Την υποχρεωτική εγγραφή των πολιτών σ' έναν θεράποντα ιατρό (παθολόγοι, γενικοί γιατροί και παιδίατροι) ο οποίος θα ενεργεί ως «gatekeeper» (πορτιέρης), δηλαδή ως «κόφτης» σε ό,τι αφορά τη διενέργεια παραπέρα εξετάσεων, ιατρικών επισκέψεων σε γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, παραπομπή σε νοσοκομεία κ.α., διασφαλίζοντας, στη βάση των «πρωτοκόλλων», ότι αυτά που θα «στοιχίζει» ο ασφαλισμένος δεν θα υπερβαίνουν το όριο των πετσοκομμένων προϋπολογισμών, περιλαμβάνει μεταξύ άλλων το νομοσχέδιο για την ΠΦΥ που ετοιμάζει η κυβέρνηση.
Επίσης, στο επίκεντρό του θα βρίσκεται ο «Έλεγχος κι εξορθολογισμός των δαπανών», η «εξοικονόμηση πόρων» στον ΕΟΠΥΥ, η επέκταση των ΣΔΙΤ, ιδιώτες γιατροί part time στο ΕΣΥ, λειτουργία απογευματινών χειρουργείων στα νοσοκομεία έναντι πληρωμής από τους ασθενείς κ.α., με βάση αυτά που παρουσιάστηκαν κατά την «άτυπη ενημέρωση» από τον Υπουργό Υγείας.
Παράλληλα προβλέπεται ...«ενοποίηση» δημόσιων δομών, Κέντρων Υγείας και ΤΟΜΥ και διεύρυνση των «συμπράξεων» με τον ιδιωτικό τομέα. Οι πολίτες θα πρέπει να διαθέτουν παραπεμπτικό του θεράποντα ιατρού, προκειμένου να καλύπτεται από τον ΕΟΠΥΥ η ιατρική πράξη, διαφορετικά θα καλύπτουν το σύνολο του κόστους. Ο γιατρός θα πληρώνεται για κάθε άτομο ή ομάδα ανθρώπων που θα εγγράφεται ετησίως, ανεξάρτητα από το αν το άτομο/ομάδα χρειαστεί τις υπηρεσίες. Εκτιμάται ότι ανά γιατρό θα αντιστοιχούν 1.000 - 2.000 άτομα. Στο σύστημα του θεράποντα ιατρού θα εντάσσονται και πολυϊατρεία «αν και το πλαίσιο είναι υπό επεξεργασία».
Για τη λειτουργία των απογευματινών χειρουργείων, το ποσό θα πληρώνεται κατά 70% από τον ΕΟΠΥΥ (έμμεσα δηλαδή από τις ασφαλιστικές εισφορές των εργαζομένων) και κατά 30% άμεσα, από τον ασθενή, ενώ προβλέπονται «συνεργασίες» με τον ιδιωτικό τομέα.
Με λίγα λόγια η κυβέρνηση προχωρά όσα έμειναν στη μέση από τις προηγούμενες κυβερνήσεις, εξειδικεύοντας και εμβαθύνοντας τις αντιλαϊκές κατευθύνσεις και τη στρατηγική της ΕΕ για την Υγεία. Αναπαράγοντας το ίδιο αφήγημα με την προηγούμενη κυβέρνηση, δηλαδή ό,τι θα είναι προς όφελος του λαού η διεύρυνση της επιχειρηματικής δράσης στην Υγεία που έχει ως βασικό κριτήριο το κέρδος. Περιορίζοντας ακόμη περισσότερο τις υπηρεσίες που παρέχονται δωρεάν από το κράτος στο επίπεδο του «ελάχιστου βασικού πακέτου», με το ελάχιστο δυνατό κρατικό κόστος.