιθέμενη «συμφιλίωση της επαγγελματικής με την οικογενειακή ζωή».
Κρύβει ότι η τηλεργασία είναι μια μορφή εργασίας που μέσα στον καπιταλισμό αποτελεί ένα ισχυρό όπλο τα χέρια της εργοδοσίας για να εξαλείψει κάθε όριο σχετικά με τον εργάσιμο χρόνο και χώρο. Παρέχεται εκτός του χώρου εργασίας της επιχείρησης και μπορεί να λειτουργήσει αυτόνομα ή συμπληρωματικά της εργασίας στην ίδια την επιχείρηση. Μπορεί να γίνεται από το σπίτι, από προσωρινούς χώρους κατά τη διάρκεια μετακίνησης του εργαζόμενου και από ειδικά διαμορφωμένους χώρους για τηλεργασία. Ο εργαζόμενος γίνεται στην πραγματικότητα χρονικά διαθέσιμος, ως προς τις ανάγκες της επιχείρησης, 24 ώρες τη μέρα, 7 μέρες τη βδομάδα.
Με άλλα λόγια, η τηλεργασία δίνει τη δυνατότητα στις επιχειρήσεις να απαιτούν από τον εργαζόμενο να προσφέρει εργασία οποιαδήποτε ώρα της μέρας, από οποιοδήποτε μέρος, εξασφαλίζοντας παραπέρα εντατικοποίηση της εργασίας για τα κέρδη του κεφαλαίου.
Το μοντέλο αυτό πλασάρεται από «έρευνα», που παρουσιάστηκε σε ηλεκτρονικά μέσα στη χώρα μας, και η οποία ισχυρίζεται ότι το 71% των εργαζομένων που ρωτήθηκαν δήλωσαν πρόθυμοι να συνδυάσουν διακοπές με τηλεργασία σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο εργασίας. Ας σημειωθεί ότι η έρευνα έγινε σε συνεργασία με εταιρείες που προσφέρουν τέτοιους χώρους...
Ενα από τα πρώτα οφέλη για τους εργοδότες είναι η ευκολότερη «διευθέτηση» του χρόνου εργασίας, με βάση τις εκάστοτε ανάγκες της επιχείρησης, με μεταφορά του ωραρίου εργασίας, πρωί, μεσημέρι ή βράδυ, ακόμα και με σπάσιμο του ωραρίου (ήδη κάποιες επιχειρήσεις το εφαρμόζουν).
Οι διαβεβαιώσεις του υπουργείου Εργασίας ότι το νομοσχέδιο θα διασφαλίζει «τήρηση του ωραρίου από τον εργοδότη» αποτελούν κενό γράμμα για τους εργαζόμενους. Πρώτα απ' όλα, αν το ωράριο ήδη δεν τηρείται στους χώρους εργασίας, όπου μάλιστα οι εργαζόμενοι συνυπάρχουν, λειτουργεί σωματείο κ.λπ., είναι προφανές ότι σε συνθήκες εργασίας από το σπίτι η καταστρατήγησή του είναι ακόμα πιο εύκολη. Ούτε βέβαια αποτελεί εγγύηση η αναφορά για αναγγελία του ωραρίου στο σύστημα «Εργάνη», αφού επί της ουσίας κανένας μηχανισμός δεν θα είναι ικανός - ακόμα και αν υπήρχε τέτοια κατεύθυνση - να ελέγξει το αν τηρείται το ωράριο για κάθε μεμονωμένο εργαζόμενο.
Ακόμα περισσότερο, η τηλεργασία δεν πέφτει από τον ουρανό, θα συνδυάζεται με όλες τις άλλες μορφές «ευελιξίας» και όλο το υπόλοιπο αντεργατικό οπλοστάσιο για το «ξεχείλωμα» του ωραρίου. Επιπλέον, η ίδια η «ευκολία» της προσφοράς εργασίας από το σπίτι ή άλλο χώρο καθιστά τον εργαζόμενο ευάλωτο στις εργοδοτικές πιέσεις να προσφέρει εργασία ανά πάσα στιγμή, δηλαδή και εκτός ωραρίου εργασίας. Λόγω της ίδιας «ευκολίας», μπορεί να απαιτηθεί από έναν εργαζόμενο να εργαστεί ακόμα και όταν είναι άρρωστος. Είναι πολύ εύκολο να φανταστούμε τα λόγια στελέχους επιχείρησης: «Εντάξει, έχεις λίγο πυρετό. Το καταλαβαίνουμε. Δε σου ζητάμε να βγεις από το σπίτι. Να κάτσεις λίγο στον υπολογιστή θέλουμε», ή τις αντίστοιχες πιέσεις σε έγκυες και λεχώνες κ.ο.κ.
Πρόσθετα στα παραπάνω, μάλιστα, το επικείμενο νομοσχέδιο θα περιλαμβάνει και τη δυνατότητα στον εργοδότη να βάζει τον εργαζόμενο σε «τηλε-ετοιμότητα», απαιτώντας δηλαδή τη διαρκή διάθεση του εργαζόμενου για δουλειά όλη τη μέρα, με την εξαίρεση - όπως λένε - λίγων ωρών, που θα έχει το... «δικαίωμα στην αποσύνδεση»!
Αντεργατικό πολυεργαλείο στα χέρια του κεφαλαίου
Η ίδια η μετατροπή του σπιτιού του εργαζόμενου σε χώρο εργασίας δημιουργεί προβλήματα στην προσωπική ζωή του, παρόλο που η κυρίαρχη προπαγάνδα υποστηρίζει το αντίθετο, ότι εξυπηρετείται τάχα καλύτερα ο οικογενειακός προγραμματισμός. Στην πραγματικότητα η εργοδοσία απαιτεί από τον εργαζόμενο ο χώρος που χρησιμοποιεί για εργασία στο σπίτι να είναι «στεγανός» από τις ενοχλητικές φωνές των παιδιών, συνολικά των δραστηριοτήτων των άλλων μελών της οικογένειας. Από την άλλη, είναι εύλογο ένας εργαζόμενος να μην μπορεί να φροντίσει τα παιδιά του ή να καλύψει άλλες οικογενειακές ανάγκες την ώρα που δουλεύει.
Αυταπάτη όμως αποδεικνύεται και η προβαλλόμενη μείωση του χρόνου και του κόστους για τη μετακίνηση μεταξύ σπιτιού και εργασίας. Λόγω της εξαφάνισης των ορίων εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου, ο εργαζόμενος τελικά καταλήγει να αφιερώνει στη δουλειά το χρόνο που εξοικονομεί από τη μετακίνηση, δηλαδή προσφέρει περισσότερη δουλειά με τον ίδιο μισθό.
Αντίστοιχα, την ίδια ώρα που μειώνονται τα λειτουργικά κόστη της εργοδοσίας, η μονιμοποίηση της τηλεργασίας φορτώνει νέα κόστη στον ίδιο τον εργαζόμενο: Τηλεπικοινωνιακές συνδέσεις υψηλών αποδόσεων, ηλεκτρονικός εξοπλισμός που πολλές φορές δεν παρέχεται από την εργοδοσία, αγορά επίπλων και εξοπλισμού που να πληροί κάποιες στοιχειώδεις προϋποθέσεις εργονομίας, φωτισμού κ.λπ., επιβαρυμένοι λογαριασμοί ηλεκτρικού ρεύματος, μεγαλύτερες ανάγκες κλιματισμού - θέρμανσης κ.ο.κ. Μια καθόλου ευκαταφρόνητη «λυπητερή» που τελικά πέφτει στις πλάτες των εργαζομένων, όσο κι αν το υπουργείο Εργασίας προσπαθεί να ρίξει στάχτη στα μάτια με γενικόλογες αναφορές περί «κάλυψης του κόστους εξοπλισμού από τον εργοδότη».
Επιπλέον, η δουλειά από το σπίτι ή από οπουδήποτε αλλού εκτός επιχείρησης μεταφέρει στον ίδιο τον εργαζόμενο την ευθύνη του εργοδότη για τις συνθήκες εργασίας, για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία.
Ενα άλλο σημαντικό αποτέλεσμα είναι ότι η τηλεργασία τοποθετεί τον εργαζόμενο εντελώς μόνο του απέναντι στην εργοδοσία, δυσκολεύει την επικοινωνία του και την κοινή δράση με τους συναδέλφους του και με τα σωματεία που δρουν στον κλάδο ή στην επιχείρησή του. Τον καθιστά απόλυτα έρμαιο της εργοδοσίας, χτυπώντας το μοναδικό όπλο που έχει απέναντι στις αντεργατικές ορέξεις της, τη συλλογική δράση και αγώνα.
Είναι φανερό ότι η εργοδοτική ασυδοσία θα μπορεί με την εφαρμογή της τηλεργασίας να ξεπεράσει κάθε όριο. Αποτελούν πραγματική κοροϊδία οι κυβερνητικές αναφορές ότι θα δημιουργηθεί «Τμήμα Ελέγχου Τηλεργασίας» στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, όταν ήδη το ΣΕΠΕ και οι άλλες αρμόδιες υπηρεσίες, με το προσωπικό που διαθέτουν και με δεδομένο τον αριθμό των καταγεγραμμένων επιχειρήσεων, χρειάζονται 17 χρόνια για να γίνουν έλεγχοι σε όλες τις επιχειρήσεις για την Υγεία και την Ασφάλεια και 8 χρόνια για τον έλεγχο των εργασιακών σχέσεων! Πόσο μάλλον όταν ο χώρος εργασίας μεταφέρεται στα σπίτια των εργαζομένων...
Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο με τον έλεγχο των εργαζομένων από την εργοδοσία. Μπορεί το υπουργείο να αναφέρει ότι θα απαγορεύεται η χρήση κάμερας (άλλο μεγάλο ζήτημα το πώς θα ελέγχεται κάτι τέτοιο...), ωστόσο σπεύδει να προβλέψει τη λειτουργία «συστήματος ελέγχου τηλεργασίας», ελέγχου δηλαδή του εργαζόμενου μέσα στο σπίτι του.
Με την πλήρη στήριξη του εργατοπατερισμού
Στην αξίωση αυτή του κεφαλαίου, για ένα ακόμα όπλο για τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση των εργαζομένων, δεν θα μπορούσε να λείπει ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός.
Γι' αυτό και οι δυνάμεις αυτές, ως πλειοψηφία στη διοίκηση της ΓΣΕΕ, έχουν φροντίσει να «νομιμοποιήσουν» την εφαρμογή της τηλεργασίας με συμφωνία - πλαίσιο που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας ήδη από το 2006 - 2007.
Στο σχετικό κείμενο, με τίτλο «Συμφωνία - πλαίσιο για την τηλεργασία», σημειώνεται χαρακτηριστικά: «Μέσα στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής στρατηγικής για την απασχόληση, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο κάλεσε τους κοινωνικούς εταίρους να διαπραγματευθούν συμφωνίες με σκοπό να εκσυγχρονίσουν την οργάνωση της εργασίας, συμπεριλαμβάνοντας διευθετήσεις για την ελαστική εργασία, με στόχο τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και την πραγματοποίηση της αναγκαίας ισορροπίας μεταξύ ευελιξίας και ασφάλειας».
Πιο ξεκάθαρα δεν γίνεται: Ενταση της «ευελιξίας» με στόχο τη μέγιστη κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου...