“Μιας και δεν μπορέσαμε τότε να πάμε μήνα του μέλιτος, ας τον χαρούμε τώρα” του είπε χαμογελώντας η σύζυγός του μόλις έφτασαν στο ξενοδοχείο.
Δεν είχε και άδικο. Μια ζωή δουλειά, άγχος για τους λογαριασμούς, αλλά και για την ανάγκη να ζει με αξιοπρεπεια από αυτή χωρίς να προδίδει ιδανικά και αξίες. Ήρθε λοιπόν η ώρα για να βγει στη σύνταξη και ας γνώριζε ότι αυτή δεν θα ήταν στο ύψος των αναγκών του και κυρίως των επιθυμιών του, Ευτυχώς η σύζυγός ήδη είχε αποχωρήσει με εθελουσία από την τράπεζα , ενώ τα παιδιά τους μετά τις σπουδές τους είχαν βρει δουλειά, έστω και με το βασικό μισθό.
Είχε υποσχεθεί πρώτιστα στον εαυτό του αυτές τις διακοπές. Βοήθησε και το γεγονός ότι μετά από ένα χρόνο από την αίτηση συνταξιοδότησής του, του ήρθε η σύνταξη μαζί με τα αναδρομικά. Οπότε έκλεισε ένα δωμάτιο σ’ ένα καινούργιο ξενοδοχείο σε όμορφο χωριό του Πηλίου και ξεκίνησε τη νέα του ζωή ως συνταξιούχος. Η γυναίκα του ετοίμασε τρεις βαλίτσες, παρά τη δική του γκρίνια, γιατί όπως του τόνισε τόσες θα ήταν και οι μέρες των διακοπών τους, οπότε “δεν θα κυκλοφορούμε εκεί μόνο με το μαγιό σε ένα καθώς πρέπει μέρος”.
Του έκανε εντύπωση από την πρώτη στιγμή. Η ηλικία της ήταν πολύ μεγαλύτερη από των άλλων εργαζόμενων στο ξενοδοχείο. Ηταν χαμογελαστή στους πελάτες και ας διέκρινε κάποιος παρατηρητικός μία πίκρα στα μάτια της και ένα αργό καμπουριαστό βάδισμα όταν έφτανε η ώρα να λήξει η βάρδια θαρρείς και κουβαλούσε τα βάρη όλου του κόσμου ή καλύτερα των τυρρανισμένων ανθρώπων.
Το τραπεζάκι που διάλεγε ήταν πάντα εκεί στη γωνία που την κάλυπτε με τον ίσκιο του ένα τεράστιο πλατάνι. Του έδινε τη δυνατότητα αυτή η γωνιά να παρατηρεί τους πελάτες που κατέφθαναν, να κρίνει όμως στάσεις και συμπεριφορές. Στάσεις που συχνά τον πίκραναν, τον απογοήτευαν και τον εξόργιζαν.
Με φιλοσοφική διάθεση συχνά, τόνιζε στη σύζυγό του, τις παρατηρήσεις που έκανε για τον καθένα και την καθεμιά σχετικά με τη συμπεριφορά του τόσο στις παρέες που σχηματίζονταν, όσο και στη συμπεριφορά τους απέναντι στους εργαζόμενους. Εργαζόμενος και αυτός μέχρι πρότινος καταλάβαινε την αδικία, ήταν σταθερά με το μέρος “του εργάτη και όχι του κάθε κεφαλαιοκράτη” όπως άλλωστε τόνιζε και το σύνθημα που συχνά και αυτός φώναζε στις συγκεντρώσεις με το σωματείο του.
Μπορεί να τον ενοχλούσε το γεγονός ότι στις συζητήσεις που έκανε εκεί με το προσωπικό ήταν άγνωστη λέξη γι’ αυτούς το “σωματείο”- το δικαιολογούσε με το νεαρό της ηλικίας τους- όμως τον εξόργιζε κυριολεκτικά η στάση επισκεπτών, που συμπεριφέρονταν ζητώντας ή καλύτερα απαιτώντας με αυταρχικό τρόπο τον ουρανό με τ’ άστρα.
“Ενώ τρώνε σφαλιάρες από τα αφεντικά τους στο χώρο εργασίας τους, εδώ το παίζουν λόρδοι” έλεγε στη σύζυγο, έτοιμος να εκραγεί. “Ο μικροαστισμός και ο καταναλωτισμός κυριαρχουν στη συνείδησή τους και τούς μετατρέπει σε σατράπες”. Το τοπικό τσιπουράκι τού καταπράυνε προσωρινά τα νεύρα, όμως στο μυαλο του ανάδευαν αδιάκοπα άλλες σκέψεις πριν κοιμηθεί.
“Μα είναι δυνατόν τέτοια αλλοτρίωση της εργατικής τάξης;” σκεφτόταν με βάση τις λίγες γνώσεις που είχε από τον Μαρξ. “Μ’ αυτούς θα αλλάξουμε το σύστημα;”
Και οι μέρες του Αυγούστου περνούσαν ήσυχα, ενώ οι διαπιστώσεις για παρόμοιες συμπεριφορές πλήθαιναν όσο πλησίαζε ο Δεκαπενταύγουστος. Οι αδειούχοι του δεύτερου δεκαημέρου, του φάνηκαν πιο ιδιότροποι. Ή μήπως αυτός άρχισε να γίνεται “γεροπερίεργος” όπως του τόνιζε χαμογελώντας η γυναίκα του.
Το ζευγάρι είχε καταφτάσει εδώ και δύο μέρες. Δεν ξεπερνούσαν τα τριάντα χρόνια. Και ήταν όλο “φιγούρα και ιδέα” και κυρίως ολοένα και πιο περίεργες απαιτήσεις. Τη μια τους έφταιγαν οι μέλισσες που υπήρχαν στην πλατεία, θαρρείς και υπάρχει ανοιχτή πλατεία χωρίς τέτοιες. Την άλλη γιατί η ηλικιωμένη εργαζόμενη δεν τους έφτιαξε τον φρέντο καπουτσίνο όπως το ήθελαν και την ανάγκασαν να το ξαναφτιάξει. Και αυτή απλά να τους κοιτά, να σκύβει ντροπιασμένη το κεφάλι και να συνεχίζει αγόγγυστα να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Στο βραδινό όμως γεύμα ο άντρας φαίνεται να ξεπερνά τα όρια. Αφού παρήγγειλε το κρασί τους σε σαμπανιέρα, πρώτα της έκανε παρατηρήσεις για τις πατάτες και στη συνέχεια πως δήθεν το κρέας δεν ήταν καλοψημένο.
“Τι πράγματα είναι αυτά κυρία μου. Έτσι εξυπηρετείτε τους πελάτες; Θα διαμαρτυρηθώ στο αφεντικό σου και θα κάνω καταγγελία και στην Αγρονομία”.
Εσκυψε το κεφάλι της. Ετοιμάστηκε να βάλει τα κλάματα. Σίγουρα ο φόβος της απόλυσης ένιωθε να βαραίνει τις αισθήσεις της. Για ανθρώπους της ηλικίας της οι εργαζόμενοι στην εστίαση πηγαίνουν όχι από χόμπι αλλά από ανάγκη.
Του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Πλησίασε απειλητικά το ζευγάρι.
“Ακου να δεις ψευτόμαγκα, του είπε. Να μάθεις να σέβεσαι τους εργαζόμενους και κυρίως αν πρόκειται και για γυναίκες κάποιας ηλικίας.
Μπορεί εσύ να ήρθες εδώ με…διακοποδάνειο, να χρωστάς και της Μιχαλούς στο χωριό σου, όμως όλα έχουν και ένα όριο. Το να ζητάς πλήρη υποταγή από εργαζόμενους που ιδρώνουν εδώ να σε εξυπηρετήσουν ενώ είσαι το παιδί της καρπαζιάς στην εργασία σου, δεν σε κάνει άρχοντα. Το αντίθετο. Ζήτα συγνώμη στην κυρία τώρα. Λίγη ντροπή και σεβασμό επιτέλους.”
Τον είδε αρχικά να διστάζει. Κοίταξε τη σύντροφό του με απορία αλλά ίσως και κάποια συστολή.
“Ελα, Τάκη ο κύριος έχει δίκιο. Το παραξήλωσες κιόλας. Θυμήσου επιτέλους πώς σε συμπεριφέρονται και στη φαρμακαποθήκη”
Με μικρή καθυστέρηση τής είπε: “Συγγνώμη κυρία , ίσως παραφέρθηκα. Όλα καλά και ευχαριστούμε για την εξυπηρέτηση”
Το βράδυ πριν σχολάσει, τον πλησίασε για να τον ευχαριστήσει.
Στα θλιμμένα μάτια της είδε την ελπιδα να αχνοφέγγει και κυρίως ένα χαμόγελο να σκάει στα χείλη της.
Ίσως αύριο αν έβρισκε την ευκαιρία, να της έκανε και μία συζήτηση για να γραφτεί στο σωματείο της…
Αλέκος Χατζηκώστας